Η διαδρομή που ακολούθησε ο Εβλιάς Τσελεμπής από το Ρέθυμνο προς το Ηράκλειο μέσω της επαρχίας Μυλοποτάμου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του μαθήματος «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα από την περιήγηση του Εβλιά Τσελεμπή» που δίδαξε ο Αν. Καθηγητής Ηλίας Κολοβός στο πλαίσιο του εαρινού εξαμήνου του Ακαδημαϊκού Έτους 2021-22 στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σκοπός της εργασίας είναι η περιγραφή της διαδρομής που ακολούθησε ο «ταξιδιώτης του Οθωμανικού κόσμου» Εβλιάς Τσελεμπής κατά την διάρκεια της περιήγησής του στην Κρήτη και ειδικότερα από την κατακτημένη πόλη του Ρεθύμνου προς τον Χάνδακα, πόλη που εκείνο τον καιρό βίωνε την τελική πολιορκία και κατάκτηση από τον οθωμανικό στρατό. Βρισκόμαστε, δηλαδή, στο έτος 1669.
Η συγκεκριμένη διαδρομή, περιλαμβάνεται στην ελληνική μετάφραση τμημάτων του Οδοιπορικού του Εβλιά Τσελεμπή, και συγκεκριμένα επιλεγμένων περιηγήσεων που έκανε μεταξύ των ετών 1668 – 1671 στις περιοχές της ελληνικής χερσονήσου και των ελληνικών νησιών συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, για την οποία κυριαρχεί η αναφορά στην πολιορκία του Χάνδακα από τον Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή Πασά.
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΕΒΛΙΑΣ ΤΣΕΛΕΜΠΗΣ
Ο Εβλιάς Τσελεμπής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 10η ημέρα του ιερού μήνα Μουχαρρέμ του έτους Εγίρας 1020, δηλαδή στις 25 Μαρτίου 1611. Ήταν γιος του Μεχμέτ Ζιλλή, ενός δερβίση ο οποίος ήταν αργυροχρυσοχόος στο παλάτι του Σουλτάνου Αχμέτ Α’ (1590 – 1617) και μητέρα του ήταν μια σκλάβα από το Σουλτανικό χαρέμι.
Ήταν η εποχή που ήταν πανίσχυρη η Χασεκί Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Βαλιντέ Σουλτάν, η οποία ήταν η δεύτερη, η αγαπημένη και η νόμιμη σύζυγος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄, μητέρα δύο Σουλτάνων, του Μουράτ Δ΄ και του Ιμπραήμ Α΄ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Σουλτάνα Κιοσέμ ήταν η ισχυρότερη γυναίκα στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επηρέασε την πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσω του συζύγου της Αχμέτ Α΄, των γιων της Οσμάν Β΄ (θετός της γιος), Μουράτ Δ΄ και Ιμπραήμ Α΄ και τέλος του εγγονού της Μεχμέτ Δ΄.
Και αξίζει η αναφορά μας σε αυτό, διότι όλες οι καταγραφές του Εβλιά Τσελεμπή είναι για αυτά τα συγκεκριμένα χρόνια, κατά τα οποία η πολιτική επιρροή της ιστορικής Σουλτάνας καθόρισε τις εξελίξεις στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία περιηγήθηκε και εξιστόρησε ο λεγόμενος «ταξιδιώτης του οθωμανικού κόσμου».
Ο Εβλιάς Τσελεμπής ήταν οικονομικά εύπορος, μορφωμένος και βαθειά θρησκευόμενος. Μεγάλωσε στη συνοικία Ουνκαπάν της Κωνσταντινούπολης. Οι επιρροές του ήταν αρχικά από τον περίγυρο του στο Ουνκαπάν, την αλευραγορά της πόλης, δηλαδή. Σπούδασε στο κορανικό σχολείο του Σααντιζαντέ Εφέντη στην συνοικία Καραμάν και στον μεντρεσέ του Σεϊχουλισλάμη Χαμίντ Εφέντη. Δανειζόταν βιβλία από το τζαμί της Βεφά και υπήρξε μαθητής του βασιλικού ιμάμη Εβλιά Μεχμέτ Εφέντη, κοντά στον οποίο διδάχθηκε αραβική γραμματική, καλλιγραφία και μουσική. Λέγεται, πως προς τιμήν του πνευματικού του πατέρα πήρε το όνομα Εβλιάς.
Η Κωνσταντινούπολη, το παλάτι του Τοπ Καπί, η Σουλτανική οικογένεια και ειδικά ο Σουλτάνος Μουράτ Δ’ καθώς και ο πνευματικός ισλαμικός κόσμος της Πόλης, διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και τον ψυχικό κόσμο του Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ο «ταξιδιώτης του κόσμου», του κόσμου που είχε κέντρο την οθωμανική Κωνσταντινούπολη και την ισλαμική θρησκεία. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο από τον ίδιο τον Προφήτη, προκειμένου να κάνει ταξίδια στον κόσμο και έτσι πορεύτηκε έως το τέλος της ζωής του.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΒΛΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΗ
Μέτρο σύγκρισης για τον Εβλιά Τσελεμπή ήταν η Κωνσταντινούπολη και μοναδική αλήθεια, αυτή του Ισλάμ. Αφού περιηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε λεπτομερώς για κτίρια, αγορές, ήθη, έθιμα και πολιτισμό, από το 1640 μέχρι το 1676 ξεκίνησε τις περιηγήσεις του εκτός της Πόλης. Οι γραπτές του εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, το «Seyahatnâme», Σεγιαχατ-Ναμέ, δηλαδή το «Βιβλίο των ταξιδιών» που περιλαμβάνει τις εντυπώσεις από τα ταξίδια του στον ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική χερσόνησο, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο. Επειδή φοβόταν την θάλασσα ταξίδεψε έως την Κρήτη αλλά δεν πήγε ποτέ στην Κύπρο. Χρησιμοποίησε την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής
Ταξίδευε πάντα συνοδεύοντας στρατιωτικές ή διπλωματικές αποστολές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη, στην οποία ήρθε με ισχυρά στρατεύματα, τα οποία είχε αποστείλει ο Σουλτάνος για να «τελειώσει» την πολυετή πολιορκία του Χάνδακα. Ο Εβλιάς Τσελεμπής καταγράφει και περιγράφει όλα όσα έγιναν και οδήγησαν στην παράδοση της πόλης στον Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή Πασά.
Ακριβώς οι ημέρες που προηγήθηκαν των ιστορικών γεγονότων της οριστικής μετάβασης της κυριαρχίας του νησιού από τους Ενετούς στους Οθωμανούς, όπως ο Εβλιάς Τσελεμπής τις έζησε και τις κατέγραψε πηγαίνοντας προς το σημερινό Ηράκλειο δια της επαρχίας Μυλοποτάμου, αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας εργασίας.
ΔΙΑ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ
Γράφει ο Εβλιάς Τσελεμπής στο Οδοιπορικό του (σε μετάφραση Δημήτρη Λούπη): «Αφού περιηγηθήκαμε το κάστρο, συνεχίσαμε προς τα ανατολικά στο χωριό των απίστων Μπονστανλί, περάσαμε από τα χάνια Ντελικλίτας και Καϊνάρτζα και σε πέντε ώρες βρισκόμαστε στο τσιφλίκι του Χουσεΐν Πασά. Υπάρχει χάνι, καφενέδες και μερικά καταστήματα. Εκεί φιλοξενηθήκαμε μια νύχτα και περάσαμε ευχάριστα. Συνεχίσαμε προς τα ανατολικά μέσα από τρομακτικά μέρη, συναντήσαμε την Βρύση του Παπά, και σε δύο ώρες φτάσαμε στο χωριό Κιούπια. Όλοι οι Ραγιάδες ασχολούνται με την κατασκευή κεραμικών απ΄ όπου το χωριό πήρε το όνομα του. Υπάρχει ένα χάνι, τρεις καφενέδες και ως δέκα καταστήματα. Σε δύο ώρες ήμαστε στο Γενί Καχβέ και σε άλλες τρεις στο ορεινό χωριό Δαμάστας. »
Το «Μπονστανλί» είναι ο οικισμός Περβόλια του σημερινού Δήμου Ρεθύμνου. Ακολούθως φτάνει στα χάνια Ντελικλίτας και Καϊνάρτζα. Ακόμα και σήμερα η περιοχή του οικισμού Αγίου Νικολάου που είναι επέκταση του οικισμού Βιράν Επισκοπή του Δήμου Ρεθύμνου στην επαρχία Μυλοποτάμου, είναι γνωστή ως Καϊναρτζές. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι ακολουθεί την δημοσιά της εποχής, η οποία δεν διαφέρει ως προς την σημερινή διαδρομή δια της παλαιάς εθνικής οδού Ρεθύμνου – Ηρακλείου. Η περιοχή αυτή ανήκει σήμερα στην Κοινότητα Έρφων του Δήμου Ρεθύμνου.
Ακολούθως αναφέρεται στο Τσιφλίκι του Χουσείν Πασά. Δεν είναι γνωστό σε ποια περιοχή αναφέρεται επακριβώς. Με δεδομένο, ότι χρειάστηκαν περίπου πέντε ώρες να φτάσουν εκεί ενώ την επόμενη ημέρα έκαναν δύο ώρες να φτάσουν στο χωριό «Κιούπια», υποθέτουμε ότι βρέθηκαν στην περιοχή Αγγελιανών. Και τούτο είναι πιθανό καθώς από τον σημερινό Άγιο Νικόλαο έως τον σημερινό οικισμό Αλεξάνδρου Χάνι των Αγγελιανών συναντούμε ακόμα κατάλοιπα παλαιότερων εγκαταστάσεων που φιλοξένησαν χάνια αλλά και σπίτια ιδιοκτητών της εύφορης γης του κάτω Μυλοποτάμου, επίσης νερόμυλους ή κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Επίσης οικισμός με έντονο μουσουλμανικό στοιχείο σε κατοίκους ήταν στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας το Δαλάμπελο Αγγελιανών.
Έχοντας δεδομένο τον οικισμό Καϊναρτζέ και πορεία πέντε ωρών ανατολικά έως το «τσιφλίκι του Χουσείν» θεωρούμε πως τοποθετούμαστε στην περιοχή των Αγγελιανών ή λίγο πριν τα Αγγελιανά, πιθανόν σε έκταση της σημερινής Αλφάς και των γύρω χωριών.
Τα Κιούπια προφανώς είναι οι σημερινές Μαργαρίτες όπου συνεχίζεται η παραγωγή κεραμικών. Υπάρχει και συνοικισμός «Πυθαρουλιανά» στην Κοινότητα Μαργαριτών.
Εκείνο που ξενίζει, πάντως, είναι ότι τοποθετεί τοποθεσία «Βρύση του Παπά» πριν τα «Κιούπια» ενώ ξενίζει επίσης το γεγονός ότι κατάφεραν να φτάσουν στο «Γενή Καχβέ» μόνο δύο ώρες μετά τα «Κιούπια». Με δεδομένο πως γνωρίζουμε τις δύο θέσεις, είναι αδύνατον να έφτασαν με πεζοπορία δύο ωρών από το ένα μέρος στο άλλο. Επίσης, δεν υπάρχει κοντά στις σημερινές Μαργαρίτες καταγεγραμμένη γνωστή πηγή νερού ως «Βρύση του Παπά» ή άλλο σχετικό τοπωνύμιο.
Θεωρούμε, πως εδώ υπάρχει λάθος καταγραφή από τον Οθωμανό περιηγητή, ο οποίος ως γνωστόν κρατούσε σημειώσεις κατά την περιήγηση του και έγραψε τα βιβλία του αργότερα. Το συγκεκριμένο μάλιστα, το έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασε στο Κάιρο της Αιγύπτου.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε, πως η Βρύση του Παπά που αναφέρεται, είναι η καταγεγραμμένη από άλλους περιηγητές αλλά και ιστορικούς «Βρύση του Παπά» στα Γαραζανά Χάνια, τα οποία όντως απέχουν δύο ώρες από τον Γενή Γκαβέ, οικισμό πολύ γνωστό και σήμερα, που επίσης απέχει τρεις ώρες πεζοπορία από τον επόμενο σταθμό του Εβλιά Τσελεμπή, την Δαμάστα.
Θεωρούμε πως η αναφορά «Συνεχίσαμε προς τα ανατολικά μέσα από τρομακτικά μέρη, συναντήσαμε την Βρύση του Παπά» ήταν διαδρομή μετά τα «Κιούπια», δηλαδή τις Μαργαρίτες και όχι πριν όπως καταγράφει ο περιηγητής. Πήγε στα «Κιούπια», μετά συνάντησε την «Βρύση του Παπά» και έτσι λογικά σε δύο ώρες βρέθηκε στον «Γενί Καχβέ».
Σε άλλη περίπτωση πιθανότατα ακολούθησε μια διαφορετική διαδρομή άγνωστη σε μας. Αλλά αυτό είναι κάπως δύσκολο να συνέβη καθώς τα παραδοσιακά μονοπάτια δεν συνάδουν με αυτά που γράφει ο περιηγητής και κυρίως η διαδρομή που ακολουθεί δεν μπορεί να είναι άλλη από την γνωστή καταγεγραμμένη διαδρομή Ρεθύμνου - Ηρακλείου που περνούσε από τα συγκεκριμένα μέρη που αναφέρονται από τον Εβλιά Τσελεμπή.
Στηρίζουμε δε αυτή την υπόθεση στο ανθρωπίνως αδύνατο να βρέθηκε από τις Μαργαρίτες στον Γενή Γκαβέ σε δύο ώρες με πεζοπορία, όταν με αυτοκίνητο σήμερα είναι διαδρομή περίπου μιας ώρας.
Αντιθέτως η καταγεγραμμένη «Βρύση του Παπά» - σήμερα ως μνημείο δεν υπάρχει – απέχει ως θέση δύο ώρες πεζοπορίας από τον Γενή Γκαβέ και ακολούθως έχει λογική υπόσταση το τρίωρο να φτάσει από την σημερινή Δροσιά σ την Δαμάστα.
Η ΔΑΜΑΣΤΑ
Γράφει ο Εβλιάς Τσελεμπής: «Είναι χωριό των Ρωμιών με 150 σπίτια, καφενέδες και λίγα καταστήματα, χτισμένο σ’ ένα πετρότοπο. Σε μια ώρα προς τα ανατολικά περάσαμε από χωράφια με ροδιές και από την ψηλότερη κορφή των βουνών της Δαμάστας ξεχωρίσαμε την χαράδρα Τσιναρλί, το κάστρο Ινάντιε, το Ατζισουλαρί και την πεδιάδα του Χάνδακα, το κάστρο και τα Περίχωρα του. Το Βουνό της Δαμάστας είναι το ψηλότερο της περιοχής. Όταν μαζευτούν σύννεφα στην κορυφή του, τότε βρέχει στην πεδιάδα του Χάνδακα. Εδώ καθίσαμε μία ώρα. Οι συγκρούσεις του Μ. Βεζίρη με τους άπιστους Βενετούς είχαν αρχίσει και ο ουρανός έτρεμε με τα μπουμπουνητά των κανονιών και των τουφεκιών σαν να ερχόταν η ημέρα της κρίσεως.
Το κάστρο του Χάνδακα και ο Οθωμανικός στρατός βρισκόταν μέσα στις φλόγες του Νεμρούτ και οι καπνοί από το μπαρούτι ενώνονταν με τα σύννεφα. Κατεβήκαμε από το βουνό εξαιτίας της κατάστασης και σε μια ώρα περάσαμε από τον καφενέ των Κυπαρισσιών, σε μισή ώρα από την χαράδρα του Κολαχόρ, σε άλλη μισή ώρα από το τσιφλίκι του Κατιρτζίογλου Πασά και από ‘κει στην χαράδρα των Φοινίκων, πάνω από μια πέτρινη γέφυρα για να φτάσουμε τελικά στο κάστρο Ινάντιε.»
Η περιγραφή της Δαμάστας είναι εντυπωσιακή καθώς παραπέμπει σε αυτό που και σήμερα βλέπουμε όταν φτάσουμε εκεί. Η Δαμάστα εκείνη την εποχή, όπως και το γειτονικό Φόδελε αλλά και το Μάραθος ανήκαν στην επαρχία Μυλοποτάμου και ήταν οι τελευταίοι σταθμοί των πεζοπόρων προς τον Χάνδακα. Άλλωστε, έως και την δεκαετία του 1960 η διαδρομή από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο ήταν ακριβώς αυτή που περιγράφει ο Εβλιάς Τσελεμπής και σήμερα διέρχεται η γνωστή παλαιά εθνική οδός.
Συνεχίζοντας να τονίσουμε, ότι όντως λίγο μετά από την Δαμάστα φαίνεται ολόκληρη η πεδιάδα του Χάνδακα, όπως την περιγράφει ο περιηγητής. Ειδικά από την περιοχή κοντά στο σημερινό Μάραθος. Όλες οι περιγραφές συνάδουν με τις εκτάσεις των ανατολικών τελειωμάτων της οροσειράς Ταλέα, των σημερινών χωριών Δαμάστα, Φόδελε, Μάραθος και Ροδιά, περιοχή γεμάτη από χαράδρες, όπως περιγράφονται και χάνια πάνω στην τότε και σημερινή δημοσιά, οπότε πιθανότατα ο καφενές των κυπαρισσιών είναι στην περιοχή Δόξα, όπου και σήμερα είναι σημείο στάσης, όπως ήταν πάντα, με πασίγνωστο το μέλι από τα κυπαρίσσια που ήταν και είναι στην περιοχή αυτή.
Σε ό,τι αφορά την χαράδρα των Φοινίκων και την διάβαση από μια πέτρινη γέφυρα για να φτάσουν στο κάστρο, πιθανότατα πρόκειται για την γνωστή ως τάφρο των φοινίκων γνωστή και ως τάφρο της Βηθλεέμ που οδηγούσε στο μεγάλο φρούριο που περιέκλειε την πόλη του Χάνδακα.
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Αυτή ήταν η διαδρομή του περιηγητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Εβλιά Τσελεμπή από την πόλη του Ρεθύμνου προς τον πολιορκούμενο Χάνδακα. Είναι μια περιγραφικά σύντομη περιήγηση, με πολλές μεν πληροφορίες αλλά καθαρά ως αναφορά σε μια διαδρομή που έγινε από μια εντυπωσιακή πόλη σε μια άλλη, στην οποία έχει να καταγράψει ένα ιστορικό γεγονός.
Δεν γίνεται καμία αναφορά σε μνημεία, οπότε και δεν φαίνεται να συνάντησε κάτι που τον εντυπωσίασε ενώ αδιάφορη για τον ίδιο φαίνεται να ήταν η ανθρωπογεωγραφία της εποχής με εξαίρεση το γεγονός, ότι ήδη στην επαρχία, αν και όχι πολλά χρόνια μετά την κατάληψη του νησιού και πριν την πτώση του Χάνδακα, υπήρχαν μουσουλμάνοι κάτοικοι, οι οποίοι διέθεταν κτήματα, όπως τα αναφερόμενα τσιφλίκια του Χουσείν Πασά και του Κατιρτζίογλου Πασά.
Εν κατακλείδι, χωρίς να έχει εντυπωσιαστεί, ο Εβλιάς Τσλεμπής περιγράφει εν συντομία την διαδρομή με απλές αναφορές, ικανές όμως να δώσουν σημαντικά γεωγραφικά και τοπογραφικά στοιχεία όπως και μια γενική μεν αλλά χαρακτηριστική εικόνα της τοπικής κοινωνίας της τότε επαρχίας Μυλοποτάμου σε μια ιστορικά κρίσιμη εποχή μεταβάσεων για το νησί της Κρήτης.