Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με το ελεύθερο μας θέμα:
Κουτσελάκης Αντώνης (Ιεράπετρα)
Ανέ σου φύγω, μη ντραπείς, πως φταις, να ξεστομίσεις
εσύ το δρόμο του σεβντά, διάλεξες να μου κλείσεις.
Λουλουδάκης Μαρίνος (Ηράκλειο)
Κράθιε ψηλά την αθρωπιά, στο μέρος τση ψυχής σου
και μη φοβάσαι τους ιού,ς έχεις Χριστό μαζί σου.
Ζερβουδάκης Προκόπης (Καμπανός Σελίνου Χανιά)
Ο νέος χρόνος που έφτασε, με τον παλιό μη μοιάζει
υγεία αγάπη και χαρές, εύχομαι να μοιράζει.
Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)
Αυτοί που κάναν τ' άδικο, βουνό να πορπατούνε
μια σπιθαμή συνείδησης, δεν έχουν να θαφτούνε.
Βοτζάκης Παύλος (Γεωργιούπολη Αποκορώνου Χανιά)
Η πεθυμιά εμήνυσε, τσ' αγάπης μου μαντάτο
στου νέου χρόνου την αρχή, θα κάμομε κινιάτο.
Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά))
Στα τάρταρα τα τρίσβαθα, ο πίβουλος να πχένει
κι ότι κακά μας έφερε, μαζί ντου να τα παίρνει
Αγγέλα (Ηράκλειο)
Εύχομαι η φετεινή χρονιά, της περσινής μην μοιάσει
υγεία , αγάπη και χαρά σε όλους να μοιράσει.
Χαλκιαδάκη Αλεξάνδρα (Ηράκλειο)
Καινούργιε χρόνε πάνω σου, όνειρα έχω χτίσει
και δε φοβήθηκα ιό κι αυτό που λένε κρίση.
Το νέο έτος εύχομαι, σε όλους σας να βρείτε
κάθε ονείρου το κλειδί, ν' ανοίξετε να μπείτε.
Καζά Μαρία (Χίος)
Εμπόδια μα και φραγμούς, βάζουν στον έρωτα μας
και μοιάζουν με ηφαίστειο, τ' αναστενάγματά μας.
Καμπουράκη Δαρμαμάνη Μαρία (Μέλαμπες Ρέθυμνο)
Αγώνα για ποιότητα, δύναμη και ευτυχία
να σε κρατούν τόσο ψηλά, στο τέρμα η υγεία
Ξεκαρδάκη Αντωνία (Μοίρες Ηράκλειο)
Μ' ένα τσιγάρο συντροφιά κι ένα καφέ στο χέρι
θυμούμαι απού μου 'λεγες, πως θα με κάμεις ταίρι.
Δρακάκη Ζωή (Ρέθυμνο)
'Ήθελα να γυρίζανε, τα χρόνια προς τα πίσω
να 'ρθεις ξανά στο σπίτι μας, να σε καλωσορίσω.
Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ασκύφου Σφακίων Χανιά)
Με τσι σιωπής το στεναγμό, ο πόνος μου απαλαίνει
γιατί δεν βρίχνω άθρωπο, να με καταλαβαίνει.
Κουτσάκη Χρυσούλα (Αντισκάρι Ηράκλειο)
Εγώ για το χατίρι σου, σε μια κορφή ν- απάνω
μπορώ να ζω, να σ' αγαπώ, ίσαμε να ποθάνω.
Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)
Καινούργια ντέρτια τη καρδιά, έχουνε πχιάσει πάλι
και τηνε ντολαντίζουνε, στη φόρα να τα βγάλει.
Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)
Τα μου 'χεις στο τεφτέρι σου, τ' ανέμου τα ξορίζω
κι όσο βαστά το λάδι μου. μοίρα θα σ' ορίζω.
Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)
Αγκάλιασε με, φίλα με, γέλα μου, δως μου χάδι
καινούργιε χρόνε σου ζητώ, ετούτανα ομάδι.
Καλλιτσουνάκη Αθανασία (Ρέθυμνο)
Καινούριε χρόνε νιώσε μας κι άκουσε την ευχή μας
στην καθημερινότητα, γύρισε τη ζωή μας .
Σγουράκης Βασίλης (Παλαιά Ρούματα Χανιά)
Σε λίγα δευτερόλεπτα, σβην' η ζωή τ΄ αθρώπου
κι εσύ κοιτάς το μερτικό, και την τιμή του κόπου.
Μποτωνάκης Κώστας (Χανιά)
Μόνο το Χάρο ορέγομαι, απ' ούλους τσι φονιάδες
για δε πουλήθηκε ποτέ, στω πλούσιω, τσι παράδες.
Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθυμνο)
Ξημέρωσε Πρωτοχρονιά, με σκοτεινό το σπίτι
γιατί η θυγατέρα μου, πάλι θωρρώ να λείπει.
Για μένα αποσκοτείνιασε στις 23 τ' Οκτώβρη
που έφυγες απ' τη ζωή μονάκριβή μου κόρη.
Στεφανάκης Μιχάλης (Γάλλου Ρέθυμνο)
Θερμές ευχές από καρδιάς, για τούτονε το έτος
ν' αναντρανίσουμ' όλοι μας ν' αντέξουμε και φέτος.
Ο χρόνος απού μπήκενε , να φέρει ευτυχία
για να εκλείψει απ' τη ζωή, πόνος και δυστυχία.
Γαριπαντώνης ( Νίβρυτος Ζαρός Ηράκλειο)
Ο νέος χρόνος εύχομαι, μόνο υγειά να φέρνει
κι ο νεογέννητος Χριστός. στο σπίτι σας να μπαίνει.
Ο νέος χρόνος εύχομαι, απ' όπου θα περάσει
μόνο αγάπη και χαρά, στον κόσμο να μοιράσει.
Σηφάκης Γιώργης -Σιμισακογιώργης (Ρέθυμνο)
Καινούργιε χρόνε φύτεψε, δεντρά χαράς στση στράτες
να μεγαλώσουν και καρπούς, να δίνουν στους διαβάτες.
Καλλέργης Κωστής Κ.Ι.Γ.Κ (Λούτρα Ρέθυμνο)
Δεν θέλω την Πρωτοχρονιά, δώρα κι ευχές που λένε
σ' ανθρώπους να τα πέψετε, που μέρα νύχτα κλαίνε.
Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)
Παρακαλώ σε, χρόνε νιέ, στση γης το γ-κάθα τόπο
διασκόρπισε μόνο χαρές, στη ζήση τω ν-αθρώπω.
Πολλά δεινά τως έφερε, ετούτος σας ο χρόνος
κάμε ντως απ' τση καρδιές, να φύγει ντως ο πόνος.
Μαριόλος Νίκος (Περιβόλια Ρέθυμνο)
Τα δάκρυα πληθιάνανε και λειώσανε τα χιόνια
τα βράχια με προφύλαξαν και μου 'δειξαν συμπόνια.
Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθυμνο)
Πολλές ευχές τη σκέψη μου, κι αγάπη τη φορτώνω
και σου τση μ-πέμπω με χαρά ,για τον καινούργιο χρόνο.
'Αη Βασίλης ντύνομαι, τα δώρα μου σου φέρνω
γιατί θέλω τση πόνους σου, χαρές να στση γιαγιέρνω.
Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθυμνο)
Χρόνε μου και να κάτεχα, το διάβα σου τι θα ΄χει
καθημερνώς στη ζήση μας ,θα στέλνεις και μια μάχη;
Χρόνε την πίτα μοίρασε, για μια φορά δικαίως
κι οι πονεμένοι να χαρούν, θαρρώ πως έχεις χρέος.
Καλή χρονιά σε όλους!!!
Το επόμενο μας θέμα θα είναι μια ρίμα μέχρι 4 μαντινάδες της επιλογής σας.
Τηλέφωνο επικοινωνίας 6981572714.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΡΑ
Τα κοπελάκια του χωριού είχανε μεγάλες ετοιμασίες για τα κάλαντρα....
Τα κάλαντρα ήτανε ένα έθιμο όπως σε όλα τα χωριά της Κρήτης, παραμονή και ανήμερα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς
και των Φώτων. Τα λέγανε, τα κοπέλια μα τα λέγανε και οι μεγαλύτεροι. Στα κοπέλια για πληρωμή δίνανε, καλολοίδια,
μα στους μεγαλύτερους κούπες το κρασί και τις τσικουδιές και μέσα σε λίγες ώρες ήτανε όλοι μεθυσμένοι.
Το ομορφότερο όμως απ' όλα ήταν για τα κάλαντρα, των Φώτων, αφού το χωριό, ήταν ορεινό, ρίχνανε το σταυρό στη στέρνα, που ήτανε ρηχή, ευτυχώς, γιατί δεν ξέρανε να κολυμπούν και συνοριζόταν το σταυρό σαν τους κοκκόρους στη μέση της στέρνας.
Μια χρονιά αρχίσανε τα κατσουνίδια και είδανε και πάθανε να τους ξεχωρίσουν...
Αυτά λέγανε τα κοπέλια και γελούσανε, που οι μεγάλοι καμμιά φορά γινότανε μικρότεροι στα μυαλά και από εκείνα...
Όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα αυτές τις ημέρες, μόνο ο Χρήστος, ο εγγονός του Αποστολογιάννη, ήταν μέσα στο παράπονο.
Δυο χρονών ήταν, σαν οι γονείς του αποφάσισαν να φύγουν για τη Γερμανία και άφησαν το μικρό Χρηστάκη, στους παππούδες.
Από τότε δεν είχαν φύγει για την ξενιτειά, έστελναν γράμματα και λεφτά για το μικρό, όμως αυτό δεν έφτανε.
Είχε και μια αδελφούλα που την είχαν πάει στους άλλους παππούδες στην άλλη μεριά της Κρήτης και ο Χρηστάκης τη γνώριζε μόνο από μια φωτογραφία.
Τώρα ήταν δέκα χρονών και κάθε χρόνο στις γιορτές είχε μια εικόνα στο μυαλό του...Τους γονείς του να ανηφορίζουν, το χωματόδρομο
κρατώντας από το χεράκι τη μικρότερη αδελφή του...Φέτος το είχε πάρει απόφαση, πάλι δε θα έρθουν, γι' αυτό θα τραγουδούσε
τα κάλαντρα με τους φίλους του και θα γελούσε....πολύ θα γελούσε...
Όταν μαζευόταν οι θείοι και οι θείες του στο σπίτι του παππού και ήταν μαζί με τα παιδιά τους, που τα χάιδευαν και τα χόρευαν
στα πόδια τους, ο Χρηστάκης κοίταζε με τα μεγάλα παραπονιάρικα πράσινα ματάκια του και ίσως να έπαιρνε και αυτός κανένα
χάδι που τους περίσσευε..
Μόνο η γιαγιά του, έβλεπε και ένοιωθε το παράπονο του, τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και τα δάκρυα της έβρεχαν τα σγουρά του μαλλάκια.
Μεσημέριασε και ακόμα να ξεκινήσουν, περίμεναν το γιο του Λυρατζογιάννη, έπαιζε λύρα γι' αυτό και το Λυρατζογιάννης.
Είχε διδάξει την τέχνη στο γιό του, αλλά και σε άλλα δυο κοπέλια που το είχανε στο αίμα τους και τα βραδάκια στην πλατεία του χωριού λυρομπαντουρίζανε τα μικρά και περνούσε η ώρα τους.
Όταν έφτασε ο Μιχαλιός με τη λύρα, ο μεγαλύτερος της παρέας, περίπου στα δεκαεφτά, όλοι οι άλλοι είχαν μαζευτεί και τον περίμεναν.
Φορούσαν τα βουργιάλια τους στην πλάτη, για να βάζουν την ''αμοιβή'' από τα κάλαντρα και ξεκίνησαν.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα, να μπούνε μέσα οι ''καλαντράδες'',και τα κεράσματα ήτανε, καρύδια, ξερά σύκα, σταφίδες, παξιμάδια, ξεροτήγανα και το κάθε είδος είχε και το δικό του βουργιάλι. Τσιμπούσανε και κανένα μεζεδάκι, αν είχε περισσέψει από τους μεγάλους
και μέχρι να βραδιάσει την είχανε κάνει ''ταράτσα''.
Μέχρι να τελειώσουν τα κάλαντρα, τα βουργιάλια είχαν γεμίσει και τους έκοβαν στους ώμους.
Μαζεύτηκαν στο σπίτι του Μιχάλη, τα άδειασαν πάνω στο τραπέζι και άρχισαν να ξεχωρίζουν...
Αυτά για την κερά Κατίκω, αυτά και τον μπάρμπα Γιάννη, αυτά για τα ορφανά...
Όλη η ''πραμάθεια'' τους κάθε χρόνο την παραμονή Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων, τη μοιράζανε στους χωριανούς
τους που ήταν ανύμποροι και ότι έβγαζαν την ημέρα των γιορτών τα μοιραζόταν μεταξύ τους.
Συνεννοήθηκαν και βγήκαν να μοιράσουν τα δώρα τους σαν καλοί Άη Βασίληδες...
-Να έχεις την ευκή μου, κοπέλι μου και γλήγορα να ανταμώσεις τσι γονέους σου και τη ν-αδερφή σου, είπε η κερά Κατίκω, στο Χρηστάκη...
-Ευχαριστώ θεία Κατίκω, θα νε 'ρθω αύριο, να σου φέρω τη κρομμύδα για το καλό τση χρονιάς...
-Επαέ θα 'μαι Χρηστουλιό μου...
Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε πρωί πρωί, φορτώσανε το γάιδαρο του Αποστολογιάννη, με της κρομμύδες που είχανε ξεπατώσει από τα χωράφια, μετρημένες να φτάνουν για όλα τα σπίτια, βάλανε και τα βουργιάλια και ξεκινήσανε...
Μοιράσαν τις κρομμύδες είχαν γεμίσει πάλι τα βουργιάλια τους με κεράματα και γύρισαν στα σπίτια τους, χαρούμενοι.
Ο Χρήστος πήρε την κρομμύδα που είχε φυλάξει, να την πάει στην κερά Κατίκω.
-Και του χρόνου θειά...
-Ο Θιός να σε βλέπει κοπέλι μου...κάτσε να σε τρατάρω...
-Πάω θειά να δω μπα να με θέλει πράμα η γιαγιά μου...και θα 'ρθω άλλη ώρα...
Κοντόφτανε στο σπίτι της γιαγιά τους ο Χρήστος. Μα ποιοι είναι αυτοί που ανηφορίζουν από το χωματόδρομο;
Ένας άντρας και μια γυναίκα και στη μέση ένα κοριτσάκι που το κρατούσαν από το χεράκι...
Δεν ήξερε αν ήταν το όνειρο του, η αν ήταν αλήθεια, αυτό που έβλεπε...η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, έτοιμη να σπάσει...
Κι' όμως όλο και πλησίαζαν και ήταν οι γονείς του, όπως στη φωτογραφία, ίδιοι...και η αδερφούλα του, η αδερφούλα του...
-Ρηνιώ, Ρηνιώ, φώναζε ο Χρηστάκης καθώς έτρεχε κλαίγοντας, Ρηνιώ αδερφούλα μου...
Το κοριτσάκι τράβηξε τα χεράκια, από τους γονείς της και άρχισε να τρέχει και αυτό προς το μικρό αγόρι.
Έπεφτε και σηκωνόταν η μικρούλα, μέχρι να βρεθεί στην αγκαλιά του αδερφού που δεν γνώριζε και όμως τον ήξερε...
Τέσσερις ανθρώπους αγκαλιασμένους, να κλαίνε από χαρά, είδαν οι χωριανοί στη μέση της πλατείας και δάκρυα χαράς, έτρεξαν και στα δικά τους μάτια...
Καλή χρονιά φίλοι μου με υγεία και ζωντανές ελπίδες!!!!!!!!!!!