ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο μικρός Γιώργος ήρωας της Κατοχής του Γιάννη Τσακπίνη

0

Γράφει όπως τα θυμάται ο Γιάννης Τσακπίνης, Απόστρατος Αξιωματικός

Η μάνα που λέγεται Μικρά Ασία αναστενάζει που έχουν φύγει τα παιδιά της μέσα από την αγκαλιά της πριν πολλά χρόνια που λέγονται Μικρασιάτες. Όμως δεν θα γυρίσουν ποτέ γιατί κατοικούν μόνιμα εις τους ουρανούς τώρα και αρκετά χρόνια. Στα μαύρα ντυμένη θα παραμείνει για πάντα.

Από αυτά γύρω στα 80 άτομα με τις οικογένειές τους είχανε κατοικήσει στο χωριό Καπεδιανά από ηλικίας 5 μηνών μέχρι 70 ετών μέσα στα χαλασμένα σπίτια των Τούρκων. Φωνάζανε απελπισμένα πως θα ζήσουν χωρίς καμιά βοήθεια. Σκάβανε στα χωράφια του χωριού με τα λίγα αυτοσχέδια μέσα που φτιάξανε για να φυτεύσουν ότι μπορούσανε να πάρουν λίγες τροφές και από λίγες προβατίνες ή κατσίκες που τους δώσανε για να πιούνε ένα κατσαρόλι γάλα τα παιδιά τους. Ολονύκτια ανάβανε φωτιές στα τζάκια να ζεσταθούν που δεν είχανε σκεπάσματα.

Μέσα σε αυτές τις οικογένειες που φθάσανε στο χωριό ήτανε και η Ομορφούλη Κότσαγα με τον γιο της Γιώργο μόλις 5 ετών. Ο άνδρας της Κυριάκος μέσα στο σκοτάδι και στον συνωστισμό που επικρατούσε χάθηκε από κοντά τους. όλοι τους περάσανε στη Μυτιλήνη αλλά δεν συναντηθήκανε ποτέ. Η Ομορφούλη με το παιδί της και μαζί με άλλους πρόσφυγες φθάσανε στην Κρήτη και τους οδηγήσανε στο χωριό Καπεδιανά. Ο μικρός Γιώργος από την Μ. Ασία μέχρι να φθάσει στο χωριό ήτανε συνέχεια στα χέρια της μάνας του με κλάματα και να φωνάζει μπαμπά που είσαι; Έλα κοντά μας. Δοκίμασε πολλές μέρες, πείνα, δίψα και κρύο. Χωρίς η μάνα του να μπορεί να τα προσφέρει όλα.

Ο Κυριάκος Κότσαγας μάλλον  έφθασε στον Πειραιά  και από εκεί με καράβι έφυγε μαζί με άλλους για την Αμερική. Έτσι ήτανε δύσκολο να δώσει σημεία ζωής στη γυναίκα του. Εκεί  έπιασε δουλειά για να ζήσει και ο ίδιος, η Ομορφούλη δούλευε στο χωριό για να μεγαλώσει τον γιο τους και της είχανε δώσει ένα μικρό σπίτι να κατοικήσουν. Από εκεί και μετά άρχισε ο αγώνας της μάνας να εργάζεται στα χωράφια να μεγαλώσει το παιδί της. Οι σκεπές των σπιτιών που τους δώσανε ήτανε από λεπίδα «μπλε χώμα γλοιώδες» και όταν έβρεχε ή χιόνιζε το νερό στάλα – στάλα μούσκευε το πάτωμα που είχε σκέτο χώμα.

Στη συνέχεια το κράτος τους παραχώρησε ανάλογα των ατόμων της περιουσία να σπέρνουν τα σιτηρά τους να καλλιεργούν τα λαχανικά τους και ελιές για το λάδι τους. Όλοι μαζί είχανε πέσει στις αγροτικές δουλειές για να ζήσουν.

Τα καταφέρανε καλά για αρκετά χρόνια αλλά ο ξαφνικός γερμανικός πόλεμος  τους τραυμάτισε για άλλη μια φορά να συναντήσουν πολλές δυσκολίες.

Ο μικρός Γιώργος όταν έγινε 7 ετών πήγε στο Δημοτικό σχολείο του διπλανού χωριού όπου και το τελείωσε. Στο σχολείο δεν συνάντησε από τα άλλα παιδιά αγάπη γιατί τον θεωρούσανε ξένης χώρας. Αργότερα έγινε αποκατάσταση με την παρέμβαση από το δάσκαλό του ότι είναι ελληνόπουλα και ότι έχουν την ίδια πατρίδα. Μετά από το σχολείο μαζί με τη μάνα του δουλεύανε σε όλες τις εργασίες για την διατροφή τους και στο εμπόριο αν είχανε περισσότερη παραγωγή. Μετά υπηρέτησε στον στρατό και στη συνέχεια παντρεύτηκε την  Ευφροσύνη Κεχαγιά και αποκτήσανε τρεις γιους και τέσσερις κόρες.

Για να τα μεγαλώσουν δουλεύανε εντατικά από το πρωί ως το βράδυ. Είχανε δικό τους ζευτικό «ζευγάρι» για τη σπορά και το αλώνισμα. Ακόμα ο Γιώργος δούλευε και στο λιοτρίβι του χωριού ως μυλωνάς και στην ανάγκη πήγαινε και ξύλα να τα πουλήσει στο Ρέθυμνο.

Παρά τις πολλές δυσκολίες που συναντούσε για να διαβιώνει η πολυμερής οικογένειά του προσέφερνε και κοινωνικό  έργο στο χωριό. Ήτανε ο Γιώργος πολύ δραστήριος και μερακλής σε όλα: φρόντιζε κάθε καλοκαίρι η βρύση του χωριού να είναι καθαρή και ασπρισμένη. Ο δε παπάς της ενορίας τον είχε επίτροπο στην εκκλησία επί πολλά χρόνια και με την δική του φροντίδα αγοράστηκε μικρή καμπάνα και έφυγε το σήμαντρο που ήτανε κρεμασμένο στη διπλανή τσουνάτη ελιά.

Τα παιδιά του γράμματα δεν μάθανε γιατί το εμπόδιο ήταν το οικονομικό πρόβλημα. Μόνο τα αγόρια πήγανε στις τέχνες και σταδιοδρομήσανε με πλήρη επιτυχία. Όμως όσο περνούσανε τα χρόνια μεγαλώνανε και με την φροντίδα των γονέων τους παντρευτήκανε και δημιουργήσανε οικογένειες στην πόλη μας με αρχές των γονέων τους.

Αφού φύγανε τα παιδιά τους από το χωριό, οι γονείς τους μείνανε μειώνοντας τις αγροτικές εργασίες και η μόνη τους απασχόληση ήτανε το αμπέλι, το περιβόλι και δυο κατσίκες για το γάλα τους διατηρώντας πλήρη επικοινωνία με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Όταν τελειώσανε οι δυσάρεστες καταστάσεις που πέρασε η χώρα μας, η ζωή άρχισε με άλματα να γίνεται καλύτερη στη διατροφή, στη διαβίωση, στις τέχνες και στα γράμματα.

Ο Κυριάκος Κότσαγας είχε όλο στη σκέψη του τη γυναίκα και το παιδί του και επιθυμούσε να τους συναντήσει. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να πάρει το καράβι της επιστροφής να φθάσει στην Ελλάδα.

Ταξίδι με πολλές σκέψεις από πού θα κάνει την αρχή να βρει την οικογένειά του. Έφθασε στην Αθήνα και πήγε πρώτα σε ξενοδοχείο. Από εκεί έκανε προσπάθειες και πήρε τη σίγουρη πληροφορία ότι είναι στην Κρήτη. Τις ίδιες προσπάθειες έκανε από εκεί και ο γιος του Γιώργος ότι ο πατέρας του είναι στην Αθήνα. Γι’ αυτό έφυγε μαζί με τον Νίκο και Λευτέρη Κεχαγιά (αδέλφια της γυναίκας του) να πάνε να τον βρούνε. Εκεί δεν αργήσανε να συναντηθούν και σύντομα να βρεθούνε στο Ρέθυμνο μέσα στο σπίτι του γιου του της νύφης του, της γυναίκας του Ομορφούλας και των εγγονών του. Απερίγραπτη η συγκίνηση και η χαρά όλων των συγγενών. Ο Κυριάκος με τα χρήματα που είχε μαζί του τα έδωσε στα εγγόνια του να αγοράσουν ακίνητα στην πόλη.

Χαρούμενος που βρέθηκε αγκαλιά με την γυναίκα του, το παιδί του, τη νύφη του και τα εγγόνια του για επτά μήνες και έφυγε από τη ζωή.

Τέλος, και ο μικρός Γιώργος μετά από τον μεγάλο Γολγοθά που πέρασε από τη Μ. Ασία μέχρι το χωριό Καπεδιανά έφθασε στο γήρας του και έφυγε για πάντα από τη ζωή. Αυτά όλα που πέρασε τον τοποθετούν δίπλα στους μεγάλους ήρωες της πατρίδας μας και αντί αγάλματος που δικαιούται του κάνουμε σήμερα μνημόσυνο με αυτό το κείμενο και όσοι το διαβάσουν θα είναι οι συμμετάσχοντες εις αυτό.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ