ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (1)
Μανουήλ Βερνάρδου
Εν Αθήναις 1846
Η υποδούλωση της Κρήτης από τους Ρωμαίους
Έτος 69 πριν Χριστού
Οι Ρωμαίοι εγνώρισαν τί αχρίζουν οι Κρήτες, τους μετεχειρίζοντο εις όλας τας εκστρατείας των, και είχον εξ αυ¬τών πάντοτε δι΄ εξόδων των διάφορα Σώματα, τα οποία έκαμναν εις αυτούς μεγάλας εκδουλεύσεις. Εις τον κατά του Αντιόχου πόλεμον, ούτοι εμβήκαν εις συμμαχίαν μετά της Ρώμης, κατά ζήτησιν του Ευμένους βασιλέως της Περγάμου. Μ' όλην όμως την συνθήκην της φιλίας, την υπάρχουταν μεταξύ των δύο Δημοκρατιών, οι Κρήτες μ' όλον τούτο εσυμφωνούσαν με άλ¬λους δεσμούς και υποχρεώσεις, χωρίς την είδησιν της Συγκλή¬του. Λέγουσι τινές ότι, εις το διάστημα του πολέμου, τον οποίον οι Ρωμαίοι είχον με τον Μιθριδάτην Ευπάτορα, οι Κρήτες διετήρουν μίαν μυστικήν αλληλογραφίαν μετ'αυτού, και ότι έδιδαν μάλιστα βοήθειαν εις τους πειρατάς του κατενοχλούντας το Αιγαίον πέλαγος και ετάραττον την θαλασσοπλοϊαν έως εις τας όχθας της Ιταλίας. Αύτη η διαγωγή επροξένησεν εις τους Ρωμαίους μίαν πρόφασιν ευλογοφανή του να υποτάξουν ταύτην την νησον, ήτις ήτον έως τότε εντελώς ανεξάρτητος η αληθής όμως αιτία, ήτις παρεκίνησε τους Ρωμαίους να αποφασίσουν αυτήν την επιχείρισιν, ήτο, κατά τον Φλώρον (α), ο πόθος του να ίδωσιν εαυτούς κυρίους μιας τόσον αξιολόγου νήσου. Οι Ρωμαίοι, οι τόσον επίφθονοι δια την ελευθερίαν των, εφρόντιζον πάντοτε να στερήσωσιν όλα τά λοιπά έθνη τούτου του αγαθού δηλ: της ελευθερίας.
Αφ' ου απεφασίσθη ο κατά των Κρητών πόλεμος, έπεσεν ο κλήρος του να διοική τα στρατεύματα, (τα οποία έπρεπε να καταγίνωνται εις τον πόλεμον τούτον) εις το μέρος του Υπάτου Ορτησίου • αλλ’ επειδή είχε ζήσει όλην του την ζωήν χωρίς να ευρεθή ποτέ εις πόλεμον, παρήτησε με ευχαρίστησίν του την διοίκησιν των στρατευμάτων εις τον συνάρχοντά του Κούϊντον Κεκίλιον Μέτελλον, όστις ανέβαλε την εκστρατείαν έως ου ετελείωσεν ο καιρός της υπατείας του. Ως τόσον οι Κρήτες έστειλαν μίαν πρεσβείαν εις την Ρώμην, σύνθετον από τριάκοντα των εγκρίτων της νήσου, οίτινες με τας αγωγάς των, ερέθισαν την ευσπλαγχνίαν της Συγκλήτου τόσον, ώστε ήθελον ανανεώσει μετ΄αυτών τας παλαιάς συνθήκας, αν ο Π. Δεντύλος Σπινθήρ μόνος δεν ήθελεν εναντιωθή. Ούτος επρόβαλεν ότι η Ρώμη δεν θέλει ημπορέσει ποτέ να ήναι κύριος των θαλασσών, μήτε να τας καθαρίση από τους πειρατάς, οίτινες την ενοχλούσαν, εν όσω η Κρήτη δεν ήθελεν ήναι μίααπό τας επαρχίας του βασιλείου της, Η ανθίστασίς του ήλλαξε γνώμην των Συγκλητικών, οίτινες εζήτουν να επιβάλλουν ζητήματα τόσον σκληρά ες τους ικέτας, ώστε ούτοι οι τελευταίοι επενθύμουν κάλλιον να ριψοκινδυνεύσουν ένα πόλεμον, παρά να συγκατανεύσουν εις αυτά.
Μετά την αναχώρησιν αυτών, ο Μέτελλος απέπλευσεν ομού με τρεις λεγεώνες στρατιωτών, και απεβίβασε τα στρατεύματά του εις την Κρήτην, χωρίς να απαντήση ουδεμίαν ανθίστασιν. Αύτη η Δημοκρατία εδιοικείτο τότε υπό δύω αρχηγών, Λασθένους και Πανάρου. Ο πρώτος είχε συνεισφέρει πολύ όταν, κατά τον παρελθόντα χρόνον, ενίκησαν οι πειραταί τον Αντώνιον όθεν μη αμφιβάλλων διόλου ότι οι Ρωμαίοι ήθελον τον ζητήσει να τοις τον παραδώσουν, εγκαρδίωνε το πλήθος εις το να λάβωσι τα όπλα, και διήγειρε μεγάλας δυνάμεις τις όλην την έκτασιν της νήσου, ώστε εις ολίγον καιρόν συνεκρότησεν ένα στρατόν εισοτεσσάρων χιλιάδων ανδρών.
Πρόοδοι των Ρωμαϊκών όπλων
εις την Κρήτην
Δια να τους παρακινήση δ΄εις μίαν μάχην επροχώρησεν ο Μέτελλος προς την Κυδωνίαν, την τότε πρωτεύουσαν της νήσου, ως να είχε σκοπόν να την πολιορκήση. Ο δε Λασθένης θέλων να εμποδίση την εκτέλεσιν του σκοπού τούτου, ώρμησεν έμπροσθεν του στρατηγού Ρωμαίου και ήρχισε τον πόλεμον αλλ΄ενικήθη διόλου, και εβιάσθη να παραμερίση εις την Κνωσσόν. Ο μεν Μέτελλος μείνας νικητής, επολιόρκησε την Κυδωνίαν. Ο δε Πάναρος, μετά μίαν μετρίας ανθίστασιν, την παρέδωκεν εις τον νικητήν, με συνθήκην να χαρίση την ζωήν εις αυτόν και εις τους εγκατοίκους. Από την Κυδωνίαν ήλθεν ο Μέτελλος έμπροσθεν της Κνωσσού, όπου ο Λασθένης είχεν ασφαλισθή. Αυτός όμως ο άνανδρος αρχηγός, αντί να οχυρώση την πόλιν και να την αποκαταστήση ικανήν να βαστάξη την πολιορκίαν, επυρπόλυσεν αυτήν και ανεχώρσεν. Η πόλις Λύκτος, αγκαλιά και σφόδρα ωχυρωμένη, ήνοιξε μ΄όλον τούτο τας πύλας αμέσως, όταν είδε τον Ρωμαϊκόν στρατόν ότι πλησιάζει. Ούτω λοιπόν ο Μέτελλος εκυρίευσεν εις μίαν μόνην εκστρατείαν το καλλιώτερον μέρος της νήσου, μ΄όλον ότι υπερασπίζετο από τους Κιλικίους πειρατάς και από τους ιδίους εντοπίους (α).
Κατά την αρχήν της πρώτης ανοίξεως του επομένου έτους, ο Μέτελλος ήνοιξε τον πόλεμον, και αφ΄ου κατετρόπωσε τας ηνωμένας δυνάμεις των Κρητών και των Κιλικίων πειρατών, κατεδίωξε τους μέν τελευταίους από εν φρούριον, ωκοδομηθέν παρ΄αυτών επί τινων βράχων πλησίον της θαλάσσης, τους δε πρώτους από τα περισσότερα φρούρια, άπερ είχον εις το κέντρον του τόπου των. Επειδή όμως μετεχειρίζετο με άκραν αυστηρότητα το εν και το άλλο μέρος, έστειλαν πρέσβεις προς τον Πομπηϊον, όστις προ ολίγου είχε γίνει Ανθύπατος των θαλασσών με απόλυτον πληρεξουσιότητα, δια να τον παρακαλέσουν να επιχειρισθή τελευταίος την απόκτησιν της νήσου, και τω υπεσχέθησαν να παραδοθούν εις αυτόν αμέσως ότε ήθελεν εμφανισθή.
Ο Πομπηϊος, πάντοτε ων ευδιάθετος του να ιδιοποιήται τα δικαιώματα των λοιπών στρατηγών, ευχαριστήθη κατά πολλά από την πρότασιν των πρέσβεων, και υπεσχέθη ότι θέλει τελειώσει μετ΄ αυτών μίαν ωφέλιμον ειρήνην. Διά τούτο λοιπόν, αφού έλαβεν ομήρους, έστειλεν από την Παμφυλίαν, όπου είχε τότε την καθέδραν του, τον Λούκιον Οκτάβιον, ένα των τοποτηρητών του, με προσταγήν του να κοινολογήση εις όλην την έκτασιν της νήσου, ότι ο ίδιος Πομπήϊος είχε το δικαίωμα του να κάμη συνθήκην εις όλα τα μέρη της ανθυπατείας του, και ότι ο Μέτελλος είχε λάβει απρεπώς τον τίτλον του στρατηγού εις ένα τόπον, όστις ήτον μέρος μιας επαρχίας, την οποίαν η Σύγκλητος είχεν εμπιστευθή εις τας διαταγάς του Πομπηϊου.
Αύτη η ανακήρυξις επροξένησεν εις την νήσον εν είδος εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Ρωμαίων. Ο Οκτάβιος ήνωσε τας δυνάμεις του με τας των πειρατών και των κατοίκων της νήσου, δια να αντισταθώσιν εις τα επιχειρήματα του Μετέλλου αλλ΄αυτός χωρίς να συγχισθή, εξηκολούθησε τας κατακτήσεις του επολιόρκησε την ελευθέραν, και την ακυρίευσε δια της επιβουλής ενός των προυχόντων πολιτών. Επήγεν έπειτα έμπροσθεν της Λάππης, οχυράς πόλεως, της οποίας την υπεράσπισιν είχεν επιχειρισθή ο Οκτάβιος προσωπικώς αλλ’ εκυριεύθη αμέσως το φρούριον εις πρώτην προσβολήν• όλοι οι εκεί ευρισκόμενοι Κρήτες και Κιλίκιοι εφονεύθησαν δια μαχαίρας, ο δε Οκτάβιος και λοιποί Ρωμαίοι μετεκομίσθησαν άνευ όπλων• εν τω μέσω των αλλαλαγμών των στρατιωτών του Μετέλλου.
Ο Πομπήϊος έστειλε βοηθητικόν στράτευμα του Οκταβίου, και επρόσταξε τον Σισσέναν να υπάγη από τα παραθαλάσσια της Αχαϊας εις τα της Κρήτης. Ο Σισσένας υπήκουσεν• αλλ’ ετελεύτησεν εντός ολίγου μετά την εκεί άφιξίν του. Ο δε Οκτάβιος επεφορτίσθη τότε την οδηγίαν των στρατιωτών του, και έσπευδε να συμφωνήση με τους πειρατάς και με τους Κρήτας, να αντισταθούν τω Μετέλλω• αλλ΄ο ανδρείος ούτος στρατηγός, αφού εκυρίευσε την ιεράπυτναν, την ισχυροτέραν και οχυρωτέραν αγοράν της νήσου, εβίασε τον Οκτάβιον να καταφύγη εις τας ναυς του, και να εγκαταλείψη την νήσον. Άμα έφυγεν αυτός, ο Λασθένης και ο Πάναρος παρέδωκαν τα όπλα, και όλοι οι κάτοικοι της νήσου έκλινον τον αυχένα εις τον ζυγόν. Ο Μέτελλος ήλλαξε τότε τον τρόπον της διοικήσεώς των, και τους εβίασε να δεχθώσι τους νόμους της Ρώμης, επέβαλε δ΄ένα φόρον ενιαύσιον εις όλην την νήσον και την κατέταξεν εις τας Ρωμαϊκάς επαρχίας.
Τοιούτον τέλος έλαβεν η ελευθερία, την οποίαν οι Κρήτες απήλαυσαν εις διάστημα πολλών αιώνων(α). Ο Ορόσιος βεβαιοί ότι ο Μέτελλος υπέταξε την νήσον εις διάστημα δύο ετών (β). Ο δε Βλλέϊο Πατέρκουλος (γ), ο Ευτρόπιος (δ) και πολλοί άλλοι διϊσχυρίζονται λέγοντες ότι οι Ρωμαίοι κατεξόδευσαν τρεις χρόνους εις αυτήν την εκστρατείαν, επειδή αντεμάχοντο με άνδρας τόσον ανδρείους ως και αυτοί οι ίδιοι. Ο Μέτελλος λοιπόν έλαβε την τιμήν του θριάμβου και την επωνυμίαν του Κρητικού. Ο Πλούταρχος δίδει τούτο το όνομα τω Αντωνίω, πατρί του περιφήμου Μάρκου Αντωνίου, όστις τω όντι, είχεν αρχίζει ταύτην την εκστρατίαν• αλλ’ έχασεν εκεί τον στόλον του και την ζωήν του.
Ο Ευσέβιος, ο άγιος Ιερώνυμος, ο Μαρκιανός, ο Ισίδωρος και ο Κεδρινός παράγουν το όνομα της Κρήτης από το του Κρητός, ενός των Κουρητών των αναθρεψάντων τον Δία. Ο δε Διόδωρος ο Σικελιώτης λέγει ότι αύτη η νήσος ωνομάζετο Κρήτη από την Κρητέαν, θυγατέρα ενός των Κουρητών, την οποίαν ο Ζευς συνεζεύχθη, και της οποίας το όνομα έδωσεν εις την νήσον, την πρότερον καλουμένην ιδαίαν. Αύτη ονομάζεται τώρα Κάνδια, το οποίον όνομα ο Μοροζίνης ετυμολογεί από το Κάνδιδος, λέξις λατινική λ ε υ κ ό ν σημαίνουσα, επειδή η γη της νήσου είναι λευκόχρους. Κατά δ' άλλους, το όνομα Κάνδια παράγεται από την λέξιν χάνδαξ, ήτις, καθώς εξηγεί ο Σκυλίτζης, σημαίνει εις την των Σαρακινών διάλεκτον, αποκοπήν, ή χαράκωμα. Οι Σαρακινοί έκτισαν μίαν πόλιν, καθώς βεβαιοί ο ίδιος συγγραφεύς, εις τον τύπον όπου, διά της γνώμης ενός μοναχού Έλληνος, περιωρίσθησαν εις τον καιρόν του αυτοκράτορος Μιχαήλ του επωνομαζομένου Τραυλού. Αύτη η πόλις ωνομάσθη Χάνδαξ, δηλ. χαράκωμα, και το όνομα του Χάνδακος μεταβληθέν έπειτα εις τό Κάνδια, εδόβη εις ολόκληρον την νήσον.
Επειδή εις αυτόν τον κατάλογον εξηκολουθήσαμεν κυρίως τον Ευσέβιον και τον Δακτάντιον, θέλει εκθέσομεν ενταύθα εν ολίγοις, ό,τι λέγουν άλλοι συγγραφείς περί των βασιλέων της Κρήτης. Ο πρώτος βασιλεύσας εις αυτήν την νήσον, κατά τον Διόδωρον Σικελιώτην, ην ο Ζευς, ο πρώτος του ονόματος. Ούτος έγημε την ιδαίαν, και εκοινοποίησε τό όνομά της εις όλην την νήσον, και έσχεν εξ αυτής ένα υιόν καλούμενα Κρήτα, όστις ην εις των Κουρητών, και όστις ανέβη εις τον θρόνον μετά τον θάνατον του πατρός του. Κατά τον Ευριπίδην, οι Κουρήτες ήσαν όλοι υιοί του
Διός. Ο Κρής, όστις διεδέχθη τον πα¬τέρα του Δία, εστάθη, κατά τον Ευσέβιον, σύγχρονος του Αβραάμ και του υιού του Ισαάκ. Εξ αυτού, αν πιστεύσωμεν τον Ισίδωρον, ωνομάσθη η νήσος Κρήτη. Του Κρητός δέ διάδοχος ήτον ο Άμμων, όστις συνεζεύχθη μετά της θυγατρός του Κρήτης. Ο Άμμων εβασίλευσε πρώτον εις την Λυβίαν, όπου έγημε την Ρέαν θυγατέρα του Ουρανού και αδελφήν του Κρό¬νου, η Ρέα συγχισθείσα μετά του ανδρός της, τον παρήτησε και υπανδρεύβη μετά του αδελφού της Κρόνου, όστις συνδεθείς μετά των αδελφών του Τιτάνων, εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Άμμωνος• αλλ’ ούτος, αφού τους ενίκησεν, επέρασεν έπειτα από τήν Λυβίαν (όπου εστερείτο καρπών) εις την Κρήτην, ένθα έγημε τήν θυγατέρα του Κρητός.
Μετά τον θάνατον του πενθερού του, έλαβε, δυνάμει των δικαιωμάτων της γυναικός του, διακατοχικήν κληρονομίαν την νήσον, της οποίας το όνομα Ιδαία μετήλλαξεν εις το της Κρήτης, όπερ ήτο το όνομα της θυγατρός του Κρητός. Οι Τιτάνες τον κατάτρεξαν εις το νέον του βασίλειον, και αγκαλά νενικημένοι άπαξ, άρχισαν πάλιν τον πόλεμον. Ο δε Διόνυσος, επανελθών εν τούτω τω μεταξύ νικητής από την εις τάς Ινδίας εκστρατείαν του, εκηρύχθη σύμμαχος του ‘Αμμωνος, και με μίαν δύναμιν μερικών Αιγυπτίων, κατώρθωσε να εξολοθρεύση τους Τιτάνας.
Του Μανώλη Σκαρσούλη