Ένας βοσκός δεν ξύπνησε..
Τ΄ Άη Γιωργιού ξημέρωσε στσ΄ είκοσι τρεις τ΄ Απρίλη
και οι βοσκοί τσ΄ Ασηγωνιάς πάνε στα χειμαδιά ντως
ν΄ αναμαζώξουν τα ωζά το έθιμο προστάζει
να τα γειαγύρουν στο χωριό στη χάρη του αγίου
να τα βλοήσει ο παπάς να τα καλοθυμιάσει
κι΄ απόκιας να τ΄ αρμέξουνε με τα στριφτά ντως μπράτσα
το γάλα να διαμοιραστεί εις τσι προσκυνητάδες,
έθιμο απου χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Μα οφέτος σαν οπέρυσι γη πιο παλιά δεν είναι
στα πρόσωπα ντως φαίνεται ζωγραφισμένη θλίψη,
εχάθη το χαμόγελο κι΄ ο πόνος στη γ-καρδιά ντως
εφώλιασε σαν το πουλί που τη φωλιά του χτίζει.
Οφέτος λείπει το Γιωργιό του ''Παπαγιώργη'' εγγόνι
του Γιώργη απου κείτεται στον Άδη το κοπέλι.
Δεν πήγε εις το χειμαδιό να φέρει τα ωζά ντου
μαζί με τσι μπαρμπάδες του Κωστή και τον Βασίλη
κι΄ εκείνα πρέπει το΄ νιωσαν και τσι αναρωτούνε
πουν΄ το Γιωργιό τ΄ ανίψιο σας το καλοαναθρεμμένο
απου΄ χε το χαμόγελο πάντα στο πρόσωπο του
απου ΄ ταν στη Ασηγωνιάς ξαθέρι και στολίδι,
απου μας καλοταϊζε με κάψες και με χιόνια.
Μ΄αυτό στον Άδη κείτεται γιατι΄ φαε τσι μπάλες
εκειά στα Μυριοκέφαλα τση Πασχαλιάς τη μέρα
και μίσεψε ΄πο τη ζωή άδικα των αδίκω.
Στον Άδη τάβλα στρώσανε ο κύρης κι΄ οι δικοί του
για να του κάμουν τη γιορτή να τον υποδεχτούνε
κι΄ η μάνα με τ΄ αδέρφια του στα μαύρα βουτημένοι
κλαίνε με μαύρα δάκρυα γύρω από το μνήμα
που τρέχουνε και ποτίζουνε τη γη τη διψασμένη.
'' Στη μνήμη του οι μπαλοτές πρέπει να σταματήσουν
μανάδες φίλους και δικούς άλλους μη μαυροντύσουν ''.
Γιώργης Σηφάκης (Σιμισακογιώργης)
Ρέθυμνο 23-04-2014
(ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΥΠΑΡΑΚΗ)
Το πένθος του βοσκού
Ο Κωσταντής μετάπνυσε νωρίς εις το μιτάτο
εκειά 'ναι το κονάκι ντου 'κεινού και τω προβάτω.
Αίγες κι' οζά μία γερή πατούλια στη βοσκή ντου
είναι η οικογένεια απού 'χει εδική ντου.
Πάνω στ' αόρι μ' αετούς κι' αγρίμια συντροφεύγει
λιγάκι από τη δύναμη απού 'χουνε γυρεύγει.
Σε άθρωπο δεν έδειξε ποτές του ήντα νοιώθει
πως είναι άντρας δυστυχής απ' τη στιγμή που γνώθει.
Κι' όντε κοιμάται ο ύπνος του είναι σα μοιρολόι
και το βαρύ παράπονο τα σωθικά ντου τρώει.
Καημός πρικιός στα στήθεια ντου εδά καμπόσους χρόνους
του προκαλεί αβάσταχτους και ματωμένους πόνους.
Λέρια θα βάλει σήμερο σε ούλο το κουράδι
ν' ακούγουνται οι χτύποι ντως μέχρι το μαύρο ν-άδη.
Ν' ακούσουν λεροσείσματα ούλοι οι ποθαμένοι
ν' ακούσει και τ' αδέρφι ντου που χρόνους εκειά μένει.
Τ' αδέρφι ντου το πια μικιό το ν-άμοιρο Μανόλη
που έχασ' απ' του χάροντα το μαυρισμένο βόλι.
Έκατσε να ξεκουραστεί στη ρίζα ενός πρίνου
απού θαρρείς το ριζικό ταιριάζει με τα 'κείνου.
Που του χτυπούνε του χιονιά και του βοργιά οι μπόρες
μα δε λυγούνε τα κλαδιά σε τούτες σας τσι ώρες.
Στο μεσοδόκι του σπιθιού σειρά σειρά τα λέργια
ούλα βροντολοήθηκαν στου Μανωλιού τα χέργια.
Σκλαβέργια και γιδόλερα πολλά και καμπανέλια
ξανοίγει τα κι' έχει χαρά που έχουν τα κοπέλια.
Μετά 'πο το θανατικό τα 'χε ξελερωμένα
κι ήτο τα έχνη στη σιωπή κι' αυτά σα πεθισμένα.
Μα ονείρεψέ ντου οψαργάς τ' αδέρφι ντου με γέλιο
και έτριζε συγκούρμουλο του άδη το θεμέλιο.
Θαρρώ του λέει, Κωσταντή πως έφταξεν η γι-ώρα
να στέσουμε ένα χορό, επά οι βοσκοί πληθώρα.
Μετάπνισε και σκέφτηκε πως ήτονε σημάδι
πρώτη φορά τ' ονείρεψε τ΄αδέρφι ντου απ' το ν-άδη.
Τα λέρωσε και τα 'καμε το πλάι ίσια κάτω
και ζήλεψαν κι' αετοί ετούτο το λεράτο.
Και τότεσας ριζίτικο ακούστηκε στα πλάγια
που βγαίνει απ' τα τρίσβαθα του άδη τα σκοτάδια.
-Γειά σου λεβέντη Κωσταντή αδέρφι ακριβό μου
μετά 'πο χρόνους κρέμασες τα λέργια τω ν-οζώ μου.
Κι' έχεις του τράου του χελιού απού ' χα μπολιασμένο
σκλαβέρι το πλια ν-όμορφο τ' ασημοκαπνισμένο.
Κι' εκειά το δάκρυ ο Κωσταντής δε μπόργιε να βαστάξει
και τ΄άφηκε ελεύτερο στσοι τρόχαλους να στάξει.
Αέρας του το στέγνωνε πάνω στα μαύρα γένια
που και μια τρίχα άρχιξε να βγαίνει ασημένια.
Άφηκε τη γ-κατσούνα ντου κι' έβγαλε το λυράκι
κι' έτρεξ' απ' το παράπονο και το ξερό το ργιάκι.
Κατερίνα Βοτζάκη
Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, μάνταλο, μανταλώνω κλπ:
Αλατζάς Σάββας (Ηράκλειο)
Βάνω διπλό το μάνταλο, σφαλώ το παραθύρι,
να μη γατέχει ο καθαής, τα όσα έχω παρτίρει.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Τσι πιο ωραίες μας στιγμές, που 'ναι για σένα ξένες
στο σπίτι των ονείρων μου, τσι 'χω μανταλωμένες.
Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)
Σαφής πορίζει ο πόνος μου και δε ν -το μανταλώνω
άμα 'πομένω μόνος μου, στον πόθο σου θα λειώνω.
Μπαττή Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Χανιά)
'Αχι παντέρμη μου καρδιά, πως να σε μανταλώσω
μπας και μπορέσω με καιρό, λίγο να σε μερώσω.
Κουτσελάκης Νέλος Αντώνης (Ιεράπετρα)
Όσες χαρές σου ήπλασα, λεύτερες τσι 'χω 'φήσει
δε μανταλώνω αετούς, που 'χει ο σεβντάς γεννήσει.
Μακρυδάκης Μανόλης (Τυμπάκι Μεσσαρά Ηράκλειο)
Καλά σφαλίζω την καρδιά και διπλομανταλώνω
μα βρίχνει τρόπο η μοίρα μου, να βάλει μέσα πόνο.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Με αλυσίδες το κορμί, στη φυλακή να δέσεις
να μανταλώσεις τη γ-καρδιά, ποτέ δε θα μπορέσεις.
Τσιτσιγιάννης Γιάννης (Βόλος)
Στη σκέψη μου μαντάλωσα, την κάθε μια μας μέρα
και δε μπορώ να σ' αρνηθώ, να πάω παραπέρα.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ρουμπάδο Ρέθεμνος)
Ως έμαθες την σκέψη μου, να μανταλώνει λέξεις
''κατέχε το'', 'πα τσι καρδιάς, μην πει για δε θα άντεξεις.
Κουλιζάκη Ελπίδα (Φρες Αποκορώνου Χανιά)
Μαντάλωσα την σκέψη μου, κοντά σου μην σιμώνει
και δα η καρδιά, νιώθει καλά και δεν την τρώνε πόνοι.
Μυντιλάκη Μαρία (Χανιά)
Μανταλωμένες οι χαρές, κι αναμνήσεις που 'χω,
μα' γω φορρώ ολοχρονίς το δανεικό σου ρούχο.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Εσφάληξα με μάνταλο, μεσ στση καρδιάς τ΄αμπάρι
τα όσα μου 'πες σ' αγαπώ, κιανείς να μη ντα πάρει.
Μιχελάκης Μανώλης (Αθήνα)
Μαντάλωσες την πόρτα σου και μ' άφησες απ' έξω
όμως αυτό που έκανες, δεν ημπορώ ν' αντέξω.
Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
Όντεν η μέρα χάνεται, το νου μου ανεμαζώνω
και στα μουχλιάσματα τση γης, το χρόνο μανταλώνω.
Σηφάκης Λευτέρης (Αθήνα)
Θα μανταλώσω τη γ-καρδια, να μη μ-προβέρνει ντίπι
γιατί τη μισερέψανε τσ' αχαριστιάς, οι χτύποι.
Φανουράκης Ηλίας - Κουρσάρος (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)
Θα βρω το ν-τρόπο σκέψη μου και θα σε μανταλώσω
να μη ντη φέρνει στο μυαλό, του πόνου να γλιτώσω.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)
Με κάλεσε μα ξέχασε, το μάνταλο να βάλει
και μπήκα(ν) και με πιάσανε στση χήρας τη ν-αγκάλη.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Όντε θωρρώ σε τη γ-καρδιά, τη διπλομανταλώνω
μη ντην ανοίξεις και ξανά, σκορπίσεις τση το μ-πόνο.
Πρικάκη Μαρία (Φιλιατρά Μεσσηνίας)
Μανταλωμένοι ζούμενε, σα τζη φυλακισμένους
για να προφυλαχτούμενε, από δικούς και ξένους.
Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαρά Ηράκλειο)
Ο κύρης τση είν' ανάποδος και τηνε μανταλώνει
μα βρίχνει τρόπο κι' έρχεται, νύχτα και μ' ανταμώνει.
Μουλουδάκης Γιώργης ( Αλόιδεςς Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Στο ν-εδικό τζη το σεβντά, έχω πολλά περάσει
και μανταλώνω τη γ-καρδιά, μήπως και τσι περάσει.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)
Σα δεις τη μ-πόρτα σφαλιχτή, νάναι μανταλωμένη
γη στο γιατρό θα πιαίνουνε, γη θα 'ν' αποθαμένοι.
Το επόμενο μας θέμα είναι η λέξη, ωθέ (προς) και το μεθεπόμενο, βαγιέστησα, βαγιεστώ (βαρέθηκα, κουράστηκα).
Τηλέφωνο επικοινωνίας 6981572714.