Επιμέλεια: Θοδωρής Ρηγινιώτης
Ιούδας: το μεγάλο μυστήριο, που ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης («Τελευταίος πειρασμός» – ο Ιούδας απαραίτητος, εξιλαστήριο θύμα του θείου Πάθους) και ο Μπόρχες («Τρεις εκδοχές του Ιούδα» – ο Χριστός δεν ήταν ο Ιησούς, αλλά ο Ιούδας, γιατί η προδοσία ήταν πιο μεγάλη τραγωδία από τη σταύρωση, επομένως αυτή ήταν η αληθινή θυσία).
Τη συγκίνηση επιτείνει η υποψία ότι ο Ιούδας ήταν ζηλωτής (μέλος επαναστατικού σώματος) όταν ο Ιησούς (κάτω από συνθήκες που δεν αναφέρονται) τον κάλεσε στην παρέα των 12. Την υποψία αυτή δημιούργησε το επίθετο Ισκαριώτης, που συνδέεται υποθετικά με το ειδικό στιλέτο (sicarius) που χρησιμοποιούσαν οι ζηλωτές κατά τις επιθέσεις αυτοκτονίας τους εναντίον των Ρωμαίων.
Φανατικοί ή ήρωες, οι πρόγονοι των σημερινών καμικάζι, που χτυπούσαν με τυφλή απελπισία τους προγόνους των σημερινών αδίστακτων κατακτητών, προκάλεσαν τη συμπάθεια και το μύθο ότι ο Ιούδας αγαπούσε τον Ιησού, αλλά Τον πρόδωσε είτε από αγανάκτηση, όταν ένιωσε να προδίδονται οι προσδοκίες του για απελευθερωτή Μεσσία, είτε για να Τον εξαναγκάσει έμμεσα να ενεργοποιήσει τη θεϊκή Του δύναμη και ν’ αρχίσει επιτέλους η αποτίναξη του απάνθρωπου ρωμαϊκού ζυγού που ονειρευόταν το εβραϊκό έθνος. Το μύθο συντήρησαν οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, με αποτέλεσμα σήμερα ο αδαής και σχετικά αθώος μέσος καταναλωτής να τον καταναλώνει μηρυκάζοντας μαζί με τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα που σερβίρονται στο καθημερινό πιάτο του.
Προσωπικά δε γνωρίζω αν είναι βάσιμη η υπόθεση για προαποστολική θητεία του Ιούδα στο κίνημα των ζηλωτών. Δεν το θεωρώ πολύ πιθανόν, γιατί δεν έχω ακούσει το χαρακτηρισμό Ισκαριώτης για τους φορείς του σικαρίου. Αντίθετα, ο απόστολος Σίμων ο Κανανίτης χαρακτηρίζεται και Σίμων ο Ζηλωτής (Λουκ. 6, 15), επομένως πρέπει να ανήκε στο κίνημα πριν γίνει απόστολος. Στα ευαγγέλια βέβαια δεν υπάρχει νύξη για ζηλωτικές δραστηριότητες ή και σκέψεις των δύο αποστόλων, οπότε, ό,τι κι αν συνέβαινε στη ζωή τους πριν την αποστολική κλήση τους, η κλήση αυτή ήταν κάτι πιο σημαντικό απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε στις απλουστευτικές ερμηνείες που δίνουμε στα γεγονότα της Καινής Διαθήκης…
Αντίθετα, ο Ιούδας χαρακτηρίζεται “κλέπτης” (Ιω. 12, 6) και είναι προφανές ότι οι ευαγγελιστές θεωρούν τα χρήματα ως το μόνο κίνητρο που τον οδήγησε στην προδοσία. Ίσως η παρατήρηση του Ιησού, που τον έλεγξε έμμεσα πλην σαφώς για τη φιλαργυρία του στο Ιω. 12, 1-8, να φούντωσε μέσα του τη φλόγα κάποιου μίσους –του ανεξήγητου μίσους που ενίοτε τρέφουμε γι’ αυτόν που μας αγαπά, ίσως από ζήλια ή επειδή έχουμε κλείσει ερμητικά την καρδιά μας απέναντι στον “άλλο” και μας τρομάζει η ιδέα της αγαπητικής προσέγγισης. Είναι ένα από τα συμπτώματα της πτωτικής παραφροσύνης του ανθρώπου. Οι ευαγγελιστές το θεωρούν υποβολιμαίο από το διάβολο, που ώθησε τον Ιούδα στην προδοσία κατά το Λουκ. 22, 3.
Το ότι κάτι μπορεί να είναι υποβολιμαίο από το διάβολο δεν αναιρεί την ευθύνη του ανθρώπου, γιατί ο διάβολος του το υποβάλλει, δεν τον κυριεύει για να τον έχει υποχείριο. Ο άνθρωπος πάντα μπορεί να πει όχι.
Το κρίσιμο στα συμπεράσματά μας για τον Ιούδα είναι το κριτήριο, με το οποίο αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα και το οποίο έχει φυσικά διαμορφωθεί στο νου μας από πριν. Δηλαδή, οι σημερινοί «ουδέτεροι» εξηγητές είναι πεπεισμένοι ότι κάτι ύποπτο υπάρχει στην περίπτωση του Ιούδα: οι παπάδες είναι πονηροί, η Εκκλησία είναι μια απάτη, επομένως ο Ιούδας είναι θύμα των περιστάσεων. Αντίθετα, εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Θεός είναι αγάπη, ότι αγάπησε και αγαπά ακόμη τον Ιούδα όσο και τον Ιωάννη (ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους τον Ιησού, γι’ αυτό ήταν “αγαπημένος μαθητής Του”) και ότι με πόνο προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Ιούδα να ακυρώσει την προειλημμένη απόφασή του, όταν είπε μπροστά του ότι θα ήταν καλύτερο για τον προδότη να μην είχε γεννηθεί (Λουκ. 22, 22, Ματθ. 26, 24).
Να μην είχε γεννηθεί, όχι γιατί ο κακός Θεός θα τον υποβάλει σε αιώνια βασανιστήρια στη σαδιστική κόλασή Του για να εκδικηθεί την προδοσία κατά του Υιού Του (οι απόψεις αυτές ποτέ δεν ανήκαν στην παράδοσή μας και είναι για μας απαράδεκτες), αλλά γιατί ο ίδιος ο προδότης είχε κλείσει την καρδιά του απέναντι στο συνεχές αγαπητικό κάλεσμα του Ιησού κι επομένως θ’ αρνιόταν να βρεθεί μαζί Του στον παράδεισο. Πώς να συνυπάρχεις αιώνια με κάποιον που δεν αγαπάς; Αν όμως επιλέγεις την αιώνια μόνωση, φυλακισμένος στην αυτοφυλακή σου, είσαι δυστυχισμένος και μάλιστα η τραγικότητά σου είναι κοσμικών διαστάσεων.
Το αγαπητικό κάλεσμα του Ιησού δεν περιορίστηκε στο να πλύνει τα πόδια του Ιούδα μαζί με όλων των αποστόλων στο μυστικό δείπνο (Ιω. 13, 1-20) και στη συνέχεια να του μεταδώσει το Σώμα και το Αίμα Του, κάνοντάς τον κοινωνό μιας από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας (όπως νομίζουμε βέβαια εμείς, οι πτωχοί τω πνεύματι, που πολεμάμε κατά της καταπίεσης με μοναδικό όπλο μας τη θεία Κοινωνία, ακόμη κι όταν η καταπίεση φορά κίβδηλο χριστιανικό μανδύα), αλλά συνεχίστηκε χωρίς δισταγμό και την ώρα του προδοτικού φιλήματος. “Φίλε”, του είπε, “γιατί ήρθες;” (Ματθ. 26, 50). Δεν το έκανε για ν’ αποφύγει τη σύλληψη –αυτό είχε πλέον δρομολογηθεί. Του άπλωνε το χέρι για μετά τη σύλληψη, για να επιστρέψει κοντά Του και να σωθεί!
Συχωρέστε με, αλλά εκπλήσσομαι τόσο από το μέγεθος της πώρωσης του Ιούδα (είναι κι αυτός ένα αρχέτυπο, το αρχέτυπο του πωρωμένου ανθρώπου), ώστε μετά τον Ιούδα το χρώμα της πανανθρώπινης τραγικότητας έχει σκουρύνει στα μάτια μου. […] Εντάξει, ας δεχτούμε ως προτιμότερο να μην ανακατεύουμε στις λογικές και αποστασιοποιημένες ερμηνευτικές μας απόπειρες τα άχρηστα και επιστημονικώς αδιάφορα συναισθήματά μας.
Ο Ιούδας λοιπόν –κατά κάποιους γενναία, κατ’ εμέ νοσηρά και λυπηρά– προτίμησε να κρεμαστεί παρά να επιστρέψει στο κέντρο της αγάπης που διαρκώς, συντετριμμένη από τον πόνο των ψυχικών και σωματικών τραυμάτων Της, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε, τον καλούσε. Πέταξε τα αργύρια πίσω στους αρχιερείς, γιατί το κέρδος της αμαρτίας του ήταν μάταιο (η αμαρτία δεν ήταν απλά η προδοσία, αλλά το αμετάκλητο άνοιγμα του εαυτού του προς το σκοτάδι) και διέπραξε τη δεύτερη προδοσία, τη χειρότερη: πρόδωσε την ψυχή του. Αντί να μετανοήσει, αυτοκαταστράφηκε.
“Ηρωικό” λένε. Αντίθετα “ο Πέτρος κολάκευσε τον Ιησού και αποκαταστάθηκε στο αξίωμα του κορυφαίου αποστόλου”! Εκπληκτικό, αγαπητέ μου φίλε! Ο Πέτρος “κολάκευσε” (θρήνησε συγκλονισμένος από τον ψυχικό σεισμό που τον συντάραξε με το λάλημα του πετεινού, ενώ ο Ιησούς δικαζόταν μέσα και δεν τον έβλεπε) και κέρδισε το δικαίωμα να σταυρωθεί ανάποδα στη Ρώμη μετά από μακροχρόνια ειρηνική αντιμετώπιση των ανατριχιαστικών διωγμών της πάμφτωχης και κρυμμένης στις κατακόμβες Εκκλησίας! Ο δε Ιούδας, το παλληκάρι, αστόχησε, αρνήθηκε, επέλεξε βέβαια για τον εαυτό του (και καλά έκανε, αν το θέλετε, αυτεξούσιο ον ήταν όπως κι εσείς κι εγώ) και βούτηξε με το κεφάλι στην άβυσσο!
Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος είναι ανοιχτός και η επιλογή της αβύσσου δεν κάνει κανέναν ανάξιο της αμέριστης και απροϋπόθετης αγάπης του Θεού και των χριστιανών, που συνεχίζουν να προσεύχονται και για τον Ιούδα! Ο Ιούδας είναι άνθρωπος, εικόνα του Θεού, απόστολος του Χριστού, το γεγονός ότι κατέστη τραγικός δεν μας δίνει το δικαίωμα να τον μισούμε. Προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής του – αλλά ο ίδιος θέλει ν’ αναπαυτεί; Η αγάπη είναι η ανάπαυση του ανθρώπου.
(Από το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Ρηγινιώτη «Εναντίον του Θεού», εκδ. Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006).