ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σεργιάνι… του Νίκου Πολιουδάκη

0

Ο Α. έπιασε τη λύρα και ξεκίνησε τις δοξαριές. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, απέναντί του ο Ζ. άρπαξε το λαούτο του και άρχισε τον ακολουθεί. Δεν ήταν γλέντι, δεν ήταν γιορτή. Δεν ήταν κάποια χαρά, που «όπλισε» τους δυο νέους με τα μουσικά τους όργανά. Ούτε, πάντως, κάποιο κίνητρο -τουλάχιστον φανερό- θλίψης ήταν αυτό που τους έκανε να στηθούν αντίκρυ εκείνο το απόγευμα και να ξεκινήσουν να παίζουν…

Ο Ν. τους άκουσε μέσα από το σπίτι, διέκοψε τη δουλειά του και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Το άκουσμα όσο απλό ήταν, τόσο περίτεχνο και σοβαρό έμοιαζε. Ο καθαρός, αγνός, γνήσιος ήχος από το ζευγάρωμα λύρας-λαούτου θαρρούσες πως μαρτυρούσε ένα επιτόπιο γλέντι στη μέση του δρόμου. Ένας ήχος, που ένιωθες ότι σε καλούσε να συμμετέχεις, που σε τραβούσε, τουλάχιστον, να τον αφουγκραστείς. Οι κρητικοί συρτοί έδιναν κι έπαιρναν, με τη λύρα να δίνει το ρυθμό και το λαούτο να ακολουθεί με συνέπεια και ευλάβεια. Οι δυο ερασιτέχνες νέοι δεν τραγουδούσαν, λες και σέβονταν τον παραγόμενο ήχο, λες και δεν ήθελαν να του κλέψουν στο ελάχιστο κάτι από τη λεβεντιά του.

Ο Ν. πήγε κοντά τους να τους απολαύσει. Τους θαύμασε, ταξίδεψε για ένα λεπτό με τον κρητικό, αρχοντικό, αλλά πολύ μελαγχολικό κατά βάση ήχο, χαμήλωσε ξαφνικά το βλέμμα και άρχισε να κάνει ξανά βήματα προς το σπίτι. Ο Α. τον παραίνεσε να μείνει μαζί τους και να αρχίσει το τραγούδι, ώστε η μουσική τους να αποκτήσει περισσότερη ζωή και ο πόνος, ο πόθος, ο καημός, ο έρωτας, η νοσταλγία να εξωτερικευτούν και να ακουστούν με φωνή. Το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν ο Ν. αυτό, με τον Α. να τον συνοδεύει μουσικά...

Ο Ν. του έγνεψε ότι δε θα καθίσει μαζί τους. Δεν του έβγαινε λαλιά, ούτε ανάσα. Το στήθος του ξάφνου έγινε κόμπος. Δεν ήθελε να είναι εκεί. Η φυγή του ήταν η μόνη λύση, την ώρα που η λύρα και το λαούτο συνέχιζαν απτόητα το σεργιάνι τους. Ο ήχος όσο γλυκός και σκληρός, ταυτόχρονα, ήταν, τόσο του μαλάκωνε αρχικά και του τσάκιζε τελικά τη ζορισμένη ψυχή του. Τα νοερά λόγια, οι ανείπωτες μαντινάδες, το βουβό, τέλος πάντων, τραγούδι των δυο νεαρών του μαχαίρωναν την καρδιά, αργά και βασανιστικά, του στροβίλιζαν τη σκέψη, του σμπαράλιαζαν το μυαλό.

Τόση ιστορία και παράδοση, αλλά και διαχρονικός «πόνος» μαζεμένα σε μερικές χορδές, σε μερικά εκατοστά κατεργασμένου ξύλου, σε πένες και σε τρίχες αλόγου στο δοξάρι της «κλαίουσας», πλην βροντερής, λύρας του υπενθύμισαν πόσο τιποτένιος ήταν. Πόσο λίγος ήταν μπροστά στο όλο συναίσθημα που μπορούσε να αποδώσει ένα απρογραμμάτιστο μουσικό παίξιμο (δυο ερασιτεχνών οργανοπαικτών μάλιστα), πλήρες σεβασμού στη λεγόμενη παραδοσιακή κρητική μουσική, που τις ρίζες της έχει στον Κορνάρο και τις «εκβολές» της στο Ροδινό, το Μουντάκη, το Σκορδαλό, το Μανιά, τον εν ζωή Ψαραντώνη και τόσους άλλους. Και πόσο ανεκτίμητο είναι, για κάποιον που είναι Κρητικός, να τραγουδιέται ο πόνος, η αγάπη, το παράπονο, η επιθυμία…

Έτσι, ένιωσε ακατάλληλος να αναλάβει την «ευθύνη» των φωνητικών. Πρώτον, διότι ήθελε να σεβαστεί το σχεδόν αψεγάδιαστο νοερό, γεμάτο συναίσθημα, τραγούδι των δύο νέων και δεύτερον, γιατί αποφάσισε μέσα του, εκείνο το ένα μόλις λεπτό που τους άκουσε από κοντά, να ξανατραγουδήσει μόνο για τη χαρά, για την ελευθερία της ψυχής, για τη δικαίωση της καρδιάς, για τον εκπληρωμένο έρωτα, για την επουλωμένη πληγή…

Γύρισε σπίτι, και πριν ξεκινήσει ξανά δουλειά στον υπολογιστή, πήρε ένα κομμάτι χαρτί και έγραψε το εξής:

 

Μαράθηκα και δε μιλώ

ποθαίνω σα λουλούδι

μα ’χω ψυχή κι ανέ σωθεί

θ’ αρχίσω το τραγούδι

 

Δίπλωσε το χαρτάκι και το φύλαξε ανάμεσα σε κάποια βιβλία του. Στήθηκε μπροστά στον υπολογιστή, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Ο πόνος, ο πόθος, ο καημός, ο έρωτας, η νοσταλγία λίγα μέτρα έξω από το σπίτι συνέχιζαν το σεργιάνι τους…

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ