ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ερωτογραφίες με την μορφή γλωσσικών ριπών του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Χάνομαι.       Είναι η πνοή αφανισμού που φτάνει στον ερωτευμένο από την οδό της απελπισίας ή της πλήρωσης. Ώρες ώρες μιά πληγή και άλλες ώρες μιά ευτυχία, μου γεννά την επιθυμία να χαθώ.

Σήμερα το πρωί ο καιρός είναι μουντός, μαλακός. Υποφέρω. Για μιά στιγμή ο νους μου πάει στην αυτοκτονία, απαλλαγμένος από κάθε μνησίκακη διάθεση. Είναι μια σκέψη ξέθωρη, που δεν επιφέρει καμιά ρήξη, μιά σκέψη που δένει με το χρώμα αυτού του πρωινού.

Μιάν άλλη μέρα, περιμένουμε το καράβι. Μου 'ρχεται και πάλι η ίδια πνοή αφανισμού - τούτη τη φορά από ευτυχία. Έτσι, με πλακώνει, κάποτε, η δυστυχία ή η χαρά, χωρίς να επακολουθεί καμιά ταραχή. Κανένα πάθος δεν υπάρχει πια: είμαι διαλυμένος, όχι κομματιασμένος. Πέφτω, κατρακυλώ, λιώνω. Η σκέψη αυτή, σκέψη που άγγιξα, δοκίμασα, ψηλάφησα, ενδέχεται να επιστρέψει. Είναι μιά σκέψη που δεν έχει τίποτε το πανηγυρικό.

Η πνοή αβύσσου μπορεί να προέρχεται από μιά πληγή, μπορεί όμως να πηγάζει κι από μιά στενή ένωση. Θα πεθάνουμε μαζί γιατί αγαπιόμαστε, θάνατος ανοιχτός, σαν διάλυση σε αιθέρα, θάνατος κλειστός, του τάφου του κοινού.

Η άβυσσος είναι μιά στιγμή ύπνωσης. Λειτουργεί εδώ μιά υποβολή που μου επιβάλλει να εξαφανιστώ χωρίς να σκοτωθώ. Ίσως σ' αυτό να οφείλεται η ηπιότητα, της αβύσσου: εγώ δεν έχω καμιάν ευθύνη, η πράξη του θνήσκειν δεν πέφτει στους ώμους μου: εγώ εμπιστεύομαι στον εαυτό μου, μεταθέτω τον εαυτό μου.

Όταν χάνομαι μ' αυτό τον τρόπο είναι γιατί δεν υπάρχει πια για μένα θέση πουθενά, ούτε και μέσα στο θάνατο. Άφαντη η εικόνα του άλλου - στην οποία είχα - προσκολληθεί και με την οποία ζούσα. Την εικόνα αυτή άλλοτε φαίνεται να την απομακρύνει για πάντα από κοντά μου μια καταστροφή, κι άλλοτε πάλι με ξαναφέρνει κοντά της μιά υπέρμετρη ευτυχία. Όπως και να 'χει, αποκομμένο ή διαλυμένο, δε με μαζεύει κανείς.

Με κυριεύει τότε η φαντασίωση: Με πιάνει μιά ήπια αιμορραγία πού δεν εκδηλώνεται από κανένα σημείο του σώματος μου, ένας σχεδόν άμεσος μαρασμός, υπολογισμένος έτσι ώστε να 'χω το χρόνο να πάψω να υποφέρω, προτού εκλείψω. Άραγε ή άβυσσος να είναι ένας καίριoς εκμηδενισμός; Προσωπικά, δε θα δυσκολευόμουν να την εννοήσω, όχι σαν μιά ανάπαυση, αλλά σαν μιά συγκίνηση. Καλύπτω το πένθος μου πίσω από μιά φυγή.

απουσία. Είναι κάθε ανάκληση που φέρνει στο προσκήνιο την απουσία του αγαπημένου - όποια κι αν είναι η αιτία και η διάρκεια αυτής της απουσίας - και τείνει να προσδώσει στην απουσία τη μορφή της εγκατάλειψης.

Η απουσία υπάρχει μόνο σαν απουσία του άλλου: ο άλλος φεύγει, εγώ μένω. Ο άλλος είναι συνεχώς σε κατάσταση αναχώρησης, ταξιδίου· έχει από εσωτερική διάθεση, την τάση της αποδημίας, της φυγής. Ενώ εγώ που αγαπώ είμαι, από αντίθετη εσωτερική διάθεση, δεμένος μέσα στο χώρο, ακίνητος, διαθέσιμος, σε κατάσταση αναμονής, σωριασμένος στη θέση μου υποφέροντας, σαν ένα πακέτο παραπεταμένο σε κάποια γωνιά ενός σταθμού. Η ερωτική απουσία είναι μονής κατευθύνσεως και μπορεί να βιωθεί μόνο από αυτόν, που μένει, όχι από αυτόν που φεύγει: το εγώ, πάντα παρόν, συνιστάται μόνο απέναντι στο εσύ πού συνεχώς απουσιάζει.

Φορέας του λόγου, της απουσίας είναι η Γυναίκα: η Γυναίκα είναι μόνιμα εγκατεστημένη κάπου, ο Άντρας είναι κυνηγός, ταξιδιάρης· η Γυναίκα είναι πιστή, ο άντρας είναι άστατος. Ή Γυναίκα δίνει μορφή στην απουσία, επεξεργάζεται τη μυθοπλαστική της εκδοχή και τούτο γιατί έχει καιρό στη διάθεσή της: υφαίνει και τραγουδά. Οι Κλώστριες, τα τραγούδια του Αργαλειού εκφράζουν την ακινησία και ταυτόχρονα την απουσία.

Η απουσία που αντέχεται είναι η λησμονιά. Γίνομαι, κατά διαλείμματα, άπιστος. Κι αυτός είναι ένας όρος απαραίτητος για την επιβίωσή μου. Γιατί, αν δεν ξεχνούσα, θα πέθαινα. Ο ερωτευμένος που δεν μπορεί πότε, πότε να ξεχνά πεθαίνει από ακραία διάταση, κόπωση και ένταση της μνήμης.

Απευθύνω συνεχώς σε αυτόν που απουσιάζει το λόγο που έχει ως αντικείμενο την απουσία του. Ανήκουστη κατάσταση: ο άλλος είναι απών ως παραπομπή, παρών ως προσφωνούμενος. Απ' αυτή τη μοναδική παραμόρφωση προκύπτει ένα είδος αφόρητου παρόντος. Είμαι στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο χρόνους, το χρόνο της αναφοράς - παραπομπής και το χρόνο της προσφώνησης: έφυγες (και γι' αυτό παραπονιέμαι), είσαι εδώ (γι' αυτό απευθύνομαι σ' εσένα). Μαθαίνω, λοιπόν, έτσι τί είναι ο ενεστώς, αυτός ό δύσκολος χρόνος: ένα κομμάτι καθαρού άγχους.

Η απουσία διαρκεί, πρέπει να την αντέξω. Θα αρχίσω, λοιπόν, να τη χειραγωγώ: μεταμορφώνω τη διαστρέβλωση του χρόνου σε πήγαιν'-έλα, παράγω ρυθμό, ανοίγω τη σκηνή της γλώσσας η γλώσσα γεννιέται από την απουσία: το παιδί φτιάχνει μια μπομπίνα, την πετά και την ξαναπιάνει κι έτσι μιμείται την αναχώρηση και την επιστροφή της μητέρας: μ' αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα παράδειγμα συμπεριφοράς.

Η απουσία γίνεται μιά ενεργητική πρακτική, μιά απασχόληση που δε μ' αφήνει να κάνω τίποτε άλλο. Δημιουργείται έτσι ένα πλέγμα μυθοπλασίας με πολλούς ρόλους αμφιβολίες, μομφές, επιθυμίες, μελαγχολίες. Αυτή η γλωσσική σκηνοθεσία απομακρύνει το θάνατο του άλλου: ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, λένε, χωρίζει τη στιγμή που το παιδί πιστεύει ακόμα πώς η μητέρα του απουσιάζει από τη στιγμή πού πείθεται πια πώς είναι νεκρή.

Χειραγωγώ την απουσία σημαίνει παρατείνω αυτό το χρονικό διάστημα, καθυστερώ όσο περισσότερο γίνεται την έλευση της στιγμής κατά την οποία ο άλλος θα μπορούσε να γκρεμιστεί απότομα από την απουσία στο θάνατο.

Το ανικανοποίητο θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο σχήμα της Παρουσίας βλέπω κάθε μέρα τον άλλο, όμως δε νιώθω πλήρωση: είναι εδώ, ως πραγματική υπόσταση, αλλά εξακολουθεί να μου λείπει στο επίπεδο της φαντασίας. Από την άλλη μεριά, το σχήμα του ευνουχισμού πρέπει να είναι η Διάλειψη δέχομαι να αφήσω κάπως τον άλλο, "χωρίς κλάματα"· αποδέχομαι το πένθος της σχέσης, ξέρω να ξεχνώ. Το σχήμα της αποστέρησης είναι ή Απουσία: "ποθώ και ταυτόχρονα έχω ανάγκη. Ο πόθος συντρίβεται πάνω στην ανάγκη. Έτσι παράγεται η ψυχαναγκαστική διάσταση του ερωτικού συναισθήματος.

"Ο πόθος είναι εδώ, φλογερός, αιώνιος. Ο Θεός, όμως, βρίσκεται ψηλότερα απ' αυτόν, και τα υψωμένα χέρια της Επιθυμίας δε φτάνουν ποτέ τη λατρευτή πληρότητα". Ο λόγος της Απουσίας είναι ένα κείμενο με δύο ιδεογράμματα: από τη μιά, τα υψωμένα χέρια του Πόθου, από την άλλη, τα απλωμένα χέρια της Ανάγκης. Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στη φαλλική εικόνα των υψωμένων χεριών και τη βρεφική εικόνα των απλωμένων χεριών.

Κάθομαι μόνος σ' ένα καφενείο. Άνθρωποι έρχονται και με χαιρετούν. Αισθάνομαι κυκλωμένος, αντικείμενο ζήτησης, κολακευμένος. Ο άλλος, όμως, απουσιάζει.

Τον ανακαλώ μέσα μου για να με συγκρατήσει στο χείλος αυτής της κοσμικής φιλαρέσκειας που με παραμονεύει. Επικαλούμαι την "αλήθεια" του την αίσθηση της αλήθειας που μου παρέχει κόντρα σ' αυτή την υστερία της γοητείας στην οποία νιώθω ότι γλιστρώ λί­γο λίγο.

Καθιστώ την απουσία του άλλου υπεύθυνη για τη δική μου κοσμικότητα: επικαλούμαι την προστασία του, την επιστροφή του. Ας φανερωθεί επιτέλους ο άλλος, ας με αποσπάσει - σαν μάνα που έρχεται να αναζητήσει το παιδί της - από την κοσμική λάμψη και την κοινωνική τύρβη· ας μου ξαναδώσει "την εσωτερικότητα, την αυστηρότητα" του ερωτικού κόσμου.

Ο έρωτας μπορεί να προφυλάξει από την κοσμικότητα: κλίκες, φιλοδοξίες, προαγωγές, ραδιουργίες, συμμαχίες, παραχωρήσεις, ρόλοι, εξουσίες.

 

ΑΞΙΟΛΑΤΡΕΥΤΟ. Αδυνατώντας να ονοματίσεις τον ειδικό χαρακτήρα του πόθου σου για το αγαπημένο πλάσμα, καταλήγεις σ' αυτή την κάπως ανόητη λέξη: αξιολάτρευτο!

Υπό την επήρεια μιας εντύπωσης που αποκόμισα τη νύχτα, ξυπνώ από τον λήθαργο, με τη μακάρια σκέψη: "ο Χ ήταν αξιολάτρευτος χτες βράδυ". Ποιό αντικείμενο έχει η ανάμνησή μου; Έχει αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν χάρη: "η λάμψη των ματιών, το φωτεινό κάλλος του σώματος, η ακτινοβολία του ποθητού πλάσματος". Ίσως όμως, όπως άλλωστε συνέβαινε και με την αρχαία χάρη, να προσθέτω και την ιδέα - την ελπίδα - πως το αγαπημένο αντικείμενο θα ενδώσει στον πόθο μου.

Κατά μιά ιδιόμορφη λογική, ο ερωτευμένος αντιλαμβάνεται τον άλλον σαν ένα Όλον και ταυτόχρονα θεωρείται πως αυτό το Όλον περιέχει ένα υπόλειμμα που δεν μπορεί να το εκφράσει λεκτικά. O άλλος, ολόκληρος, του γεννά ένα αισθητικό όραμα: τον επαινεί που είναι τέλειος, καυχάται που διάλεξε αυτόν τον τέλειο.

Φαντάζεται πως ο άλλος θέλει να αγαπηθεί, όπως και ο ίδιος θα το 'θελε, όχι για την τάδε ή δείνα ιδιότητά του, αλλά για τα πάντα, και αυτό το παν του το αναγνωρίζει με τη μορφή μιας λέξης κενής, γιατί το Όλον δε θα μπορούσε να καταγραφεί χωρίς να μειωθεί: στο αξιολάτρευτο. Το αξιολάτρευτο, ενώ εκφράζει το παν, δηλώνει ταυτόχρονα κι αυτό που λείπει από το παν. Θέλει να ορίσει αυτό τον τόπο του άλλου, στον οποίο αγκιστρώνεται ειδικά ο πόθος μου. Αλλά ο τόπος αυτός δεν είναι προσδιορίσιμος· δε θα μάθω ποτέ γι' αυτόν.

Στη ζωή μου συναντώ εκατομμύρια σώματα. Απ' αυτά μπορεί να ποθήσω κάποιες εκατοντάδες. Μα από τις εκατοντάδες αυτές δεν αγαπώ παρά μονάχα ένα. Ο άλλος, με τον οποίο είμαι ερωτευμένος, μου ορίζει την ει­δοποιό διαφορά του πόθου μου

Αύτη η επιλογή, η τόσο αυστηρή ώστε να μη συγκρατεί παρά μόνο το Μοναδικό, συνιστά, λένε, τη διαφορά της ψυχαναλυτικής από την ερωτική μετάθεση. Η πρώτη είναι οικουμενική, η δεύτερη ειδική.

Χρειάστηκαν πολλοί κίνδυνοι, πολλές εκπληκτικές συμπτώσεις (κι ίσως πολλές αναζητήσεις) για να βρω την Εικόνα που, ανάμεσα σε χίλιες δυό άλλες, αρμόζει στον πόθο μου. Ιδού ένα μεγάλο αίνιγμα, που το κλειδί δε θα το βρω ποτέ: γιατί ποθώ τον Τάδε; Γιατί τον ποθώ αποχαυνωμένα και ο πόθος μου έχει τόση διάρκεια; Τον ποθώ ολόκληρον. Μιά σιλουέτα, μιά μορφή, έναν αδιόρατο τόνο; Ή μήπως ποθώ μόνον ένα κομμάτι αυτού του σώματος;

Και, σε μιά τέτοια περίπτωση, τί είναι αυτό πάνω στο αγαπημένο σώμα που προορίζεται να αποτελέσει για μένα φετίχ; Ποιά, απίστευτα ίσως ισχνή, μερίδα του; Ποιά αντικανονική του λεπτομέρεια; Η κοψιά ενός νυχιού; Ένα δόντι λίγο σπασμένο και στραβό; Μιά τούφα μαλλιά; Ο τρόπος πού ανοίγουν τα δάχτυλα τη στιγμή της κουβέντας ή του καπνίσματος; Για όλες αυτές τις πτυχές του σώματος έχω τη διάθεση να πω ότι είναι αξιολάτρευτες.

            Αξιολάτρευτο σημαίνει: τούτος εδώ είναι ο πόθος μου στο μέτρο που είναι μοναδικός: Αυτό είναι! Αυτό ακριβώς είναι που αγαπώ ! Όμως, όσο περισσότερο συναισθάνομαι την ειδοποιό διαφορά του πόθου μου, τόσο λιγότερο μπορώ να την ονοματίσω· η αποσαφήνιση του στόχου συμβαδίζει με μια σύγχυση επίπεδο της ονοματοθεσίας.

Το αξιολάτρευτο αποτελεί το ευτελές χνάρι μιας κόπωσης, της κόπωσης της γλώσσας. Λέξη τη λέξη εξαντλούμαι εκφράζοντας διαφορετικά την ίδια Εικόνα = την Εικόνα μου, γενικολογώντας για την ειδικότητα του πόθου μου. Αξιολάτρευτο είναι ό,τι είναι αξιολάτρευτο. Ή ακόμα: σε λατρεύω επειδή είσαι αξιολάτρευτος, σ' αγαπώ επειδή σ' αγαπώ.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ή ερωτική γλώσσα περιφράσσεται τελικά από το στοιχείο ακριβώς που την εθέσπισε: τη γοητεία. Γιατί η περιγραφή της γοητείας δεν μπορεί ποτέ, σε τελευταία ανάλυση, να υπερβεί τούτο το εκφώνησα: "είμαι γοητευμένος".

ΚΑΤΑΦΑΣΗ. Απέναντι των πάντων και ενάντια στους πάντες και τα πάντα ο ερωτευμένος λέει ναι στον έρωτα ως αξία.

Παρά τις δυσκολίες της προσωπικής μου ιστορίας, παρά τις στενοχώριες, τις αμφιβολίες, τις απελπισίες, παρά την έντονη διάθεσή μου να ξεφύγω απ' όλα αυτά, δεν παύω να λέω μέσα μου ναι στον έρωτα ως αξία. Ποικίλα συστήματα εκφέρουν επιχειρήματα για να απομυθοποιήσουν, να περιορίσουν, να αποχρωματίσουν, κοντο­λογίς να υποτιμήσουν τον έρωτα. Ακούω τα επιχειρήματα αυτά και εντούτοις επιμένω: "Τα ξέρω αυτά, ωστόσο...".

Συσχετίζω τις υποτιμήσεις του έρωτα με ένα είδος σκοταδιστικής ηθικής, με ένα φαρσοειδή ρεαλισμό, καταστάσεις εναντίον των οποίων επικαλούμαι τον εμπράγματο χαρακτήρα της άξιας. Στα "στραβά" του έρωτα αντιτάσσω μια κατάφαση: κατάφαση σ' ό,τι υπάρχει μέσα του που αξίζει. Αυτή η ισχυρογνωμοσύνη αποτελεί έκφραση της ερωτικής διαμαρτυρίας.             Κάτω από την ενορχηστρωμένη παράθεση των "σοβαρών λόγων" για τους οποίους πρέπει να αγαπούμε διαφορετικά, να αγαπούμε σωστότερα, να αγαπούμε χωρίς να είμαστε ερωτευμένοι κ.τ.λ., ακούγεται μιά πεισματάρικη φωνή πού διαρκεί λίγο περισσότερο: η φωνή του ερωτικού Άτρεπτου.

Ο κόσμος αντιμετωπίζει κάθε εγχείρημα υπό το πρίσμα μιας διαζευκτικής κρίσης: επιτυχία-αποτυχία, νίκη-ήττα. Εγώ πρεσβεύω μιάν άλλη λογική: είμαι ταυτόχρονα και κατά τρόπο αντιφατικό ευτυχισμένος και δυστυχισμένος.

Για μένα το νόημα της "επιτυχίας" και της "αποτυχίας" είναι συμπτωματικό, παροδικό (πράγμα που δεν αποκλείει τη σφοδρότητα των επιθυμιών ή των πόνων μου). Αυτό που με εμψυχώνει, τυφλά και πεισματικά, δεν έχει να κάνει με τακτικές: αποδέχομαι και καταφάσκω έξω από τη σφαίρα του ζεύγματος αληθινό / ψεύτικο, επιτυχημένο / αποτυχημένο.          Αποτραβιέμαι από την περιοχή της σκοπιμότητας, ζω σύμφωνα με τις διαθέσεις της τύχης (απόδειξη: τα σχήματα του λόγου μου μου 'ρχονται σαν ζαριές). Αντιμέτωπος με την περιπέτεια (με ό,τι μου συμβαίνει) δε βγαίνω απ' αυτήν ούτε νικητής ούτε νικημένος: είμαι, απλώς, τραγικός. (Μου λένε: αυτό το είδος έρωτα δεν είναι βιώσιμο. Πώς μπορούμε όμως να αξιολογήσουμε τη βιωσιμότητα; Γιατί το βιώσιμο να ταυτίζεται με το Αγαθό; Γιατί το διαρκώ να είναι προτιμότερο από το καίγομαι;).

 

Πηγή:      "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"

              Ρολάν Μπάρτ

              Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ