Έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε που μέσω του τοπικού Τύπου είχα κάνει μια πρόταση για τη διοργάνωση ενός επιστημονικού συνεδρίου, στην επέτειο των ενενήντα χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή που πλησίαζε. Σήμερα την επαναλαμβάνω, μετά τις δράσεις που διάβασα ότι έχει σκοπό να κάνει με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας ο Σύλλογος Ρεθυμνίων Μικρασιατών, σε συνεργασία με τον Δήμο Ρεθύμνης.
Είχα κάνει τότε την πρόταση με την ευκαιρία της ανθολόγησης από τον Γιώργο Φρυγανάκη των κειμένων που αναφέρονταν στους Ρεθεμνιώτες μικρασιάτες πρόσφυγες, η οποία αργότερα κυκλοφόρησε και σε βιβλίο με τον τίτλο «Η ρεθυμνιώτικη πένα και οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής». Είχε περάσει αρκετός καιρός από την κυκλοφορία του βιβλίου του Παναγιώτη Παρασκευά για τους πρόσφυγες του ανατολικού Ρεθύμνου, όπως και της υποδειγματικής έρευνας της Ευγενίας Λαγουδάκη για τους «Πρόσφυγες στο Ηράκλειο του Μεσοπολέμου». Την ίδια εκείνη εποχή πολλές ήταν οι διχογνωμίες για την ονοματοδοσία της νέας τότε πλατείας της παλιάς πόλης, η οποία πήρε τελικά το όνομα «Πλατεία Μικρασιατών».
Σήμερα δεν υπάρχει -νομίζω- λόγος να επιχειρηματολογήσω ξανά για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου συνεδρίου, αφού μάλιστα έχουν προστεθεί και λόγοι επετειακοί. Από μια άποψη μάλιστα, ευτυχώς που υπάρχουν και οι επέτειοι για να μας υπενθυμίζουν τα καθήκοντά μας. Όμως στα χρόνια που πέρασαν είχαμε και απώλειες: πέθαναν δηλαδή και οι τελευταίοι Μικρασιάτες πρώτης γενιάς, με την Βασιλεία Μαρίνου-Καζαβή, γεννημένη στο μεταίχμιο, το 1925 στο Ρέθυμνο, να τραβά πίσω της την αυλαία τον Δεκέμβριο του 2020.
Στα θετικά του χρόνου που πέρασε περιλαμβάνεται οπωσδήποτε η κυκλοφορία των βιβλίων του Παρασκευά Συριανόγλου «Μνήμες γεύσης. Συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας» το 2013 και «Μετοικεσία. Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στο Ρέθυμνο» το 2019. Μεσολάβησε επίσης η μεταφορά και ο εμπλουτισμός στο Ρέθυμνο της έκθεσης του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων «Η Αττική και η Κρήτη υποδέχονται τους πρόσφυγες του ’22» τον Νοέμβριο του -επίσης επετειακού- έτους 2013. Μεσολάβησε τέλος η ασχολία του Μανόλη Καρνιωτάκη με το θέμα των Αρμενίων προσφύγων στο Ρέθυμνο, έρευνα που υπόσχεται να προσφέρει γόνιμους καρπούς.
Τα παραπάνω αποτελούν ψηφίδες - απαραίτητες οπωσδήποτε- αλλά ψηφίδες του έργου της αποτίμησης της ενσωμάτωσης και δραστηριοποίησης των προσφύγων στη ρεθεμνιώτικη κοινωνία του μεσοπολέμου, και αργότερα, μέχρι και σήμερα. Ενός έργου που είχε ξεκινήσει -υπενθυμίζω- ο Κωστής Ξεξάκης, σε ανύποπτη εποχή, όταν οι Μικρασιάτες είχαν απαξιωθεί από έναν -κατά τα άλλα μορφωμένο- άνθρωπο, ο οποίος είχε βρει μόνο αρνητικά στην έλευσή τους, με προεξάρχοντα στοιχεία κατ’ αυτόν το χασίς και τα ρεμπέτικα τραγούδια! Ο αείμνηστος καθηγητής είχε τότε βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Για να ξαναγυρίσω στο παλιότερο δημοσίευμά μου, πιστεύω και σήμερα και μάλιστα ακόμα περισσότερο από τότε ότι η ιστορία των Ρεθεμνιωτών προσφύγων μόλις τώρα έχει αρχίσει να γράφεται, παρόλο ότι έχει περάσει ένας αιώνας. Γι’ αυτό και θα επαναλάβω την πρόταση για τη διοργάνωση ενός επιστημονικού συνεδρίου, με οργανωτικούς φορείς καταρχήν τους δύο Συλλόγους Μικρασιατών. Οι ευθύνες και η προσπάθεια διοργάνωσης ενός τέτοιου συνεδρίου θα τους προσφέρει, εκτός των άλλων, την άμβλυνση των -όποιων- διαφορών τους, τις οποίες δεν γνωρίζω αλλά και ούτε ενδιαφέρομαι να πληροφορηθώ, πολύ περισσότερο να υπεισέλθω. Συνδιοργανωτές θα πρέπει να είναι το Πανεπιστήμιο Κρήτης (τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών και Κοινωνιολογίας), το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, τα Γ.Α.Κ. Νομού Ρεθύμνης, η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη, το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, το Σχολικό Μουσείο και η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία. Οι εργασίες (ανακοινώσεις, παρεμβάσεις, συζητήσεις και τα Πρακτικά που θα προκύψουν) από ένα τέτοιο συνέδριο θα πρέπει να απαντήσουν έγκυρα σε πλειάδα ερωτημάτων. Οπωσδήποτε ο χώρος για την ανάπτυξή τους δεν είναι ο παρών, δεσμεύομαι όμως να καταχωρήσω τα σημαντικότερα στην εβδομαδιαία στήλη μου «Αναδιφώντας το χθες».
Το συνέδριο οφείλει να χρησιμοποιήσει δημιουργικά την πληθώρα των αρχειακών πηγών: Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών έχει ανοίξει το δρόμο), Δημοτολόγιο και Πρακτικά Δημοτικών Συμβουλίων και Δημαρχιακών Επιτροπών Δήμου Ρεθύμνης, Πρακτικά Κοινοτικών Συμβουλίων (στα αρχεία των νεότερων Δήμων), τοπικός Τύπος (τον έχει αναδιφήσει ο Π. Συριανόγλου), αρχεία Σχολείων όλων των βαθμίδων (όχι μόνο των «προσφυγικών σχολείων»), αρχεία Κοινωνικής Πρόνοιας και Τμήματος Εποικισμού της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, αρχεία Υποθηκοφυλακείου, Αρχείο Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής Εθνικής Τράπεζας, Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, αρχεία των μικρασιατικών συλλόγων του Ρεθύμνου κ.ά. Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσει προφορικές πηγές, τους απογόνους δεύτερης πια γενιάς, πάντα με τις μεθόδους και τους περιορισμούς που μας δίδαξε η αείμνηστη Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος και τις οποίες εφάρμοσε άριστα η Μαρία Τσιριμονάκη στο ανεπανάληπτο «Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν».
Το «Ρόδον πνευματικόν της Ρεθύμνης» μας δίδαξε όμως και κάτι άλλο: ότι δηλαδή το θέμα της άφιξης των προσφύγων της Μικρασίας δεν μπορεί να εξετάζεται ξεχωριστά από εκείνο του εκπατρισμού των Τουρκορεθυμνίων. Γι’ αυτό και το προτεινόμενο συνέδριο θα πρέπει να περιλάβει κι αυτούς. Ασφαλώς οι δύο περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες, ιδιαίτερα το πρώτο κύμα των εκτοπισμένων από τη Μικρασία, με το δεύτερο κύμα κι εκείνο των μουσουλμάνων του Ρεθύμνου, που εκείνοι όντως «μετοίκησαν» με τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923, έστω και αν αυτό έγινε καταναγκαστικά.
Το δυναμικό για την οργανωτική επιτροπή, η οποία θα σηκώσει ουσιαστικά το βάρος ενός τέτοιου συνεδρίου, δεν νομίζω ότι λείπει από το Ρέθυμνο. Σκέφτομαι, πρόχειρα, τους μικρασιάτες απογόνους Γ. Φρυγανάκη, Π. Παρασκευά, Γ. Παπιομύτογλου και Π. Συριανόγλου, αλλά κι αρκετούς από τους υπόλοιπους ασχολούμενους με τα γράμματα, που κι εμείς δε θα διστάσουμε -πιστεύω- να «στήσουμε πλάτη», και γι’ αυτήν αλλά και για την επιστημονική επιτροπή. Σκέφτομαι επίσης μερικούς από τους διανοούμενους της «άλλης» πλευράς: μορφωμένους απογόνους των οικογενειών Χατζημπεκηράκη, Σελιανάκη, Βακογλάκη κ.λπ., όπως και ερευνήτριες που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια στο Ρέθυμνο, στην Δημόσια Βιβλιοθήκη και στα ΓΑΚ.
Σκέφτομαι ακόμη και ανθρώπους της τέχνης, όπως η Ayse Ergir, η οποία είχε διοργανώσει στη γκαλερί της στο Alakati (Αλάτσατα) έκθεση φωτογραφίας το 2015 με θέμα τις δύο κοινότητες στην Κρήτη των αρχών του 20ού αιώνα. Μήπως θα έπρεπε κι εμείς με τη σειρά μας να διοργανώσουμε μία τέτοια έκθεση στο Ρέθυμνο; Ο Θωμάς Κρεβετζάκης μπορεί να πάρει σχετική πρωτοβουλία, είτε ως αντιδήμαρχος υπεύθυνος πολιτιστικών θεμάτων είτε ως διευθυντής των «Ημερών Ρεθύμνου» ή -ακόμα καλύτερα- και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Υπενθυμίζω ότι σχετικές εκδηλώσεις είχε διοργανώσει το 2016 στον Άγιο Νικόλαο ο εκεί Δήμος, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ανταλλαγμένων Λοζάνης, στις οποίες είχε μάλιστα πάρει μέρος η χορωδία του Συλλόγου Μικρασιατών Ρεθύμνου.
Θα τελειώσω με δύο ακόμα προτάσεις προς τους Συλλόγους. Θα τους πρότεινα λοιπόν να θεσπίσουν υποτροφίες και ν’ αναθέσουν σε υπότροφους φοιτητές κοινωνικών, οικονομικών και ιστορικών επιστημών τη συγκέντρωση του απαραίτητου αρχειακού υλικού και την ψηφιοποίησή του, προκειμένου να είναι προσβάσιμο από κάθε μελετητή. Από την πλευρά μου ως ελάχιστη συνεισφορά σε μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσα να καταθέσω τα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει για την εκπαιδευτική προσφορά των προσφύγων στο Ρέθυμνο και στην ύπαιθρό του.
Η άλλη πρόταση έχει να κάνει με την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης των Συλλόγων, για την οποία έχω γίνει κουραστικός στην αρθρογραφία μου: την υποβολή δηλαδή πρότασης στη σχετική Επιτροπή του Δήμου για ονοματοδοσία κάποιου δρόμου στο όνομα της Αμερικανίδας γιατρού Εσθήρ Λαβτζόι (1867-1969). Υπενθυμίζω ότι η Αμερικανίδα αυτή ήταν πρωτοπόρος της δημόσιας υγείας, αγωνίστρια της δημοκρατίας και υποψήφια για το Κογκρέσο. Ήταν από τις ιδρύτριες της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών Γιατρών (MWNA) το 1915 και εκλέχτηκε ως πρόεδρός της το 1919. Αφιερώθηκε στην οργάνωση αυτή, αφού έχασε τον σύζυγό της και τον μοναχογιό της σε μικρή ηλικία. Ίδρυσε ανά την Ελλάδα τα Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών για την περίθαλψη των Μικρασιατών προσφύγων, σε συνεργασία με την επίσης γιατρό Μάριαν Κρούκσανκ. Στο Ρέθυμνο ίδρυσε και χρηματοδότησε αντίστοιχο ίδρυμα στο Δημοτικό Νοσοκομείο (σήμερα Σχολή Αστυνομίας), γι’ αυτό και ο δήμαρχος Μενέλαος Παπαδάκης ονοματοδότησε τον δρόμο που οδηγούσε σ’ αυτό και της επέδωσε το κλειδί της πόλης. Μια δεκαετία αργότερα ο Δήμος μας ξέχασε την προσφορά της και μετονόμασε τον δρόμο αυτό σε Νικολάου και Μαρίας Καστρινάκη. Καλό θα ήταν επίσης οι Σύλλογοι να έκαναν κάτι ακόμα, ένα μνημόσυνο γι’ αυτήν.
Παράλληλα δεν θα πρέπει να κωφεύουν στο αίτημα αποκατάστασης του τάφου του ευεργέτη των προγόνων τους, γιατρού Σταμάτη Ρολόγη, ο οποίος παραμένει βανδαλισμένος στο παλιό νεκροταφείο. Δυστυχώς σε πρόσφατη εκδήλωση που διοργανώσαμε για άλλο θέμα μάθαμε από το στόμα του μητροπολίτη ότι ο τάφος αυτός έχει πουληθεί(!). Ο ίδιος είχε κατά νου να δημιουργήσει ένα νέο τάφο, για ευεργέτες του Ρεθύμνου όπως ο Ρολόγης, στη θέση εκείνου των τριών επισκόπων του Ρεθύμνου, για τα οστά των οποίων οργάνωσε μετακομιδή στο λόφο του Τιμίου Σταυρού το περασμένο καλοκαίρι. Απ’ ότι μπορώ να γνωρίζω δεν πρόλαβε να προχωρήσει τη σκέψη του εκείνη, την οποία καλούνται σήμερα οι δύο σύλλογοι να υλοποιήσουν. Για ν’ αποδείξουν ότι γνωρίζουν την ιστορία τους και ότι ξέρουν να τιμούν όσους κι όσες ευεργέτησαν τους ξεριζωμένους προγόνους τους.