Εδώ και κάμποσα χρόνια προσπαθώ προβάλλω μέσω του Τύπου και ενισχύω ηθικά κάποια σχολεία και εκπαιδευτικούς που προσφέρουν πολύ περισσότερα απ’ όσα προβλέπει το καθηκοντολόγιο του επαγγέλματός τους. Το κάνω ως συνταξιούχος εκπαιδευτικός ο ίδιος αλλά και ως παππούς που αναζητά την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση για τους απογόνους του και για όλα ασφαλώς τα παιδιά του κόσμου.
Το έκανα παλιότερα με τον δάσκαλο Άγγελο Πατσιά και την παιδαγωγική του ομάδα, που έστησαν το αποκαλούμενο «θαύμα του Φουρφουρά». Το έκανα επίσης με τη δημιουργική Δήμητρα Κατσούλη και το Νηπιαγωγείο της Κυριάννας. Σήμερα θ’ απασχολήσω τους αναγνώστες μ’ ένα ολιγοθέσιο δημοτικό σχολείο, διθέσιο, στον Εμπρόσνερο Αποκορώνου. Για όσους και όσες τυχόν δεν γνωρίζουν, διθέσιο είναι το πλήρες σχολείο των έξι τάξεων με δύο όλους κι όλους δασκάλους ή δασκάλες (υπάρχουν και τα πιο δύσκολα: μονοθέσιο με ένα δάσκαλο). Πρώτη γνωριμία είχα με το σχολείο αυτό και με τον σταθερό δάσκαλό του Μανόλη Τσιλιβάκη πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια, όταν με είχε οδηγήσει και συστήσει ο επίσης δάσκαλος Γιώργος Πολάκης. Πολλά χρόνια αργότερα, την περίοδο 2012-2016, είχα την ευθύνη της παιδαγωγικής και επιστημονικής του καθοδήγησης, ως Σχολικός Σύμβουλος.
Βέβαια κατά την τετραετία αυτή ο Μανόλης Τσιλιβάκης χρειάστηκε ν’ απουσιάσει κάποιο διάστημα, με άδεια ανατροφής παιδιού, οπότε το Σχολείο αποδιοργανώθηκε. Οι συνάδελφοι και συναδέλφισσες που είχαν τοποθετηθεί, αναπληρώτριες και χωρίς παιδαγωγική και κοινωνική εμπειρία, δεν μπόρεσαν να πιάσουν τον παλμό των παιδιών του κτηνοτροφικού αυτού χωριού, τα οποία διαχρονικά παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευστροφία αλλά και είναι αεικίνητα σαν τα κατσίκια του τόπου τους. Χρειάστηκαν απογευματινές συνεδριάσεις μ’ όλους τους εμπλεκόμενους για να βρεθεί μια φόρμουλα λειτουργίας, και τότε είναι που εκτίμησα περισσότερο την προσφορά του δασκάλου που απουσίαζε και ρύθμιζε μέχρι πρότινος την κατάσταση, ώστε όλα να «δουλεύουν ρολόι».
Μετά την επιστροφή του επισκέφτηκα το Σχολείο χωρίς προειδοποίηση. Πρέπει να διευκρινίσω ότι κανόνας μου ήταν να ειδοποιώ από την προηγούμενη ημέρα τα περισσότερα από τα 21 σχολεία που καθοδηγούσα, σε Χανιά, Αποκόρωνα και Σφακιά, εκτός φυσικά αν συνέβαινε κάτι έκτακτο και έπρεπε «να σβήσω τη φωτιά» εν τη γενέσει της. Μερικά όμως σχολεία τα επισκεπτόμουν πολλές φορές απροειδοποίητα, αισθανόμενος ότι ήμουν καλοδεχούμενος έτσι κι αλλιώς. Υπήρξαν μάλιστα και δάσκαλοι που με ήθελαν στην τάξη τους, αντίθετα μ’ ότι συνήθως συμβαίνει. Δεν ξέρω αν ωφελήθηκαν, θα το κρίνουν εκείνοι, εγώ πάντως ομολογώ ότι εισέπραξα πλήρη ανταπόδοση κι είχα έτσι την ευκαιρία να μαθαίνω μέχρι το τέλος της καριέρας μου.
Σε μια τέτοια επίσκεψη βρήκα ανεπιτήρητους τους μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων να κρατούν στο γραφείο των δασκάλων σ’ ένα τραπέζι σταθερές τις σελίδες ενός ογκώδους λεξικού και μ’ ένα δραπανοκατσάβιδο με αιχμηρή κεφαλή ξύλου να προσπαθούν να του ανοίξουν τρύπες. Στην απορία μου απάντησαν ότι το είχαν διαλύσει την προηγούμενη χρονιά και τώρα προσπαθούσαν να επανορθώσουν, «στακώνοντάς» το. Είχαν μόλις τελειώσει το μάθημα της Γλώσσας, κοινό για τις δύο τάξεις σ’ αυτού του τύπου τα σχολεία, και πήραν άδεια να το κάνουν, την ώρα που ο δάσκαλος έκανε μάθημα δίπλα με τα «δευτεράκια». Έβγαλα μια φωτογραφία, την οποία επεδείκνυα αργότερα σε σχολεία της πόλης, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να διδάσκουμε την υπευθυνότητα στα παιδιά. Καλούσα παράλληλα τους εκπαιδευτικούς να φανταστούν τι θα συνέβαινε αν στη θέση των μαθητών του επαρχιακού σχολείου βρίσκονταν παιδιά ενός σχολείου πόλης και πόσα ασθενοφόρα θα χρειάζονταν να τα μεταφέρουν στα νοσοκομεία αν επιχειρούσαν μόνα κάτι τέτοιο. Ασφαλώς αυτό συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, όταν, προσπαθώντας να τα «προστατεύσουμε», τα κλείνουμε σε μία γυάλα και τελικά τα «ευνουχίζουμε».
Οι αναγνώστες έχουν νομίζω αντιληφθεί ήδη ότι όσα περιγράφω σήμερα τα έχω δει με τα μάτια μου. Έτσι έγινε και στις αρχές της εφετινής σχολικής χρονιάς, όταν ζήτησα να επισκεφθώ σε μια τυχαία μέρα λειτουργίας του το Σχολείο και οι εκπαιδευτικοί δέχτηκαν πρόθυμα. Γιατί, εκτός από τον αναφερόμενο σήμερα δάσκαλο, στο Σχολείο υπηρετεί και μία ακόμα δασκάλα, για τις τάξεις πρώτη, τρίτη και τετάρτη. Υπηρετεί επίσης δασκάλα του Τμήματος Ένταξης, ενώ σε διπλανή αίθουσα λειτουργεί και μονοθέσιο νηπιαγωγείο. Όλα αυτά σ’ ένα διδακτήριο από τα ομορφότερα της Κρήτης, οικοδομημένο με υπόδειγμα τα «Σχολεία Συγγρού», πλαισιωμένο στο βάθος με τα χιονοσκεπή, τον χειμώνα, Λευκά Όρη. Ένα σχολείο δηλαδή αξιοθέατο από μόνο του, όπως άλλωστε και το κοντινό του Κεφαλά.
Η ημέρα στον Εμπρόσνερο ήταν από τις ουσιαστικότερες στην εκπαιδευτική μου ζωή. Παρακολούθησα το κανονικό μάθημα, όπου η Ελληνική Γλώσσα υποστηριζόταν από ένα αυτοσχέδιο εκπαιδευτικό παιχνίδι με πλαστικοποιημένες καρτέλες λέξεων (ουσιαστικά, ρήματα κ.ά.). Με βάση αυτές τα παιδιά δημιουργούσαν ιστορίες. Γιατί, πρέπει να το πούμε εδώ, το βασικό πρόβλημα στα σχολεία της υπαίθρου είναι η έκφραση, προφορική και γραπτή. Ενώ αντίθετα στα Μαθηματικά κυριολεκτικά πετούν, γι’ αυτό άλλωστε και το Σχολείο του Εμπρόσνερου σαρώνει στους ετήσιους διαγωνισμούς της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας.
Ο δάσκαλός τους, ο οποίος μετακινείται κάθε μέρα από τα Χανιά, δεν διστάζει να επανέρχεται και το απόγευμα στο χωριό, όταν χρειάζεται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις παίρνει τα παιδιά μαζί με τους γονείς τους και μετακινούνται στα Χανιά, προκειμένου να ζήσουν όλοι μαζί τη χαρά της βράβευσης. Φαντάζομαι ότι στη συνέχεια συνεχίζουν σε κάποιο εστιατόριο ή οβελιστήριο, μια αναψυχή που λείπει εμφανώς από τα παιδιά των χωριών μας. Όπως τους λείπει κι ο κινηματογράφος και το θέατρο, γι’ αυτό και δεν διστάζει να οργανώνει εκδρομές για την παρακολούθησή τους ή, όταν αυτό είναι πιο εύκολο, να καλεί τους καλλιτέχνες στο Σχολείο: τον Άλκη Πασχαλίδη για παράδειγμα, προκειμένου να εμψυχώσει επί τόπου τα μουσικά του παραμύθια.
Μιας κι αναφέρομαι σε καθόδους στα Χανιά (Δημοτικός Κήπος, Μονή Τζαγκαρόλων, κινηματογράφος Mega Place κ.α.) και στο Ρέθυμνο (Λαογραφικό Μουσείο, Φορτέτζα κ.α.), θα γράψω κάτι και για μια κάθοδο διαφορετική από τις προηγούμενες. Ασφαλώς δεν λείπει από τους μαθητές του Εμπρόσνερου η κοινωνικοποίηση αυτού του είδους: παρουσίαση προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, απονομή βραβείων Μαθητικού Εντύπου (βιβλίο «Ο Πύργος του χωριού μας» και ανάδειξη φαραγγιού Μπούτακα με τους νερόμυλούς του) και Ομίλου Φίλων Unesco για την προστασία των μνημείων. Για αρκετά μάλιστα από αυτά έχει γράψει κατά καιρούς ο Βαγγέλης Κακατσάκης, ο μεγαλύτερος σήμερα προωθητής του αυθεντικού μαθητικού λόγου σε επίπεδο Κρήτης.
Αυτό όμως που έζησαν στην απονομή του βραβείου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων τον περασμένο Νοέμβριο ήταν κάτι διαφορετικό. Ομολογώ ότι ο δάσκαλος με είχε καλέσει στην απονομή αυτή, όταν συναντηθήκαμε μετά από πολύ καιρό, αλλά δεν τα κατάφερα να παρευρεθώ. Μου είχε μάλιστα εκφράσει τη χαρά του που είχαν ήδη βραβευτεί με το βραβείο Τεκμηρίωσης στον 10ο Διεθνή Μαθητικό Διαγωνισμό Ταινιών Μικρού Μήκους. Ήταν πολύ περήφανος που το μικρό του σχολείο, με τις χιλιάδες δυσκολίες και προβλήματα, θα βραβευόταν ξανά, με βραβείο όχι τόσο για την τεχνική ή αισθητική της ταινίας αλλά για ίδιο της το θέμα. Εν ολίγοις παρουσίαζε την προσπάθεια όλων, μαθητών και εκπαιδευτικών, να μυηθούν στη νοηματική γλώσσα, εφόσον τη χρονιά εκείνη το σχολείο διέθετε σχετική δασκάλα που υποστήριζε έναν μαθητή. Όλοι λίγο πολύ είχαν μάθει τα βασικά, προκειμένου να επικοινωνούν καλύτερα αλλά και για να τον υποστηρίζουν τις μέρες που η δασκάλα αυτή πήγαινε σ’ άλλο σχολείο αλλά και τις χρονιές που πιθανά δεν θα αποσπούνταν καν στον δικό τους.
Δεν θ’ αναφερθώ στην καθαυτή εμπειρία των γυρισμάτων, όπως μου την περίγραψαν εκ των υστέρων. Θα γράψω όμως δυο λόγια για το μάθημα των Φυσικών που παρακολούθησα, το οποίο αγαπούσα περισσότερο απ’ όλα όσο ήμουν εν ενεργεία δάσκαλος. Οι μαθητές μου με θυμούνται περισσότερο, νομίζω, για τα πειράματα που κάναμε και για το εργαστήριο που είχαμε διοργανώσει για μια τριετία στο 2ο Δημοτικό του Ρεθύμνου. Ομολογώ ότι στον τομέα αυτό δύο μόνο δάσκαλοι μ’ έχουν συνεπάρει στην εποχή μας, ο Άγγελος Πατσιάς και ο Μανόλης Τσιλιβάκης. Με τον πρώτο είχα παρακολουθήσει μάθημα οπτικής για τους φακούς, τους οποίους τα Φουρφουριανάκια κατασκεύαζαν μόνα τους από ζελέ σε ελαστικές φόρμες ζαχαροπλαστικής, και, αφού τους χρησιμοποιούσαν στα πειράματά τους, στο τέλος τους έτρωγαν!
Με τον δεύτερο δάσκαλο παρακολούθησα το μάθημα για τα μείγματα και τα διαλύματα, στο οποίο ο πειραματισμός ήταν επίσης πρωτότυπος: χρησιμοποιώντας άμμο, τσιμέντο, πέτρες και νερό έφτιαξαν μπετόν, που στη συνέχεια το έχυσαν σ’ ένα κενό των σκαλοπατιών της εισόδου του Σχολείου, το οποίο είχε δημιουργηθεί με τα χρόνια και τα χιλιάδες πατήματα. Πριν όμως κι απ’ αυτό ξερίζωσαν τη συκιά που είχε προφτάσει να φυτρώσει εκεί κι είχαν καλουπώσει το κενό που δημιουργούνταν προς τον περίβολο. Με σανίδες, πρόκες και αληθινό σκεπάρνι!
Το σχολείο που περίγραψα παραπάνω δεν είναι ένα ακριβό ιδιωτικό. Δεν είναι καν ένα δημόσιο πολυθέσιο, πειραματικό ή πρότυπο, με βοήθεια από πανεπιστήμια και συλλόγους γονέων. Είναι ένα σχολείο ολιγοθέσιο, διθέσιο, που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να υποβιβαστεί σε μονοθέσιο (και στη συνέχεια να κλείσει, όπως έχει δείξει η εμπειρία τόσων χρόνων). Ευτυχώς έχει βγάλει καλό όνομα και κάποιοι γονείς από μακρινά χωριά του Αποκόρωνα μεταφέρουν μόνοι τους κάθε μέρα σ’ αυτό τα παιδιά τους. Με την ευκαιρία, ποιος είπε ότι δεν υπάρχει αξιολόγηση; Εφόσον το κράτος αποδεικνύεται ανίκανο να την επιβάλλει και να τη διεξάγει αξιόπιστα, το πράττει από μόνη της η κοινωνία, επιβραβεύοντας ηθικά όσους «προσφέρουν εξ ιδίων» στα παιδιά της.
Τα παιδιά του Σχολείου αυτού δεν κατοικούν στην Αθήνα ή στα Χανιά αλλά σ’ ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, έξω κι από τον δρόμο που οδηγεί στα Σφακιά. Είναι παιδιά που ζουν σε φτωχό μορφωτικό περιβάλλον και που τα περισσότερα δεν έχουν βοήθεια στο σπίτι. Αγαπούν το σχολείο τους, το διατηρούν καθαρό και ευπρεπίζουν τον περίβολό του ακόμα και κλαδεύοντας τα φυτά του. Το χωριό τους δεν έχει ιδιαίτερη παράδοση στα γράμματα, όμως το σχολειό του τιμά την ιστορία του, έχοντας αναρτημένες στους τοίχους και στην ιστοσελίδα φωτογραφίες απ’ όλες τις εποχές, ξεκινώντας από κείνες που τα παιδιά στο χωριό «κρέμονταν σαν τις ρόγες στα σταφύλια». Έχουν αρκετά προβλήματα, γι’ αυτό και το τμήμα ένταξης δεν σταματά να τους προσφέρει γνώσεις αλλά και μια ευχάριστη εμπειρία, με ζωγραφισμένες πόρτες και παιδαγωγικά παιχνίδια.
Ολόκληρο το διδακτήριο εκπέμπει με την εμφάνισή του χαρά και παιδικότητα, αφού δεν υπάρχει τοίχος αζωγράφιστος, με καλή μάλιστα αισθητική. Ακόμα κι οι πανύψηλες κουρτίνες του είναι πολύχρωμες και οι τοίχοι του έχουν δεκάδες αναρτημένες ζωγραφιές. Η σκάλα τους, που έχει γίνει πασίγνωστη και αντιγράφηκε ανά την Ελλάδα, είναι κι αυτή ζωγραφισμένη, με συνθήματα όπως «Συνεργαζόμαστε», «Ζητάμε συγγνώμη». «Κάνουμε και λάθη», «Είμαστε φίλοι» κ.λπ. Και η βιτρίνα τους, με τις δεκάδες κατασκευές μοντελισμού, κάθε άλλο παρά τυπικό σχολικό χώρο θυμίζει.
Ο δάσκαλος Μανόλης Τσιλιβάκης θα μπορούσε εδώ και πολλά χρόνια να υπηρετεί στα Χανιά, δίπλα στο σπίτι και στην οικογένειά του, κι ίσως και να είναι διευθυντής κάποιου σχολείου εκεί. Προτιμά να δαπανά σε χρήματα και χρόνο, τα οποία στερεί από τα δικά του παιδιά, από την οικογένειά του, που τα έχουν ανάγκη. Προσφέρει όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα, τα οποία πιθανώς δεν θα μάθουμε ποτέ, επειδή πιστεύει στην αποστολή και στον ρόλο του, επειδή δηλαδή τα θεωρεί «λειτούργημα», όπως το ονομάζαμε παλιότερα.
Είναι ιδεολόγος, προοδευτικός και βαθιά μορφωμένος, προσπαθώντας να μην αφήνει χωρίς να παρακολουθήσει κανένα σεμινάριο σχετικό με τη δουλειά και τα ενδιαφέροντά του. Πιστεύει βαθιά στον θεσμό του δημόσιου σχολείου και αγαπά παράφορα την Κρήτη και τον λαϊκό της πολιτισμό, αναδεικνύοντάς τον με τους μαθητές του, που γίνονται έτσι περήφανοι για τον τόπο τους. Τους μαθαίνει ριζίτικα τραγούδια, συντάσσουν κρητικά λεξιλόγια, λένε τα κρητικά κάλαντα με τις μελωδίες τους και μελετούν τα αρωματικά φυτά του τόπου τους.
Το Σχολείο του είναι ένα διδασκαλείο για τους δασκάλους που έχουν την τύχη να υπηρετούν εκεί. Γι’ αυτό και θέλω απ’ αυτή τη θέση, του συνταξιούχου εκπαιδευτικού αλλά και του παππού, να προτείνω στις εκπαιδευτικές αρχές και στον Σχολικό του Σύμβουλο (ή όπως αλλιώς έχει ονομαστεί) να διοργανώσει σεμινάρια με εισηγητή αυτόν, που να το παρακολουθήσουν σε ομάδες όσο το δυνατόν περισσότεροι εκπαιδευτικοί. Θ’ αποτελέσουν για τους περισσότερους, όσους διψούν για ιδέες και δουλειά, ένα δεύτερο πανεπιστήμιο. Και να το κάνει σύντομα, όχι γιατί μπορεί ο δάσκαλός του να το εγκαταλείψει, αλλά επειδή η τωρινή ή η επόμενη υπουργός παιδείας μπορεί από το ανάκτορο του Μαρουσιού να κρίνει ότι ο Εμπρόσνερος της στοιχίζει ακριβά και να συγχωνεύσει το σχολείο του μ’ εκείνο των Βρυσών, του Φρε ή του Βάμου.
Δεν πειράζει που κάποιοι θα ζηλέψουν, θ’ αναζητήσουν άλλοθι και θ’ αναρωτηθούν «γιατί τα κάνει όλα αυτά» και «τι θέλει να δείξει». Το ξέρουν καλά ότι δεν θέλει να δείξει απολύτως τίποτα κι ότι αν ήθελε θα μπορούσε να έχει γίνει πασίγνωστος μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ψάχνονται για εντυπωσιασμούς. Είμαι σίγουρος ότι κι αυτά τα λίγα που κοινοποιώ σήμερα εδώ πέσουν πάνω στο τείχος της σεμνότητάς του, όμως πρέπει ν’ ακούει κάθε τόσο κάποιο μπράβο, προκειμένου να παίρνει δύναμη. Θα ήθελα να κοινοποιήσω κι άλλα, γι’ αυτόν και για μερικούς ακόμα εκπαιδευτικούς που γνώρισα και δίνουν «το είναι τους» στη δουλειά τους: για τον Χρήστο Συννεφάκη, για τον Βαγγέλη Παγωνίδη, για την Ειρήνη Τσικαλάκη, για τον Αριστόκριτο Τομαζινάκη, για την Ελένη Γραβάνη, για τον Στέλιο Μιχελάκη, για τον Πάρη Παπαϊωάννου, για τη Στέλλα Χαριστού και κάμποσους ακόμα δασκάλους που τιμούν με το παραπάνω την έδρα και τον πίνακά τους. Να είναι καλά όλοι, όπου κι αν βρίσκονται, και να χτίζουν τα δικά τους «σχολεία Φουρφουρά», τα δικά τους «νηπιαγωγεία Κυριάννας» και τους δικούς τους «Εμπρόσνερους». Και διδασκόμενοι απ’ αυτούς, άλλοι εκπαιδευτικοί να τους πολλαπλασιάζουν, έτσι που σε λίγα χρόνια να μη δυσκολευτώ κι εγώ να οδηγήσω απ’ το χεράκι σ’ ένα τέτοιο σχολείο τη μικρούλα Αλκμήνη μου.