ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

«Γυναίκες που γίναν ένα με τη γη» - Όταν το θέατρο γίνεται με ψυχή για την ψυχή μας της Καλλιόπης Κωτσάκη

0

Το θέατρο «ως γεγονός περιορισμένο στο χώρο και στο χρόνο επιδιώκει, μέσα από τη συγκεκριμένη σκηνική δράση που παρουσιάζει και τον κρυπτογραφικό κώδικα που χρησιμοποιεί να περικλείσει κάτι για το μεγάλο γεγονός της ζωής και του κόσμου, διεγείροντας την ανθρώπινη φαντασία κι ευαισθησία».[1] Η γνωστική διάσταση του θεάτρου οδηγεί στην κατανόηση της θεατρικότητας της καθημερινής ζωής ,στο βίωμα των ιδεών και των αξιών του πολιτισμού, στη συνειδητοποίηση πως θέατρο είναι οι άνθρωποι, οι μνήμες, ο λόγος, η συγκίνηση, η σιωπή. Ο Κάρολος Κουν σε διάλεξή του στον Όμιλο Φίλων Θεάτρου Τέχνης (17/8/1943) έλεγε: «Δε κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δε κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέριος πολιτισμός στον τόπο μας. ….» και κατέληγε «..Το θέατρο ως μορφή Τέχνης, [μας] δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νοιώσουμε μαζί μια αλήθεια.» Έτσι μπορούμε να δούμε την θεατρική παράσταση ως σύζευξη αξιών, συνειδήσεων και καταστάσεων που μορφώνει και επαναβεβαιώνει με την ενσυνείδητη αναπαραγωγική εικονοποίηση του πραγματικού και τη βιωματική μέθεξη στα σκηνικά διαδραματιζόμενα, την κατεξοχήν παιδαγωγική δυναμική του θεάτρου, αναδεικνύοντάς το για άλλη μια φορά σε προνομιούχο μέσο αγωγής και παιδείας.

Σήμερα η θεατρική αγωγή, ως μια εναλλακτική μορφή επικοινωνίας και έκφρασης, δημιουργεί προϋποθέσεις για ισότιμη συμμετοχή και αλληλεπίδραση, καλλιεργεί τον δραματικό και θεατρικό γραμματισμό, που με τον δικό του τρόπο οδηγεί στη γνώση και την κριτική σκέψη, προτείνει ένα μοντέλο μάθησης στο πλαίσιο της ενεργούς συμμετοχής του μαθητή σε ένα σύγχρονο, ανθρώπινο, δημοκρατικό σχολείο.

Η θεατρική παράσταση με τίτλο «Γυναίκες που ’γιναν ένα με τη γη», που παρουσιάστηκε από τη Μαρινέλλα Βλαχάκη και τους συνεργάτες της στο πλαίσιο του προγράμματος Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας, που υλοποιείται από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης και το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας της Ιστορίας της Εκπαίδευσης και του Διδασκαλικού Επαγγέλματος (ΚΕΜΕΙΕΔΕ), στο Φοιτητικό Πολιτιστικό Κέντρο Ξενία, ανέδειξε τόσο την παιδαγωγική και εκπαιδευτική προσφορά του θεάτρου όσο και την δημιουργική συμπόρευση λογοτεχνίας και θεάτρου. Γνωρίζοντας πως η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου οδηγεί τον αναγνώστη στη δημιουργία των δικών του προσωπικών εικόνων προκειμένου να αποδώσει τα πρόσωπα και τις σχέσεις των ηρώων στο τοπικό, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε την παραστατική δύναμη των λογοτεχνικών κειμένων και κατανοούμε τη δυνατότητα που δίνει το θέατρο στο λογοτεχνικό κείμενο να υπάρχει με το πέρασμα του χρόνου και «να προκαλεί, να αφυπνίζει, να συν-κινεί όχι μόνο σε επίπεδο ανάγνωσης ή αποστήθισης». Λογοτεχνικά κείμενα διασκευάζονται για το θέατρο και ο αναγνώστης ως θεατής πια προσλαμβάνει τις αξίες, τα ήθη, τον κόσμο και τη γνώση με τη γλώσσα/λόγο του κειμένου αλλά και με άλλους σημασιολογικούς κώδικες όπως η μουσική, η φωτογραφία, η ζωγραφική κλπ.

Για τη θεατρική παράσταση « Γυναίκες που γίναν ένα με τη γη» αποτέλεσε την αφορμή και το θεμέλιο το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη « Αυτές που γίναν ένα με τη γη», μια καταγραφή εξήντα οκτώ λαϊκών αυτοβιογραφιών γυναικών από την Ήπειρο.

Ο λαϊκός λόγος των γυναικών της Ηπείρου, όπως καταγράφεται στο βιβλίο, αποτελεί μαρτυρία για τα δραματικά γεγονότα, ιστορικά και κοινωνικά, που ξετυλίχτηκαν σε χρονικό διάστημα μισού περίπου αιώνα στην ηπειρώτικη γη, με έμφαση στη δεκαετία του 1940. « Ήταν τα χρόνια δύσκολα. Πολέμοι και Κατοχή και ανέχεια. Κι αυτές ξεχασμένες από Θεό και Κράτος. Αντέξανε και θυμούνται και μολογάνε με τη δική τους τη φωνή. Αυτά που τις σημάδεψαν. ..»[2] σημειώνει στο προλογικό της σημείωμα η Γεωργία Σκοπούλη και υπογραμμίζει « γι αυτές τις γυναίκες ήθελα να πω. Γι αυτές τις γυναίκες που γίναν ένα με τη γη και τα στοιχειά της φύσης. Γι αυτές που ξεχέρσωσαν τη γη. Με τα χέρια τους. Που την μίσησαν και την αγάπησαν τη γη την κακοτράχαλη, τη γη την Ηπειρώτικη. Που έθρεψε τα παιδιά τους και μάρανε την ομορφιά τους… Να σώσω κομμάτια από τις ζωές τους ήθελα. …»[3] Η Γεωργία Σκοπούλη κατέγραψε τον καημό, την πίκρα, την αυτοθυσία αλλά και την περιπέτεια και τον αγώνα των απλών γυναικών σε ένα πλαίσιο αξιοπρέπειας και θλίψης , ανεκτικότητας και γενναιοδωρίας προς τους άλλους. Διατήρησε τον λαϊκό λόγο των γυναικών και μόνη έγνοια της ήταν «ο ζωντανός ο λόγος να γραφτεί έτσι που να μπορεί να αναπαραχθεί ο ίδιος κι απαράλλαχτος… Ο κανόνας ήταν: Ακούω τη γυναίκα να μιλάει κι έτσι γράφω…».[4] Το αποτέλεσμα την δικαίωσε καθώς ο λόγος των γυναικών, ως μέρος της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας, συνομίλησε με την τέχνη της Ποίησης.

Οι εξήντα οκτώ λαϊκές αφηγήσεις ως ιδιότυπος ποιητικός λόγος με αισθητική και συναισθηματική αξία , ως εκχύλισμα της ζωής, επιβεβαίωσαν τον λόγο του Γ. Σεφέρη «η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα»· σύμφωνα με τον Ευάγγελο Αυδίκο, καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας « οι εξήντα οκτώ ιστορίες αποτελούν ψηφίδες ενός κόσμου που σβήνει. Είναι ποιήματα μιας εποχής όπου οι πρωταγωνίστριες αργάστηκαν με τον καθημερινό μόχθο, άμαθες από λόγια. Από τα μικράτα τους ανέλαβαν ευθύνες και η κατάθεσή τους στον πολιτισμό ήταν ο ιδρώτας και ο αδιάκοπος αγώνας».[5]

Η Μαρινέλλα Βλαχάκη σημειώνει «τελείωσα το βιβλίο γρήγορα αλλά μου ήταν αδύνατο να το εγκαταλείψω στη βιβλιοθήκη. Αισθάνθηκα ακαταμάχητη την ανάγκη να μεταφέρω , κατά το δυνατόν, κι εγώ με τη σειρά μου τη φωνή τους στη σκηνή.» Έτσι αφού επέλεξε και διασκεύασε χαρακτηριστικά αποσπάσματα των αφηγήσεων των γυναικών διαμόρφωσε έναν θεατρικό μονόλογο όπου επτά ηλικιωμένες γυναίκες αφηγούνται με καταλυτική δωρικότητα το παρελθόν τους, εγγύτερο και απώτερο.

Η Ελέγκω, η Ζαχάρω, η Χρυσάνθη, η Βασιλική …και η ιστορία καθεμιάς θύμησαν «ανάλογες ιστορίες των μανάδων και των γιαγιάδων μας» στην Μαρινέλλα Βλαχάκη και καθώς όπως λέει η ίδια «η μνήμη είναι οι ρίζες που συγκρατούν τα χώματα να μην τα παρασέρνουν οι κακοτοπιές» θεώρησε πως « ετούτες οι γυναίκες αγγίζουν τα ψηλότερα» και με τη δύναμη της ψυχής της τις παρουσίασε στη σκηνή και ανέδειξε το αξιακό τους σύστημα: επιμονή και υπομονή· εργασία, ήθος και ευγένεια· αγώνας και αγωνία· κατάφαση στη ζωή· αισιοδοξία μέσα από κάθε δυσκολία· νομοτέλεια: « έτσι είναι η ζωή, έχει και καλά έχει κι αχαμνά. Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά παραδεχούμενα». Μακριά από κάθε μιζέρια. Χωρίς μεμψιμοιρία. Μόνο αξιοπρέπεια και μια αδιόρατη θλίψη, ικανές ωστόσο να αποδώσουν την σκληρή πραγματικότητα.

Το θεατρικό μονόλογο της Μαρινέλλας Βλαχάκη ολοκλήρωσαν α) οι φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα, «μνήμη τυπωμένη στο χαρτί», που αναπαράστησαν το σκληρό ηπειρώτικο τοπίο, χιονισμένα βουνά, δάση, ποτάμια, ουρανός, κατσίκια και πρόβατα και συμπλήρωσαν τα πρόσωπα των γυναικών. Τα χρώματα των φωτογραφιών μαύρο, άσπρο, γκρίζο έδεσαν με την καταχνιά των βουνών και απόδωσαν τον φόβο, την αγωνία, την υπομονή, την αβεβαιότητα αλλά και την ελπίδα και την επιμονή των προσώπων, β) τα ηπειρώτικα τραγούδια (ο Μενούσης, Γιάννη μου το μαντήλι σου κ.ά.) που επέλεξε και διασκεύασε ο Λεωνίδας Μαριδάκης και απόδωσε ο ίδιος και η Δανάη Μπότικ , συγκίνησαν και έδεσαν με τη λιτότητα του ορεινού τοπίου και γ) οι κινηματογραφημένες αφηγήσεις στον πρόλογο και στον επίλογο της παράστασης που συνέβαλαν στην ανάδειξη της ποικιλίας των θεατρικών σημασιολογικών κωδίκων. Η κινηματογραφική τέχνη του   Θοδωρή Παπαδουλάκη μεταφέροντας πρόσωπα και τοπίο στην οθόνη φώτισε τη σύζευξη των προσώπων με τον τόπο τους και υπογράμμισε τη συναισθηματική απόχρωση.

Η Γεωργία Σκοπούλη στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου της γράφει « Αν η Τέχνη είναι πηγή συγκίνησης και γνώσης, ετούτες οι γυναίκες αγγίζουν τα ψηλότερα. Αν Ιστορία είναι η αποκρυστάλλωση γεγονότων ενός τόπου κι ενός λαού, ετούτες οι γυναίκες γράψαν ιστορία με τη δική τους ιστορία. Αν Λαογραφία είναι η ζωή, τα ήθη και τα έθιμα και οι σχέσεις των ανθρώπων και η παράδοση, οι γυναίκες αυτές είναι η παράδοση.»[6]   Ο λόγος της ηλικιωμένης γυναίκας «Τι είναι δέκα παιδιά; …Έξι κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Ένα κι ένα όλα, γραμμένα και προκομμένα… Πώς τα μεγάλωσα; Μην ρωτάς …Το σχολείο ήταν απέναντι από το ποτάμι. Το χειμώνα τα πέρναγα ένα- ένα γκούτσια στην πλάτη, γιατί γιοφύρι δεν υπήρχε. Τι να σου πω ακόμη;… Όλα είναι σκορπισμένα σαν τα πουλιά. Βέλγιο, Γερμανία, Αθήνα, Γιάννενα. Κι εγώ πάντα εδώ, μόνη στο σπιτάκι μου. Να τα περιμένω, κι αυτά νάρχονται. Να φεύγουν και πάλι να ξαναγυρίζουν…»[7] που ακούγεται στην παράσταση συνιστά το σύστημα αξιών που διαμόρφωσε την κουλτούρα μας (παιδεία, αξιοπρέπεια, εργασία, οικογένεια …) και επισημαίνει πως μια θεατρική παράσταση όταν γίνεται με ψυχή είναι μια μαθητεία στην Παράδοση, στην Ιστορία, στο ήθος και τις αξίες των απλών ανθρώπων και γίνεται για την ψυχή μας.

 

Καλλιόπη Κωτσάκη

[1] Α. Τσαρμποπούλου, η χρήση της δραματικής μεθόδου σε ένα σύγχρονο μάθημα λογοτεχνίας, στο Λογοτεχνία και εκπαίδευση, επιμ. Β. Αποστολίδου, Ε. Χοντολίδου, Αθήνα, Τυπωθήτω 2006, σελ. 370.

[2] Γ. Σκοπούλη, αυτές που γίναν ένα με την γη, Αθήνα, Δωδώνη,2007, σελ. 17.

[3] Γ. Σκοπούλη, όπ.π.σελ.17

[4] Γ. Σκοπούλη, όπ.π.σελ 21

[5] http://www.giannena-e.gr/Grammata%20kai%20tehnes/biblio/Skopouli_ena_me_GH_kritiki_Aydikos.aspx .

[6] Γ. Σκοπούλη, όπ.π.σελ.20.

[7] Γ. Σκοπούλη, όπ.π. σελ 294-295.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ