Η βυζαντινή κουζίνα με κυρίαρχο στοιχείο την Ελληνική κουλτούρα είχε ευρέως εξαπλωθεί στην Ελληνική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα επηρεάζοντας και πολλούς από τους πλησιόχωρους πολιτισμούς και λαούς , όπως οι Άραβες, Σύριους, Λατίνους, Αρμένιους, ακόμη και Σλάβους, που ερχόταν σε επαφή με τους Βυζαντινούς.
Το βυζαντινό τραπέζι και διατροφή γενικότερα των πλουσίων, αλλά ακόμη και των φτωχότερων διακρινόταν για την ποικιλία και την φαντασία του. Ιδιαίτερα των Βυζαντινών αριστοκρατών και του παλατιού που ήταν πλουσιοπάροχα, ποικίλα και με αρκετά καρυκεύματα η δε παρασκευή τους ήταν πολύ επιμελημένη και οργανωμένη.
Ο κάθε μάγειρας ήταν πλαισιωμένος από ένα ολόκληρο επιτελείο παραμαγείρων και βοηθών που συμπαραστέκονταν καθ όλη την διάρκεια της προπαρασκευής και παρασκευής των γευμάτων.
Το σερβίρισμα αποτελούσε μια λεπτή και επιμελημένη διαδικασία.
Τα κύρια γεύματα της μέσης βυζαντινής οικογένειας ήταν τέσσερα, το πρωινό κοινώς πρόγευμα, το κυρίως γεύμα το μεσημεριανό, το μεταμεσημβρινό το κοινώς δειλινό και το δείπνο κοινώς εσπερινό.
Εκτός όμως από τα παραπάνω κύρια γεύματα, υπήρχε και το <<βουκάρατο>>, που ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και το οποίο επαναλάμβαναν καμιά φορά και το δειλινό, πριν την δύση του ήλιου.
Στους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνήθιζαν να τρώνε ανακεκλιμένοι, σύμφωνα με μια συνήθεια που επιβίωσε από την αρχαιότητα, καθώς την εποχή αυτή το να τρως καθιστός αποτελούσε ένδειξη χαμηλής καταγωγής, καθώς συνηθιζόταν μόνο σε ταβέρνες και καπηλειά.
Αργότερα ωστόσο και κυρίως μετά τον 9ο αιώνα η συνήθεια του να τρως καθιστός καθιερώθηκε για όλες τις κοινωνικές τάξεις, έχοντας και την αποδοχή και της εκκλησίας.
Το τραπέζι ήταν κατά κανόνα ξύλινο και ονομαζόταν τραπέζιν ή τάβλα.
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν χρησιμοποιώντας συνήθως τα χέρια τους, αφού το πιρούνι ήταν άγνωστο μέχρι τον 10ο αιώνα και η χρήση του περιορισμένη στους επόμενους αιώνες, χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Τα επιτραπέζια σκεύη, πινάκια, σκουτέλια(πιάτα), γαβάθες, ποτήρια, καύκοι ή σκυφιά (βαθιά κύπελα κυρίως για κρασί), ήταν κυρίως πήλινα και γυάλινα, μόνο οι πιο εύποροι είχαν στο τραπέζι τους πολύτιμα σκεύη, από μέταλλα ή λίθους.
Μέχρι τη μέση βυζαντινή περίοδο το φαγητό σερβιριζόταν στη μέση του τραπεζιού σε μεγάλα ανοικτά σκεύη, από τα οποία έτρωγαν όλοι οι συνδαιτυμόνες.
Η αδιαβροχοποίηση των πήλινων σκευών με τη τεχνική της εφυάλωσης μετά τον 7ο αιώνα, επέτρεψε την ένταξη υδαρών φαγητών στο διαιτολόγιο και τη συχνότερη χρήση ατομικών σκευών.
Αργότερα από τις αρχές του 13ου αιώνα περισσότερα σκεύη γίνονται μικρότερα, για εξατομικευμένη χρήση, σηματοδοτώντας και ανάλογες κοινωνικές αλλαγές.
Η αριστοκρατική τάξη της Κωνσταντινούπολης και των επαρχιών ήταν σε θέση να απολαμβάνει πλουσιοπάροχα γεύματα σε διακοσμημένους χώρους. Οι τοίχοι της τραπεζαρίας ήταν διακοσμημένοι με ζωγραφιές και το δάπεδο στρωμένο με εξεζητημένα μωσαϊκά. Η αίθουσα φωτιζότανε με μπρούτζινο ή επίχρυσο πολυέλαιο και λυχνίες λαδιού τοποθετημένες σε τετράποδα μανουάλια. Στο κέντρο της αίθουσας σένα μεγάλο ολοστρόγγυλο ξύλινο τραπέζι που δειπνούσαν τα μέλη της οικίας, μαζί με τους ευγενείς καλεσμένους.
Το τραπέζι καλυπτόταν πάντα από κεντητό και καθαρό τραπεζομάντιλο υφασμένο με εξαιρετικής ποιότητας κλωστή.
Υπήρχαν ξύλινες καρέκλες γύρω από το τραπέζι, καμιά φορά σκαλισμένες με έξοχες παραστάσεις, όπως αμπελόφυλλα, πουλιά κ.α.
Τα προσφερόμενα γεύματα ήταν εξεζητημένα, έξοχα μαγειρεμένα και εύγευστα φαγητά.
Αποτελούντο από ζεστά ψωμάκια, από την καλύτερη ποιότητα αλεύρων και μέσα σε πλεκτά καλαθάκια, με εξαίσιες σάλτσες, εκ των οποίων η πιο δημοφιλής ήταν ο γάρος και σερβιρίζονταν μέσα σε μικρά βαθουλωτά πιάτα, τα <<σαλτσάρια>> και τα <<γαράρια>>.
Ο γάρος ήταν μίγμα από νερό, κρασί, λάδι και ξύδι και με αυτόν περιέχυναν τα πιάτα με κρέας ή ψάρι για να νοστιμίσουν.
Για τα μπαχαρικά ιδιαίτερα το πιπέρι, οι Βυζαντινοί ήταν διατεθειμένοι για να το αποκτήσουν, να το πληρώσουν με μεγάλα ποσά, από τις εξωτικές αγορές της Μέσης Ανατολής.
Χρησιμοποιούσαν επίσης αρκετά και το αλάτι, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρυδο, την κανέλα, το κιννάμωμον αλλά και άλλα.
Όμως ο βασιλιάς του βυζαντινού τραπεζιού, ήταν τα μαύρα αυγά ψαριού, το σημερινό μαύρο χαβιάρι.
Τα αυγά επίσης και τα κατσικάκι, χοιρινά, κοτόπουλα, κυνήγια ήταν τα αγαπημένα εδέσματα των βυζαντινών αξιωματούχων, το γεύμα των οποίων ολοκληρωνόταν με γλυκά κατασκευασμένα με στρώματα μπισκότων, σκεπασμένα από μια πλούσια στρώση κρέμας, με μέλι και κομμάτια φρούτων (σταφύλια, αχλάδια, ρόδια, χουρμάδες) και ξηρούς καρπούς.
Οι φτωχότεροι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και των υπολοίπων επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν είχαν την δυνατότητα να απολαμβάνουν τόσο πλούσια γεύματα.
Τα κυριότερα είδη διατροφής των ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί
-ΨΩΜΊ
Σημειώνουμε ότι η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Ο καλύτερος και ακριβότερος άρτος ήταν ο καθαρός άρτος ή σεμίδαλις, παρασκευαζόμενος από καθαρό ψιλοκοσκινισμένο σιτάρι ή από σιμιγδάλι και ο υποδεέστερος τύπος ψωμιού το μεσοκάθαρον, ζυμωμένο από χαμηλής ποιότητας δημητριακά
-ΤΥΡΙΑ
Εκλεκτά τυριά θεωρούνταν το βλάχικο και το κρητικό, ενώ γνωστά ήταν ο ανθότυρος και μυζήθρα
Το κακής ποιότητας τυρί το ονόμαζαν <<ασβεστότυρο>>
Οι βυζαντινοί τηρούσαν με ευλάβεια τις μεγάλες περιόδους νηστείας που προβλέπει η εκκλησία και κατανάλωναν λαχανικά, όσπρια, άφθονα φρούτα
Μετά το 1204 και την κατάκτηση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους, οι διατροφικές συνήθειες φαίνεται να διαφοροποιούνται, τόσο από τις δυτικές επιρροές, όσο και από την οικονομική κρίση
Αξιοσημείωτο για την εποχή εκείνη είναι ότι το βυζαντινό κράτος επιτηρούσε τις διαδικασίες αγοραπωλησίας τροφίμων με μεθοδικότητα και αυστηρότητα.
Όριζε τις τιμές και ασκούσε συνεχείς υγειονομικούς και αγορανομικούς ελέγχους, για την εφαρμογή τους .
Από όλα τα παραπάνω και άλλα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, μπορούμε να εξάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα, ότι οι λαοί των βυζαντινών περιοχών και χρόνων, σε περιόδους ειρήνης, διατρέφονταν πολύ καλά.