Δεν είναι πολλοί οι καθηγητές που επέλεξαν, πέραν της εκλογής τους στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, παράλληλα και τη παραμονή τους στο νησί μας και μάλιστα σε μια μικρή πόλη, όπως το Ρέθυμνο. Όταν μάλιστα είχαν και άλλες επιλογές για εκλογή ή μετακίνηση σε άλλο Πανεπιστήμιο, πιο κοντά στο κέντρο, την Αθήνα, με τη μεγάλη ακαδημαϊκή κοινότητα, τις βιβλιοθήκες, τα ερευνητικά κέντρα κ.λπ. Το φαινόμενο των εβδομαδιαίων ή δεκαπενθήμερων «πανεπιστημιακών» συναντήσεων στο «Αρκάδι και στο «Πρέβελη» παλιότερα και στα αεροδρόμια «Δασκαλογιάννης» και «Καζαντζάκης» αργότερα μέχρι και σήμερα, που οι αεροπορικές πτήσεις έγιναν φτηνές, ήταν και είναι ο κανόνας για σημαντικό μέρος του καθηγητικού προσωπικού των σχολών του Ρεθύμνου. Αρκετοί είναι κι εκείνοι που διαμένουν στο Ηράκλειο και στα Χανιά.
Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο για καθηγητές που δεν έλκουν την καταγωγή τους από την Κρήτη ή απλά από το Ρέθυμνο. Γιατί στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο κανόνας και πάλι είναι οι Ηρακλειώτες να επιλέγουν να διαμένουν στον τόπο τους και οι Χανιώτες στον δικό τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη δημιουργία και συντήρηση ακαδημαϊκής ζωής. Δεν είναι κατηγορία αυτή, άλλωστε είναι παραπάνω από ανθρώπινο ο καθένας να θέλει να διαμένει στον τόπο του, όσο μακριά ή κοντά κι αν είναι αυτός. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ παρά να εξάρω τις αντίθετες περιπτώσεις, εκείνων δηλαδή που περιφρόνησαν τα συμφέροντά τους, ακαδημαϊκά, οικογενειακά, οικονομικά κ.λπ. και ζωντανεύουν την ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και το καθαυτό φτωχό μας Ρεθυμνάκι.
Μια τέτοια τιμητική περίπτωση είναι του ζεύγους Αλέξη Πολίτη – Αγγέλας Καστρινάκη. Ο Α. Πολίτης είναι βέρος Αθηναίος και θα μπορούσε να διδάσκει, μέχρι τη συνταξιοδότησή του στο ΕΚΠΑ. Άλλωστε από την Αθήνα είχε ξεκινήσει την καριέρα του, από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, την περίοδο 1976-1989. Θα μπορούσε επίσης να επιλέξει ένα πιο προοδευτικό πανεπιστήμιο, όπως εκείνο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο και είχε σπουδάσει νεοελληνική φιλολογία, ή ακόμη και τη Γαλλία, στη Σορβόννη της οποίας (Université Paris IV) και είχε κάνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Όμως τελικά επέλεξε το Ρέθυμνο για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Από το 1989 μέχρι και το 2012 υπηρέτησε το Τμήμα Φιλολογίας, και εξακολουθεί να το υπηρετεί, ως ομότιμος πια καθηγητής, προσφέροντας νέες μελέτες και νέα βιβλία κάθε τόσο, όπως «Η ρομαντική λογοτεχνία στο έθνος κράτος 1830-1880) και το πολύ φρέσκο (2021) «1821-1831: μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία», από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Οποτεδήποτε η πόλη του Ρεθύμνου του ζήτησε κάτι, ανταποκρίθηκε με ταχύτητα και επάρκεια μεγαλύτερη της ζητούμενης. Αναφέρω δύο ατομικά μου παραδείγματα. Όταν το 2013 χρειαστήκαμε, με τον Στέργιο Μανουρά, την Ασπασία Παπαδάκη, τον Γιάννη Παπιομύτογλου και τον Μιχάλη Τζεκάκη τη συνηγορία φορέων του Ρεθύμνου, για να θέσουμε υπό την αιγίδα τους τον τιμητικό τόμο «Αντιδώρημα στον Γιώργο Π. Εκκεκάκη», άλλοι την προσέφεραν (π.χ. Δήμος Ρεθύμνης) και άλλοι το απέφυγαν (π.χ. Εκκλησία). Το γεγονός αυτό, εκτός από το ότι μας απογοήτευσε προς στιγμήν, μας έκανε να αναζητήσουμε έναν πανεπιστημιακό καθηγητή κύρους για να υποστηρίξει τον τόμο στο πρώτο του μέρος, αφού μάλιστα ούτε το Πανεπιστήμιο ως τέτοιο θα το έπραττε, όσο κρατούσε η δικαστική περιπέτεια του αείμνηστου Ρεθεμνιώτη. Ο Αλέξης Πολίτης όχι μόνο συναίνεσε αλλά και ανταποκρίθηκε σχεδόν ακαριαία. Το ίδιο συνέβη και όταν του ζητήσαμε εκ μέρους του Λαογραφικού Μουσείου να δώσει μια διάλεξη με θέμα το 1821. Μου απάντησε αυτοστιγμεί ότι θα μπορούσε να μιλήσει για τους Φαναριώτες, τους οποίους θεωρεί ως παρεξηγημένους από την εθνική μας ιστοριογραφία. Ένα θέμα επιπέδου μεν αλλά που ελάχιστα θα συνάρπαζε τους Ρεθεμνιώτες για να πειστούν να προσέλθουν.
Ανέφερα όλα τα παραπάνω εισαγωγικά για να εξάρω όχι τον Αλέξη Πολίτη, που δεν έχει ανάγκη επαίνων, και μάλιστα από εμένα,, αλλά για κάτι άλλο: για να εξάρω την υπευθυνότητα και την ευθύτητα της Αγγέλας Καστρινάκη, συζύγου του, τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, που διατελεί Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής. Γιατί θέλει δυνατά κότσια, την ώρα που δίνεις πτυχία στους φοιτητές σου, που οι γονείς κι οι φίλοι τους ετοιμάζονται για κραυγές ουρανομήκεις, που όλοι τους περιμένουν «μπράβο» και «ζήτω», εσύ να τους μιλάς για θέματα δυσάρεστα. Ήταν το 2019 που τους επέστησε την προσοχή στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των νέων γενιών, με την τότε πρόσφατη και απεχθή δολοφονία της βιολόγου Σούζαν Ίτον στο Κολυμπάρι, με ερωτήματα όπως τα παρακάτω: «Πώς θα αναθρέψετε τα παιδιά σας; Τι αξίες θα διαδώσετε στο σχολείο όπου θα διδάξετε, στο φροντιστήριο όπου θα διδάξετε, στην όποια δουλειά θα κάνετε; Όχι, δεν αναθρέφουμε ‘αντράκια’, παρά ανθρώπους που σέβονται τη ζωή και την αξιοπρέπεια της άλλης ανθρώπινης ύπαρξης, που τηρούν τους νόμους του κράτους, που δείχνουν με λόγια και έργα την αλληλεγγύη τους, που βοηθούν τους πιο αδύναμους, που σέβονται τη διαφορετικότητα στις ανθρώπινες επιλογές. Δεν αναθρέφουμε ούτε ‘γυναίκες’, παρά ανθρώπινα όντα ικανά να βιώσουν την ισότητά τους και να συμβάλλουν επίσης με λόγια και έργα στις καλύτερες δυνατές ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις».
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε, για όσους τυχόν δεν την ξέρουν, ότι η Αγγέλα Καστρινάκη σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο ΕΚΠΑ, όπου και έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές. Από το 1989 υπηρετεί το Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου, σήμερα και με την ιδιότητα του Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής. Η εργογραφία της είναι εξαιρετικά μεγάλη, όπως άλλωστε πρέπει να είναι καθενός και καθεμιάς ακαδημαϊκής δασκάλας. Εκείνο που την ξεχωρίζει είναι η πνευματική προσφορά και προς κύκλους εξωπανεπιστημιακούς, στην Κρήτη και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ανατρέποντας τον κανόνα της «ακαδημαϊκής μονομέρειας». Σημειώνω ενδεικτικά διαλέξεις της στο Ηράκλειο (Βραβείο Μ. Παρλαμά, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Κράσι, Ένωση Φιλολόγων, ΤΕΕ-ΤΑΚ), στο Ρέθυμνο (Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, Σύνδεσμος Φιλολόγων), στον Άγιο Νικόλαο (Γιορτές Λόγου και Τέχνης), στην Ιεράπετρα (Δήμος), στα Χανιά (Πνευματικό Κέντρο, Ένωση Φιλολόγων, Θέατρο Μνήμη). Δεν χρειάζεται να σημειώσω άλλες στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Κόρινθο, στην Κοζάνη, στο Βερολίνο, στο Λουξεμβούργο και αλλού.
Προ ημερών η ομιλία της στους απόφοιτους της Φιλοσοφικής Σχολής είχε ως βασικό θέμα την ανάπτυξη στάσης υπευθυνότητας και την αναγκαιότητα του εμβολιασμού. Τους μίλησε σαν επιστήμονας που είναι και από ιστορική πλευρά: «Είμαστε στην αρχή ενός τέταρτου κύματος της πανδημίας που μας βασανίζει εδώ και 1,5 χρόνο... Τα παλιά χρόνια, υπήρχε ένας τρόπος να ξεπεραστεί η πανδημία: να νοσήσει το 70% του πληθυσμού. Να νοσήσει και να πεθάνει. Έτσι δημιουργείτο ότι ονομάζουμε σήμερα «ανοσία της αγέλης». Αυτό που σας λέω δεν συνιστά ‘τρομολαγνεία’, το δέχονται όλες οι ιστορικές μελέτες των πανδημιών της χολέρας ή της πανώλης. Οι άνθρωποι τότε έπαιρναν τα βουνά, προσπαθούσαν να απομονωθούν, σε καλύβια ή σε πύργους, να απομακρυνθούν από τις μολυσμένες κοινότητες. Κάποιοι τα κατάφερναν, οι περισσότεροι πέθαιναν αβοήθητοι μαρτυρώντας. Τώρα ζούμε μια πολύ ήπια εκδοχή πανδημίας. Μας κακοφαίνεται η απομόνωση, η κλεισούρα, η μάσκα, λέμε πως δεν αντέχουμε άλλο, θεωρούμε πως καταπατώνται οι στοιχειώδεις ελευθερίες μας – έχουμε την πολυτέλεια να το λέμε. Γιατί ζούμε αυτή την ήπια εκδοχή; Απλούστατα επειδή η ιατρική έχει κάνει άλματα όσον αφορά τα φάρμακα και φυσικά τα εμβόλια...».
Ανέφερε κι ένα συγκλονιστικό περιστατικό: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια τραγική ιστορία στην Ιταλία. Ένας καθολικός ιερωμένος που νόσησε, νομίζω ήταν γύρω στα 75, παραχώρησε τον αναπνευστήρα που ίσως τον έσωζε σε κάποιον νεότερο. Αιώνια η μνήμη αυτού που έδειξε μια τέτοια αυταπάρνηση, που θυσιάστηκε για τον πλησίον του....». Ναι, δεν δίστασε ούτε και σε μια τέτοια στιγμή άφατης χαράς να επικαλεστεί αισθήματα δυσάρεστα για να ενσταλάξει στους φοιτητές της την υπευθυνότητα.
Θα κλείσω με κάτι ατομικό και με μια πρόταση. Το πρώτο έχει να κάνει με το ότι με συμπεριέλαβε, μετά από ένα σχετικό άρθρο μου, στην ομάδα προετοιμασίας εκδήλωσης από τη Φιλοσοφική Σχολή μιας επιστημονικής εκδήλωσης μνήμης για την αδικοχαμένη Σούζαν Ίτον. Η εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε ούτε πέρυσι, στην επέτειο του ενός χρόνου, αλλά ούτε κι εφέτος, εξαιτίας και πάλι των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας.
Ναι, είναι αλήθεια ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποδείχτηκε πολύ μικρό στην περίπτωση της δολοφονίας της επιστήμονος αυτής, μη βγάζοντας ούτε ένα τυπικό ψήφισμα, αν και δραστηριοποιείται ακαδημαϊκά στον χώρο ακριβώς που η συνάδελφός του ήρθε για να συμμετάσχει σε επιστημονική συνάντηση. Πράγμα που έκαναν άλλοι φορείς, «ουδέτεροι» εκείνοι, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία. Το γεγονός αυτό δείχνει για μια ακόμα φορά ότι πολλά από τα μέλη του απλώς δραστηριοποιούνται στην Κρήτη, όπως θα μπορούσαν να το κάνουν οπουδήποτε στον ελληνικό χώρο, χωρίς κανενός είδους σύνδεση με την τοπική κοινωνία αλλά και χωρίς να θεωρούν ότι απαυθύνονται ούτε στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Για την ιστορία, θα πρέπει να αναφέρω ότι, πλην της Αγγέλας Καστρινάκη, στην ομάδα προετοιμασίας δέχτηκαν με προθυμία να συμμετάσχουν τρεις ακόμα ακαδημαϊκοί, που όμως αποτελούν σταγόνα εν ωκεανώ...
Εάν στην περίπτωσή μου δεν ίσχυε το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» από το Δημοτικό Συμβούλιο, στο οποίο είχα κάνει προ πολλών μηνών έγγραφη αίτηση με πρόταση να τιμηθεί η Φαλή Βογιατζάκη, θα το έκανα και για τους δύο αυτούς ακαδημαϊκούς δασκάλους, που τιμούν την πόλη μας, επιλέγοντάς την όχι απλά ως χώρο επαγγελματικής ενασχόλησης αλλά και ως τόπο κατοικίας και δραστηριοποίησής τους ως ενεργών πολιτών. Η ανταπόκρισή του θα έδειχνε ότι κάτι μας έχει απομείνει από τα στοιχεία της πάλαι ποτέ πόλης του πνεύματος και ότι δεν τα έχουν πνίξει εκείνα του οινοπνεύματος και των άλλων ψυχοτρόπων ουσιών...