ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Γιασεμίν Οζέκ: «Μπορούμε να ζούμε οι δύο χώρες με ειρήνη, σεβασμό και αγάπη!»

0

Η Γιασεμίν Οζέκ είναι Τουρκάλα συγγραφέας και σεναριογράφος. Βρέθηκε στο Ρέθυμνο την εβδομάδα που πέρασε για να δώσει διάλεξη στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Συγκεκριμένα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της «Δέσποινα Μάτια μου» στα ελληνικά, παρευρέθηκε στο μάθημα της καθηγήτριας του τμήματος φιλολογίας κ. Αγγέλας Καστρινάκη, όπου μίλησαν για την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μέσα από την λογοτεχνία και την ματιά των ανθρώπων και από τις δύο πλευρές της θάλασσας που έζησαν τα γεγονότα των χρόνων εκείνων.

Η Γιασεμίν Οζέκ είναι εγγονή ανταλλαγέντων από την Θεσσαλονίκη και γεννήθηκε το 1980 στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε το 2000 από το Tμήμα Ραδιoφώνου-Τηλεόρασης και Κινηματογράφου του Akademi İstanbul. Επί τέσσερα χρόνια εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρείες. Έγραψε επίσης το σενάριο διαφόρων τηλεοπτικών σειρών. Το 2011 ήταν υπεύθυνη για τον συντονισμό παραγωγής του ντοκιμαντέρ Αναμονή (Beklemek), που έλαβε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ της τουρκικής ραδιοτηλεόρασης και τα γυρίσματα του οποίου πραγματοποιήθηκαν στο Ερτζίς μετά τον σεισμό του Βαν. Το 2014 έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά της, το Δέσποινα, μάτια μου (Çınar Yayınları, 2017). Ακολούθησε το μυθιστόρημα Η Αγγελική και ο Μεχμέτ (Çınar Yayınları, 2020). Ζει στην Κωνσταντινούπολη και επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα. Επίσης μιλά πολύ καλά ελληνικά καθώς παρακολουθεί σχετικά μαθήματα. Το βιβλίο της «Δέσποινα, μάτια μου», κυκλοφόρησε φέτος στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση του Σπύρου Χατζηαναστασίου.

Στην συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για όσα η έρευνα της έχει δείξει από την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1023 και βεβαίως παρουσιάζει το βιβλίο της που κάνει μεγάλη επιτυχία και στην χώρα μας.

«Δέσποινα μάτια μου». Τι σας ώθησε να γράψετε ένα μυθιστόρημα με αντικείμενο την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας του 1923;

Η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν από την Θεσσαλονίκη. Αυτή και η οικογένεια της υποχρεώθηκαν, όπως έγινε τότε για δύο εκατομμύρια ανθρώπους και από τις δύο χώρες, να φύγουν από την πατρίδα τους και να γίνουν πρόσφυγες. Εμένα πάντα με ενδιαφέρουν οι ιστορίες των ανθρώπων αυτών. Διότι για αυτούς ήταν κρίμα αυτό που έγινε τότε. Έζησαν πολλές και δύσκολες στιγμές. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι πρόγονοι μας και βίωσαν πολύ δύσκολες καταστάσεις και στις δύο πλευρές της θάλασσας. Για μένα δεν έχει σημασία αν ήταν έλληνες ή τούρκοι. Για μένα έχει σημασία αυτό που έζησαν. Δυστυχώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω αλλά μπορούμε να τους θυμόμαστε. Τώρα λοιπόν, με την ευκαιρία των 100 ετών από την ανταλλαγή των πληθυσμών εγώ ήθελα να κάνω κάτι για την μνήμη των ανθρώπων και στις δύο όχθες. Το βιβλίο μου εκδόθηκε το 2017 στην Τουρκία και ήταν όνειρο μου να εκδοθεί και στην Ελλάδα. Αυτό έγινε φέτος και είμαι πολύ χαρούμενη.

Είστε εγγονή ανταλλαγέντων από την Θεσσαλονίκη. Τι μνήμες σας έχουν μεταφερθεί από εκείνη την περίοδο; Γενικότερα τι γνωρίζετε για τα συναισθήματα των ανθρώπων που έφυγαν από τις εστίες τους στην Ελλάδα και μεταφέρθηκαν στην χώρα σας;

Η γιαγιά μου και η οικογένεια της είχαν μεγάλο σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Μετά από ένα μακρύ ταξίδι έφτασαν στην Σαμψούντα. Τους πήγαν σε ένα χώρο και τους έδειξαν ένα τραπέζι με πολλά κλειδιά επάνω. Ήταν τα κλειδιά των σπιτιών των ελλήνων που έφυγαν από εκεί. Έπρεπε να διαλέξουν ένα για να πάνε να κατοικήσουν. Σκεφτείτε πόσο κρίμα ήταν αυτό. Πόσες οικογένειες έφυγαν από τα σπίτια τους και πόσο άσχημο ήταν που θα έπρεπε άλλοι να μπουν και να κατοικήσουν στα σπίτια αυτά. Έτσι έγινε και στις δύο χώρες. Η δική μου οικογένεια διάλεξε να μείνει στο πιο μικρό σπίτι που βρήκαν γιατί δεν ήθελαν να πάνε σε ένα μεγάλο σπίτι αφού δεν ήξεραν ποιο θα ήταν το μέλλον τους, πως θα δούλευαν και πως θα έβγαζαν το ψωμί τους. Αυτή και μόνο η διαδικασία δείχνει πόσο δύσκολο ήταν για όλους. Πρέπει, όμως, να επισημάνω, ότι για αυτούς που έφυγαν από την Τουρκία και ήρθαν στην Ελλάδα, οι καταστάσεις ήταν πιο δύσκολες. Διότι από την Ελλάδα έφυγαν 500.000 τούρκοι και πήγαν στην Τουρκία ενώ από την Τουρκία έφυγαν 1,5 εκατομμύριο έλληνες και πήγαν στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα δεν βρήκαν όσα σπίτια και όσα χωράφια βρήκαν οι πρόσφυγες που πήγαν στην Τουρκία.

Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που ήρθαν από την Τουρκία πέρασαν πολύ δύσκολα την πρώτη περίοδο μέχρι να γίνουν γνωστοί και να τους αποδεχθούν οι τοπικές κοινωνίες. Στην χώρα σας υπήρξαν αντίστοιχα φαινόμενα; Τι γνωρίζετε για εκείνη την περίοδο;

Έκανα έρευνα και διαπίστωσα το μέγεθος του ρατσισμού που έζησαν οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές. Ωστόσο, από τις μνήμες που περιγράφονται, στην Ελλάδα οι πρόσφυγες έζησαν πιο δύσκολες καταστάσεις διότι ήταν τριπλάσιος αριθμός από αυτόν που έφυγε για την Τουρκία. Αλλά σκεφτείτε και τα συναισθήματα που είχαν όλοι ανεξαρτήτως που μετακινήθηκαν από τις εστίες τους για να πάνε σε άλλη χώρα. Τα συναισθήματα δεν έχουν χώρα, πατρίδα, γλώσσα ή ταυτότητα. Οι πρόσφυγες και των δύο χωρών είχαν νοσταλγία και λαχτάρα για ό,τι άφησαν πίσω τους. Θυμάμαι από την γιαγιά μου πως ήταν πάντα με μελαγχολία. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, πως πολλές φορές ξέφευγε της γιαγιάς και μιλούσε στα ελληνικά. Εγώ δεν ήξερα καν τι γλώσσα ήταν αυτή γιατί ήμουν μικρή και δεν τα γνώριζα όλα αυτά και την ρωτούσα «Τί είπες γιαγιά; Τί γλώσσα είναι αυτή;» Εκείνη αμέσως έλεγε την ίδια φράση στα τούρκικα και θυμωμένη απαντούσε «Τίποτα άλλο δεν είπα. Μιλώ μόνο Τούρκικα». Αυτό γινόταν γιατί φοβόταν μήπως την ακούσει κάποιος που μιλούσε ελληνικά. Αυτό το κατάλαβα όταν μεγάλωσα. Δεν ήθελε να καταλάβουν πως μιλά ελληνικά γιατί φοβόταν τα χρόνια εκείνα, που ήταν δύσκολα με πολύ φόβο και θυμό. Αυτό το περιστατικό το έβαλα στο βιβλίο μου για να δείξω τις καταστάσεις φόβου που επικρατούσαν.

Εσείς αισθάνεστε να έχετε ρίζα ελληνική; Ποια είναι η γνώμη σας για την Ελλάδα;

Και βέβαια νιώθω πως έχω ρίζα ελληνική. Εγώ όταν ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα δεν ήξερα κανένα και δεν με γνώριζε κανένας και ήξερα μόνο κάποιες βασικές λέξεις. Αισθάνθηκα όμως από την αρχή σαν να ήμουν στο σπίτι μου. Και έτσι βλέπω την Ελλάδα. Σαν το δεύτερο σπίτι μου. Ερχόμουν παλιά μόνο για διακοπές και τώρα είμαι πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι στην Ελλάδα για να παρουσιάζω το βιβλίο μου. Είναι μεγάλη η τιμή μου και δεν μπορώ βρω μια λέξη για να περιγράψω την χαρά μου που έχω έρθει πιο κοντά με τους έλληνες. Αγαπώ την κουλτούρα σας, λατρεύω την γλώσσα σας και τα φαγητά σας και θεωρώ πως η φιλοξενία σας είναι πραγματικά καταπληκτική.

Στην Ελλάδα οι μικρασιάτες μετέφεραν ήθη και έθιμα, τα οποία σήμερα προσπαθούν οι απόγονοι τους να τα κρατήσουν ζωντανά μέσα από συλλόγους και πολλές εκδηλώσεις και εκδόσεις. Σε σας συμβαίνει κάτι αντίστοιχο;

Βεβαίως υπάρχουν σύλλογοι στην Τουρκία όπως και εδώ και μάλιστα σε όλη την χώρα όπου μετακινήθηκαν οι πρόσφυγες τότε. Κάνουν πολλές εκδηλώσεις, κυρίως βραδιές με πίτες και φαγητά από την Ελλάδα, μαθαίνουν ελληνικά, κάνουν ταξίδια στην Ελλάδα, επικοινωνούν με τους αντίστοιχους συλλόγους στην Ελλάδα, κάνουν ανταλλαγές επισκέψεων, ψάχνουν και βρίσκουν τα σπίτια των προγόνων τους όπου υπάρχουν και γενικότερα διατηρούν τις μνήμες τους. Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου στην Τουρκία έγινε μια τέτοια ημέρα μνήμης και είχαν έρθει έλληνες από την Ελλάδα. Επίσης κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου γίνεται εκδήλωση μνήμης με ομιλίες, ποιήματα, τιμητικές εκδηλώσεις, ρίχνουν λουλούδια στην θάλασσα και δείχνουν τον σεβασμό τους στην μνήμη των ανθρώπων εκείνων και στα όσα πέρασαν και στις δύο χώρες.

Στο μυθιστόρημα σας στην οικογένεια που πρωταγωνιστεί ο πατέρας είναι τούρκος μουσουλμάνος και η μάνα ελληνίδα χριστιανή. Γιατί και πώς μπορούν και συμβιώσουν σε μια οικογένεια αυτοί οι άνθρωποι; Τι θέλατε να δείξετε;

Ήθελα να δείξω ότι μπορείς να βρεις ένα δρόμο συμβίωσης. Αν ο ένας κοιτάζει τον άλλο με αγάπη και σεβασμό δεν είναι αδύνατον να ζουν μαζί. Αυτή η οικογένεια μπορούσε να το κάνει αυτό. Εγώ δεν ήθελα να εξηγήσω τους λόγους της ανταλλαγής γιατί ξέρω πως υπήρχαν άνθρωποι με πολύ μίσος και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Ήθελα να δείξω πως υπήρχαν και άλλοι, δηλαδή, μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι χριστιανοί που μπορούσαν να ζουν αρμονικά. Ήθελα επίσης να εξηγήσω όλο αυτό το πράγμα με το βλέμμα ενός παιδιού που πάντα ρωτάει με ειλικρίνεια και λέει την αλήθεια με παιδική αγνότητα. Έτσι έβαλα μια μικτή οικογένεια με ένα 7χρονο αγόρι, τον επτάχρονος Εμίν Αλί, που βλέπει και παρατηρεί. Το παιδί δυσκολεύεται να καταλάβει ό,τι έγινε με την ανταλλαγή των πληθυσμών αλλά έβλεπε πως οι δύο θρησκείες μπορεί να μην χώρεσαν στην ίδια πατρίδα και στην ίδια γλώσσα, όμως στο σπίτι τους μέσα χώρεσαν και μάλιστα κοιμόταν στο ίδιο μαξιλάρι. Στο βιβλίο μου λοιπόν έβαλα την συνύπαρξη των δύο κουλτούρων και θρησκειών. Επέλεξα όμως ως μεγάλη γιορτή του σπιτιού να βάλω το Χριστιανικό Πάσχα και όχι το μουσουλμανικό Μπαϊράμι γιατί ήθελα και να μεταφέρω αυτά που είχα μάθει από την χριστιανή γιαγιά μου αλλά και την μαμή του μπαμπά του βιβλίου που επίσης την παρουσιάζω χριστιανή.

Γενικότερα ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να στείλετε μέσα από το βιβλίο σας στους αναγνώστες σας;

Οι Τούρκοι σήμερα έρχονται για διακοπές στην Ελλάδα, ακούν ελληνική μουσική και τρώνε ελληνικά φαγητά. Όταν συναντούνται με έλληνες, συζητούν και βλέπουν πόσα κοινά έχουν μεταξύ τους. Ανταλλάχθηκαν δύο εκατομμύρια άνθρωποι μεταξύ των δύο χωρών και είναι λογικό να μας έχουν μείνει κοινές μνήμες, κοινές κουλτούρες, έθιμα και δεσμοί που συνεχίζονται. Για αιώνες είχαμε ζήσει μαζί και έχουμε από αυτό μια μεγάλη κληρονομιά.

Σας είπα στην αρχή πως η γιαγιά μου κάποτε φοβόταν να μιλήσει ελληνικά μέσα στην Τουρκία. Εγώ σήμερα ως Τουρκάλα μαθαίνω και μιλώ ελληνικά, έρχομαι συνέχεια εδώ και έχω φίλους έλληνες. Αντίστοιχα συμβαίνει και με πολλούς έλληνες. Αυτό δείχνει πως είναι αδύνατον να κόψουμε τους δεσμούς μας. Το μήνυμα μου είναι, λοιπόν, ότι ναι έγινε πόλεμος και ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε αυτά που μας ενώνουν και έτσι να μπορούμε να ζούμε οι δύο χώρες με ειρήνη, σεβασμό και αγάπη.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ