ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ρεθεμνιώτικες στιγμές από τη ζωή του Νίκου Μαμαγκάκη (2)

0

Συνεχίζω την αναδρομή στα νεανικά χρόνια του Νίκου Μαμαγκάκη στο Ρέθυμνο. Την κάνω στην επέτειο της συμπλήρωσης έντεκα χρόνων από τον θάνατό του, ενώ παράλληλα υποβάλλω δύο προτάσεις: να τοποθετηθεί μια πληροφοριακή πλάκα στο σπίτι που έζησε και να μετονομαστεί το Σπίτι του Πολιτισμού σε «Αίθουσα Νίκος Μαμαγκάκης». Κι αυτό όχι μόνο επειδή το δικαιούται, ως η μεγαλύτερη μουσική φυσιογνωμία που γέννησε ποτέ το Ρέθυμνο, αλλά και επειδή το σημερινό όνομα του κτηρίου θυμίζει περισσότερο ονόματα μεγαθηρίων κομμουνιστικού καθεστώτος (Παλάτι Λαού, Μέγαρο Πολιτισμού κ.ά.) παρά τις τέχνες, τις οποίες επιχειρεί να υπηρετήσει, μεταξύ των οποίων τη μουσική. Προλαβαίνω όσους τυχόν αντιτείνουν ότι «Νίκος Μαμαγκάκης» θα έπρεπε να ονομάζεται η σημερινή αίθουσα «Παντελής Πρεβελάκης» του Ωδείου, το οποίο και υπηρέτησε ο Μαμαγκάκης ως διευθυντής, όπως θα δούμε στη συνέχεια, όμως αυτά είναι δυστυχώς τα αποτελέσματα της ημιμάθειας, που διορθώνονται μάλιστα πολύ δύσκολα. Υπενθυμίζω για όσους είχαν παραστεί ότι η αναδρομή στη ζωή του Ν. Μαμαγκάκη είχε πραγματοποιηθεί, με τη συνοδεία σχετικής προβολής, στην εκδήλωση που είχε οργανώσει η Κινηματογραφική Λέσχη στο Ωδείο στις 6 Απριλίου 2019.

Είχαμε μείνει στη Γερμανοκατοχή. Και ήρθε η απελευθέρωση αλλά και ο εμφύλιος πόλεμος. Στα όχι ιδιαίτερα γνωστά «Γεναριανά» του Ρεθύμνου έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 27 αριστεροί, κάποιοι από τους οποίους έφηβοι. Κι ακόμη, πολλοί ήταν οι Ρεθεμνιώτες που συνελήφθησαν και περισσότεροι από 150 εκείνοι που ξυλοκοπήθηκαν, βασανίστηκαν και διαπομπεύτηκαν. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους -εννοείται χωρίς καμία δίκη ή άλλη διαδικασία- ήταν και ο φίλος του Νίκου Μαμαγκάκη και του αδελφού του Βαγγέλη, γραμματέας της ΕΠΟΝ Μανούσος Πραματευτάκης, αδελφός του γνωστού μας συνθέτη. Όπως το περιέγραψε ο Μαμαγκάκης, «...και μια πρωία έρχονται και κατατροπώνουν τους λιγοστούς αριστερούς. Και σκοτώνουν τα παιδιά σαν σφακτάρια ξαπλωμένα κάτω στο πρώτο νεκροταφείο. Θυμάμαι που τα φέρανε... Μεταξύ αυτών ήταν κι ο αδερφός ενός φίλου μου συνθέτη. Ήταν πανέμορφος άνθρωπος αυτός, είκοσι δύο χρονών... Τον σκοτώσανε κάτι περίεργοι τύποι, τραμπούκοι, μέχρι να πεις κύμινο...».

Δεν θα περάσουμε, πιστεύω, τα όρια του κουτσομπολιού, αν καταγράψουμε δύο περιστατικά που είχαν να κάνουν με το ερωτικό ξύπνημα του συμπατριώτη μας συνθέτη. Ο πρώτος του έρωτας, όπως έγραψε, ήταν η Στέλλα. Δεν είναι ανάγκη να παραθέσουμε το όνομά της, ας πούμε μόνο ότι ήταν κατά τι μικρότερή του σε ηλικία. Οπωσδήποτε η κοπέλα δεν υποψιαζόταν τίποτα από τα αισθήματα που έτρεφε γι’ αυτήν ο έφηβος Νίκος Μαμαγκάκης, Παραθέτω τα γραφόμενά του: «Η Στέλλα. Μια κοπέλα πολύ ταλαντούχα και όμορφη, που έπαιζε πιάνο. Πήγαινα κι εγώ και παίζαμε οι δυο μας... Την εντυπωσίαζα με τις γνώσεις μου... Η επαφή μου μαζί της ήταν μια όαση». Ο πατέρας του κοριτσιού, μηχανικός στο επάγγελμα, είχε μια κιθάρα καλής κατασκευής, που την έδινε στον Μαμαγκάκη με πολλή φειδώ. Δεν χρειάζεται λοιπόν να αναφέρουμε ότι τις λίγες εκείνες φορές, ο μελλοντικός μουσικός κυριολεκτικά ξενυχτούσε, παίζοντάς την. Η Στέλλα, στην οποία ο Μαμαγκάκης παρέδινε μαθήματα αρμονίας, θα μπορούσε να γίνει μια μεγάλη πιανίστα, κατά τον ίδιο, αν δεν πέθαινε πολύ πρόωρα, από «επεισόδιο στον εγκέφαλο».

Το επόμενο περιστατικό είναι χαρακτηριστικό για την σεξουαλική αφύπνιση των εφήβων στο μεταπολεμικό Ρέθυμνο. Η σεξουαλική τους αγωγή περιλάμβανε ό,τι έβλεπαν να κάνουν τα ζώα μεταξύ τους, ό,τι μάθαιναν από το «ράδιο αρβύλα» των συνομήλικων και των μεγαλύτερων και ό,τι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν εκ του φυσικού, από τις ερωτικές συναντήσεις. Συναντήσεις που δεν έλειπαν σε καμιά εποχή, μόνο που τότε ήταν πολύ πιο δύσκολες και πραγματοποιούνταν στα πιο δυσπρόσιτα μέρη. Τα Πευκάκια και η Τρυπητή (φωτογραφία) αν είχαν φωνή θα μπορούσαν να συνηγορήσουν ένθερμα υπέρ της άποψης αυτής! Ο νεαρός Νίκος δεν χρειαζόταν όμως να πάει τόσο μακριά, αφού είχε την τύχη να παρακολουθεί σκηνές εκ του φυσικού απ’ τον φεγγίτη ενός ζαχαροπλαστείου, ο ιδιοκτήτης του οποίου συνευρίσκετο με μια προσφυγοπούλα.

Όταν όμως κάποτε αυτός και η παρέα του κρυφάκουσαν το κορίτσι, μετά την ολοκλήρωση των τεκταινόμενων, να του λέει ναζιάρικα «Χάρισέ μου ένα νεφέσι» (δηλαδή να του χαρίσει μια «τζούρα» από το τσιγάρο του), εκείνοι, οι αθεόφοβοι, κάθε φορά που το συναντούσαν τού επαναλάμβαναν τη φράση του αυτή, γεγονός που φαίνεται ότι το έκανε να εγκαταλείψει στο τέλος το Ρέθυμνο. Σημειώστε -για τα ήθη της εποχής- ότι δεν το έκαναν με τον ιδιοκτήτη του ζαχαροπλαστείου, άνδρα που δεν θα το άφηνε έτσι, αν τολμούσαν, και θα τους στόλιζε με ουκ ολίγα «γαλλικά», αφού μάλιστα σ’ αυτή τη γλώσσα διαφημιζόταν στο τότε Ρεθυμνάκι! Το έκαναν για την κοπέλα, η οποία ήταν ευάλωτη όχι μόνο εξαιτίας του φύλου της αλλά και της καταγωγής της, ούσα προσφυγοπούλα, που η πείνα την ανάγκαζε να επιδίδεται σε περιπτύξεις μ’ ένα ευυπόληπτο Ρεθεμνιώτη που θα μπορούσε να είναι και πατέρας της. Οποία λοιπόν έκπληξη για τον συνθέτη, όταν το έτος 1963, που συνέθεσε τη μουσική για τις «Σφήκες» του Αριστοφάνη, οι οποίες ανέβηκαν σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού στην Επίδαυρο, ήρθε στο τέλος της παράστασης στο καμαρίνι του μια κυρία, που τον συνεχάρη με θέρμη. Κι όταν εκείνος τη ρώτησε ευγενικά ποια είναι, εκείνη, σκύβοντας στο αυτί, του ψιθύρισε: «Χάρισέ μου ένα νεφέσι»!

Ας περάσουμε όμως τώρα στον τομέα των μουσικών καταβολών τού Νίκου Μαμαγκάκη. Είδαμε ότι προερχόταν από οικογένεια μουσικών, αφού ο πατέρας του έπαιζε εξαιρετικό μπουλγαρί και ο αδελφός του εξίσου καλό ακορντεόν (φωτογραφία), από το οποίο συχνά πυκνά έβγαζε και το κατιτίς του, παίζοντας για παράδειγμα στο «Ρομάντζο» του Ρουσάκη στον Άγιο Νικόλαο. Είδαμε επίσης ότι η μητέρα του τον γαλούχησε με το τραγούδι, με κομμάτια που είχε μάθει στα λίγα χρόνια που είχε πάει στο σχολείο, αλλά και με δικά της, αυτοσχέδια, και βέβαια με πολύ «Ερωτόκριτο». Γι’ αυτόν ανέφερε πολύ αργότερα συνθέτης: «Μελοποιώ τον Ερωτόκριτο πάνω από μισό αιώνα. Στο σχολειό του έμαθα τι θα πει προσωδία και πώς πρέπει κανείς να μελοποιεί».

Έγραψε επίσης ότι η μητέρα του τραγούδαγε και κομμάτια της «Ερωφίλης», του συμπατριώτη μας Γεωργίου Χορτάτζη. Προκαλεί όμως ερωτηματικό το πάνω σε ποια μελωδία το έκανε αυτό, αφού ο πρώτος που επιχείρησε να την μελοποιήσει ήταν ο ίδιος, ο Μαμαγκάκης το έτος 1970. Την κυκλοφόρησε σε δίσκο, με τον Γιάννη Πουλόπουλο στον ρόλο του Πανάρετου, την Καίτη Χωματά στον ρόλο της Ερωφίλης, την Αρλέτα στον ρόλο της Νένας, τον Γιάννη Θωμόπουλο στον ρόλο του Καρποφόρου, και με αφηγητή τον αξέχαστο Μάνο Κατράκη. Οπωσδήποτε εξαιρετικά σημαντική για την μουσική του πορεία ήταν η συγγένεια από την πλευρά του πατέρα του με τον Ανδρέα Ροδινό, αφού ήταν αδελφός της μητέρας τού λυράρη Χρυσούλας Μαμαγκάκη. Ο Νίκος δηλαδή και ο Ανδρέας (στη φωτογραφία αριστερά, με τον Γιάννη Μπερνιδάκη) ήταν πρώτα ξαδέλφια. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Το πρώτο μουσικό άκουσμα για μένα ήταν ο Ροδινός, ο μεγαλύτερος λυράρης που γέννησε η γης». Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε τον συγκλονισμό του συνθέτη, όταν εκείνος πέθανε από φυματίωση σε ηλικία μόλις 22 ετών και οι δικοί του έφτασαν να κάψουν τα λιγοστά υπάρχοντά του, εξαιτίας του φόβου της μετάδοσης της ασθένειας αυτής.

Επιτρέψτε μου να παραθέσω λίγους στίχους από το έργο του «Μικρό έπος για τον Ανδρέα Ροδινό», που δείχνει για μια ακόμα φορά ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης «έδινε νερό του αγγέλου του» και με το παραπάνω μάλιστα:

...Αχ κάτι εζηλέψατε, τα κάλλη και τη νιότη

και πήρατε το Ροδινό, την ομορφιά την πρώτη.

Τη λύρα του εζηλέψατε, τη νιότη και το φως του

κι έγιν’ η Πούλια κι ο ήλιος αδερφός του!

Μοίρα σκληρή και άπονη, κακήν έκανες κρίση.

Πώς έβαλες το χέρι σου κι έκοψες κυπαρίσσι;

Αν έκοβες το γιασεμί, πάλι ’θελε βλαστήσει

μα έκοψες νεραντζανθό κι αδίκησες τη φύση!

Όσοι γνωρίζουν κάποια πράγματα για το μεγάλο κεφάλαιο του λαϊκού μας πολιτισμού που επιγράφεται «μοιρολόγια», καταλαβαίνουν αμέσως ότι ο Μαμαγκάκης το κατείχε πλήρως, έχοντας γαλουχηθεί και σ’ αυτό από τη μητέρα του αλλά, ίσως, και από την αξεπέραστη σχετική μελέτη του Γιάννη Ευθ. Τσουδερού αργότερα.

Ο αδελφός του Ανδρέα Ροδινού, Μανόλης, πρώτος εξάδελφος επίσης του Νίκου Μαμαγκάκη, ήξερε κι αυτός από μουσική και του είχε χαρίσει το μπουλγαρί του, που με τη σειρά του το χάρισε πολύ αργότερα στον Μιχάλη Τζουγανάκη. Ο Μανόλης ήταν ένας ακαλλιέργητος τύπος, που κάποτε, όταν είχε δει τον νεαρό Νίκο με το τσιγάρο (ίσως και ρεθεμνιώτικης κατασκευής, όπως στη φωτογραφία), τού  το είχε βάλει ανάποδα στο στόμα -με την εξουσία που του έδινε η συγγένεια-, χωρίς βεβαίως να τον αποτρέψει με την παιδαγωγική αυτή από το να γίνει καπνιστής. Στην πραγματικότητα παρήγαγε το εντελώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Να σημειώσουμε επίσης ότι, αν και τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του το είχε κόψει, αυτό δεν απέτρεψε τελικά τον καρκίνο, ο οποίος και προκάλεσε τον θάνατο του συνθέτη.

Κι άλλες αφορμές να αγαπήσει τη μουσική είχε ο Νίκος Μαμαγκάκης. Δώδεκα χρόνων βρήκε σε βομβαρδισμένο σπίτι κάποια από τις εκδόσεις της «Ερωφίλης», ενώ σ’ ένα άλλο είχε αντικρίσει για πρώτη φορά ένα πιάνο: «...σκαλωμένος πάνω στα χαλάσματα παίζω τις χορδές που είχαν απομείνει από ένα διαλυμένο, κατεστραμμένο εντελώς, πιάνο». Στον μονόδρομο της μουσικής του πορείας βοήθησαν και τα κρητικά ακούσματά του, που, πέραν του Ροδινού, περιλάμβαναν Νικήστρατο (Αλεξανδράκη) και γερο-Πίσκοπο (Νικόλαο Πισκοπάκη, φωτογραφία). Και βέβαια συντέλεσαν οι πρώτες του σπουδές στην Φιλαρμονική του Ρεθύμνου, με δάσκαλο τον αρχιμουσικό Νίκο Γκίνο, για τον οποίο αξίζει να κάνουμε εκτενέστερη αναφορά στο μέλλον.

Παράλληλα είχε αποπειραθεί να μάθει βιολί με τον Δημήτρη Δαφέρμο, έναν καθηγητή του, που τον χαρακτήρισε «...πολύ γλυκό και αγαπημένο. Που είναι από τους ανθρώπους που ευγνωμονώ, γιατί σε μια εποχή που εμάς τότε που δεν είχαμε οικονομική και οικογενειακή επιφάνεια, δεν μας υπολόγιζαν, εκείνος μας φερόταν σαν αληθινός δάσκαλος, Επί ίσοις όροις». Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Ρέθυμνο της εποχής εκείνης ήταν, παρόλα τα σήμερα γραφόμενα, εξόχως ταξικό ως προς την οικονομική επιφάνεια των πολιτών του, όπως άλλωστε και εξόχως δυσανεκτικό απέναντι στην διαφορετικότητα. Θύματα της κοινωνίας εκείνης ήταν καταρχήν τα «χωριατάκια», που έρχονταν να μαθητεύσουν στα Γυμνάσια της πόλης και αντιμετώπιζαν καθηγητές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους τα θεωρούσαν παρίες.

Όσο για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του εφήβου Νίκου Μαμαγκάκη, διηγήθηκε ότι «...τις αισθάνθηκα παρακολουθώντας για πρώτη φορά Καραγκιόζη στο Ρέθυμνο! Ήμουν ένας καραγκιοζομανής. Και στη συνέχεια ήμουνα και καραγκιοζοπαίχτης. Επ’ αμοιβή! Στο Ρέθυμνο, στις παιδικές κατασκηνώσεις. Στον Μέρωνα». Τότε μάλιστα ήταν που ερωτεύτηκε πραγματικά για πρώτη φορά, μια Μερωνιανή κοπελίτσα,, που αργότερα σπούδασε νηπιαγωγός. Μπορούμε λοιπόν κατόπιν αυτού να κατανοήσουμε τη φιλία και την εκτίμησή του για τον Ευγένιο Σπαθάρη, όπως και τη σύνθεση του έργου του «Η όπερα των σκιών».

Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το Ρέθυμνο δεν τον χωρούσε, όπως δεν χώρεσε αργότερα και άλλους σπουδαίους μουσικούς, τον Γιώργο Κουμεντάκη και τον Γιώργο Κυριακάκη. Αυτό όμως θα γινόταν λογικά αργότερα και όχι στην εβδόμη τάξη, από τις οκτώ του τότε Γυμνασίου. Και δεν θα χρειαζόταν να φοιτήσει σε νυκτερινό γυμνάσιο στην Αθήνα, εργαζόμενος το πρωί, αν δεν συνέβαινε ένα θλιβερό περιστατικό, που τον έκανε να αναχωρήσει πάραυτα από τη γενέθλια πόλη. Ήταν όταν με τον φίλο του Α.Σ. πήγαν στα Περιβόλια να παίξουν ποδόσφαιρο. Στο γυρισμό τους όμως τα Περβολιανάκια, όπως συνηθιζόταν τότε, τους έβρισαν και τους κυνήγησαν με ξύλα και πέτρες. Ο Μαμαγκάκης σαν πιο γρήγορος έτρεξε και τους ξέφυγε, σε αντίθεση με τον φίλο του που έπεσε στα χέρια τους και τον χτύπησαν. Τότε αυτός έβγαλε το πιστόλι του (ήταν η εποχή που τα όπλα και τα πυρομαχικά υπήρχαν ακόμη και στις τσέπες των παιδιών) και σκότωσε ένα από τα παιδιά εκείνα.

Ο αδελφικός φίλος Α.Σ. του Νίκου Μαμαγκάκη, που σκότωσε με το περίστροφό του το παιδί από τα Περιβόλια, μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο του Κεραυνού, ήταν τότε μόλις δεκαεφτά χρόνων. Όμως η ανηλικιότητα δεν αναγνωριζόταν την εποχή εκείνη και χρειάστηκε να μείνει στη φυλακή για πολλά χρόνια. Κι όπως του εξομολογήθηκε πολύ αργότερα, «άμα έχεις σκοτώσει άνθρωπο, έχεις πρώτα σκοτώσει τον ίδιο τον εαυτό σου». Ο Μαμαγκάκης φοβήθηκε με τη σειρά του την εκδίκηση των συγγενών του σκοτωμένου παιδιού και φυγαδεύτηκε άρον άρον στην Αθήνα, πράγμα που ασφαλώς δεν του έκανε κακό, όπως άλλωστε και η κατοπινή του αναχώρηση για την τότε Δυτική  Γερμανία.

Θα συνεχίσουμε στις επόμενες «Ιστορικές περιηγήσεις».

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ