Καταστάσεις πολλαπλών κρίσεων και αβεβαιότητας αντιμετωπίζει η αγορά του Ρεθύμνου. Η τοπική οικονομία, όσο και αν συγκρατείται λόγω τουρισμού, ταλανίζεται από τα συνεχή και ασυγκράτητα κύματα ακρίβειας που συρρικνώνουν το καταναλωτικό ενδιαφέρον και οδηγούν πολλές επιχειρήσεις και καταστήματα σε λουκέτο.
Την ανησυχία του για την κρίσιμη κατάσταση του εμπορικού και επιχειρηματικού κόσμου του Ρεθύμνου, εξέφρασε μιλώντας στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» ο Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου κ. Μανώλης Ψαρουδάκης, ο οποίος είναι και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
«όσο καλά και να πηγαίνει η τουριστική περίοδος με το λειτουργικό κόστος που έχουμε και με την οικονομική δυνατότητα των ντόπιων καταναλωτών το υπόλοιπο διάστημα δεν είναι δυνατόν να αντέξουν αρκετές επιχειρήσεις» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μανώλης Ψαρουδάκης στην εφημερίδα μας, προσδιορίζοντας έτσι την σοβαρότητα της κατάστασης.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
«Τα καταστήματα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους» είπε χωρίς περιστροφές ο Μανώλης Ψαρουδάκης, όταν ερωτήθηκε για το πώς έχει η κατάσταση που επικρατεί στο εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο του Ρεθύμνου μέσα στο όλο κλίμα της ακρίβειας που επικρατεί, ερωτηθείς παράλληλα, για το πόσο έχει επηρεάσει την κατανάλωση και αντίστοιχα τους τζίρους των καταστημάτων και των επιχειρηματιών.
Για το θέμα αυτό ο Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου είπε τα εξής: «Η αγορά και οι εμπορικές επιχειρήσεις δέχονται, μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, τις επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι η πανδημία του COVID-19 συμπίεσε σημαντικά τις επιδόσεις της οικονομίας της Κρήτης, με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία να μειώνεται κατά 13,4% το διάστημα 2019-2020 και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 14,5%. Παράλληλα, ο υψηλός πληθωρισμός, οι αυξήσεις σε βασικές κατηγορίες αγαθών, όπως τα τρόφιμα, τα καύσιμα, οι επικοινωνίες, η ενέργεια, τα ενοίκια συρρικνώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και εξωθεί τους καταναλωτές σε μείωση των δαπανών σε άλλες κατηγορίες αγαθών, που δεν είναι τόσοι αναγκαία για την καθημερινότητα τους (ένδυση-υπόδηση, ηλεκτρικός εξοπλισμός κ.α.). Οι αυξήσεις των υλικών της οικοδομής και των επιτοκίων αναστέλλουν επενδύσεις – ανακαινίσεις κυρίως στον τουρισμό στην περιοχή μας. Στη βάση αυτή, οι επιδράσεις της ακρίβειας είναι ιδιαίτερα έντονες ενισχύοντας, πέραν όλων των άλλων, και τις ανισότητες μεταξύ των εμπορικών επιχειρήσεων. Αναμφίβολα, η τουριστική κίνηση συνέβαλε στη συγκράτηση των επιπτώσεων στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων αλλά η πίεση που δέχεται η εγχώρια κατανάλωση φαίνεται πως δημιουργεί σειρά προβλημάτων σε έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους».
Η ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΑΣΤΟΧΙΕΣ
Για μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση έκανε λόγο ο κ. Ψαρουδάκης. Σκιαγραφώντας την πορεία των πραγμάτων και αναλύοντας τα δεδομένα, στοιχειοθέτησε την απόψη του, λέγοντας, ότι «Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ ήδη από το 2022 έκανε λόγω για την «τριπλή παγίδα» των εμπορικών επιχειρήσεων σύμφωνα με την οποία, το 53% δήλωσε μείωση των πωλήσεων το 2022 σε σχέση με το 2021, το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 24,2% το 2022 σε σχέση με το 2021 ενώ ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ έχει το 28% των επιχειρήσεων σε σχέση με το 23% το 2021. Οι μειωμένες πωλήσεις, η αύξηση του λειτουργικού κόστους και η αστάθεια του ιδιωτικού χρέους αποτελούν συνθήκες που επιτείνουν την αβεβαιότητα στον κλάδο. Στην Κρήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, οι κυριότερες προκλήσεις δεν είναι ο ψηφιακός και ο πράσινος μετασχηματισμός, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά οι οικονομικές υποχρεώσεις, η διαχείριση των ανατιμήσεων και η ρευστότητα».
Ο ίδιος έκανε λόγο για κυβερνητικές αστοχίες, λέγοντας: «Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η αντιμετώπιση της ακρίβειας εκ μέρους της κυβέρνησης δεν έχει προσφέρει τα αποτελέσματα που θα θέλαμε και θα έπρεπε να έχει. Ερασιτεχνικές προσπάθειες καταδικασμένες σε αποτυχία είναι σαν να προσπαθούμε με αεροβόλο να ακινητοποιήσουμε τανκς κατά τη γνώμη μου. Στη βάση αυτή, οποιοδήποτε μέτρο στοχεύσει στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, σε ειδικές ομάδες προϊόντων (π.χ. τρόφιμα – καύσιμα) είναι αναγκαίο. Η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ όπως και το παρατηρητήριο της διαδρομής παραγωγής – τυποποίησης – ράφι, είναι μέτρα αναγκαία και ασφαλώς αποδοτικότερα. Στην ουσία έχουμε μία καρτελοποιημένη αγορά στο χώρο των σούπερ μάρκετ, των μεγάλων παραγωγών τυποποιημένων προϊόντων, τροφών αλλά και των δικτύων διανομής κάτι που δεν είναι ουδέτερο πολιτικά και ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπιστεί γιατί αποτελεί μέρος του πάζλ της Αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας μας, του τόπου μας, της ζωής μας».
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΥΚΕΤΑ
Ερωτηθείς ο έμπειρος του τοπικού εμπορίου και της επιχειρηματικότητας κ. Ψαρουδάκης για το τι εικόνα έχουμε για καταστήματα που ανοίγουν και καταστήματα που κλείνουν και πως εξηγείται η σχετική κατάσταση στο Ρέθυμνο, απάντησε, ότι «Η πίεση που περιγράψαμε παραπάνω είναι ενδεικτική των προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εμπορικές επιχειρήσεις. Η πιθανότητα διακοπής λειτουργίας ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων αυξάνεται λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοδότηση. Οι κυριότερες πηγές χρηματοδότησης παραμένουν οι λεγόμενες μη τυπικές μορφές δηλαδή τα κεφάλαια επιχείρησης, τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη και η βοήθεια από συγγενείς και φίλους. Θεωρώ ότι η βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση είναι αναγκαία συνθήκη για την αποφυγή μιας νέας γενιάς λουκέτων μετά την κρίση χρέους. Επίσης, αυξημένη πίεση στις επιχειρήσεις αναμένεται να ασκήσουν οι προβλέψεις του νέου νομοσχεδίου, για τα μέτρα για τον «περιορισμό της φοροδιαφυγής», το οποίο αναμένεται να προσθέσει, άδικα, πρόσθετο βάρος σε έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που ήδη αντιμετωπίζει τα προβλήματα και του ιδιωτικού χρέους.
Σε ότι αφορά τη μικρή εικόνα της αγοράς μας, στην οδό Αρκαδίου έχουμε επτά καταστήματα άδεια, δύο επιχειρήσεις αναζητούν αγοραστές κι αυτό μόλις τελείωσε η τουριστική περίοδος. Κατά τη γνώμη μου όσο καλά και να πηγαίνει η τουριστική περίοδος με το λειτουργικό κόστος που έχουμε και με την οικονομική δυνατότητα των ντόπιων καταναλωτών το υπόλοιπο διάστημα δεν είναι δυνατόν να αντέξουν αρκετές επιχειρήσεις».