Ξεκινώ σήμερα στο φιλόξενο «Ρέθεμνος» μια σειρά πέντε αφιερωμάτων στο τμήμα της ρεθεμνιώτικης ακτογραμμής, από το Στρατόπεδο και τον Κουμπέ μέχρι την «Παράγκα», τη Χοχλάδα και τον Άγιο Σπυρίδωνα. Πρόκειται για μια από τις ομορφότερες από άποψη φυσικού κάλλους περιοχές του Ρεθύμνου, η οποία όμως έχει κακοποιηθεί άγρια σε αρκετά τμήματά της. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του βιομηχανικού της παρελθόντος αλλά και από νεότερες χρήσεις, παρά το ότι κάποιοι από τους παρόδιους μοχθούν να βάλουν μια κάποια τάξη και να ευπρεπίσουν τον τόπο.
Η περιοχή γειτνιάζει με μία άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα, προς τα δυτικά. Σ’ αυτήν, ξεκινώντας από το Στρατόπεδο φτάνουμε στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, με σειρά σπηλαιώσεων παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος, στους Περιστερέδες, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Αντώνιο Αβάτζου, στο ακρωτήριο Μαυρομούρι, στο Δίθυρο και στο ρέμα της Ζουρίδας. Αν θέλουμε μπορούμε να συνεχίσουμε ακόμη παραπέρα, στο Σπήλαιο των Πειρατών, μέχρι την Παναγία την Καμαριανή. Αυτή όμως την περιήγηση, θεού θέλοντος και ποδών επιτρεπόντων, πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να περιγράψουμε στο μέλλον, σε άλλη σειρά αφιερωμάτων.
Επιστρέφοντας στη διαδρομή από το Στρατόπεδο μέχρι τη Χοχλάδα σημειώνω ότι στο παρελθόν είχα οργανώσει δύο φυσικοϊστορικούς περιπάτους στην ακτογραμμή αυτή, τον Μάιο του 2013 και τον Φεβρουάριο του 2014, με βάση το βιβλίο μου «Ρέθυμνο και θάλασσα». Και στους δύο περιπάτους πολύτιμος βοηθός είχε σταθεί ο κατεξοχήν γνώστης της περιοχής, μηχανικός Νίκος Σταγάκης. Στον δεύτερο περίπατο είχε πάρει μέρος και ο Χάρης Καλαϊτζάκης, που έφυγε από κοντά μας τέτοιες μέρες πριν από τρία χρόνια, στη μνήμη του οποίου και αφιερώνονται οι σημερινές «Ιστορικές περιηγήσεις».
Στο αφιέρωμα αυτό θα δούμε μερικές από τις απεικονίσεις της περιοχής σε διάφορες εποχές, ξεκινώντας από τη Βενετοκρατία και φτάνοντας στο σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι στις περισσότερες η κλίμακα είναι τέτοια, ώστε η ερευνούμενη περιοχή αποτυπώνεται πολύ μικρή, οπότε δεν είναι δυνατόν να περιέχει λεπτομέρειες. Αυτό συμβαίνει και με τη διπλανή λεπτομέρεια από την pianta του Francesco Basilicata του έτους 1618, στην οποία το μόνο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι το μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου, που λειτουργούσε ως το κυρίως λοιμοκαθαρτήριο της πόλης, επικουρικά με τα νεώρια του λιμανιού, και, στη θέση του σημερινού ΚΤΕΛ, τον ναό του Αγίου Αθανασίου.
Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και με την απεικόνιση της περιοχής στην pianta του Olfert Dapper του έτους 1688, στην οποία στη μονή του Αγίου Λαζάρου διακρίνεται ευκρινέστατα ο πύργος που λειτουργούσε εκεί, ενταγμένος στα πλαίσια του δευτερεύοντος δικτύου ακτοφρουράς, το οποίο μετέδιδε τον διαφαινόμενο κίνδυνο από πειρατές κι εχθρούς σ’ όλα τα σημεία της Κρήτης. Σημειωτέον ότι ο πλησιέστερος πύργος βρισκόταν λίγο δυτικότερα, στο Κουμπέ, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το κτηριακό συγκρότημα που διακρίνεται απέναντι από τον προμαχώνα Καλλέργη θα πρέπει να είναι η Μονή της Παναγίας Μεσαμπελίτισσας.
Στη διπλανή pianta του Marco Boschini του έτους 1651 στο ίδιο ακρωτήριο φαίνεται καθαρά η λειτουργία της σκοπιάς του Κουμπέ, στην οποία για τις ανάγκες του σχεδιάσματος φαίνεται να έχουν ανάψει φωτιά, με βάση την οποία επικοινωνούσαν οι σκοπιές αυτές μεταξύ τους. Της ίδιας εποχής είναι και η διπλανή της αναπαράσταση, σε σημείο του να μην ξέρει κανείς ποια στηρίχτηκε σε ποια, οπωσδήποτε όμως δεν αποτυπώνει την σκοπιά «στον Άη Γιώργη στους Πετζακάδες», όπως αποκαλούνταν, πιθανόν επειδή καλύπτεται από τους λόφους που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Δεν εξετάζουμε άλλες αναπαραστάσεις, προκειμένου να φτάσουμε στην ευκρινέστερη και περιεκτικότερη, εκείνη του ζωγραφικού πίνακα «Civitas Rethymnae» των αρχών του 17ου αιώνα. Σ’ αυτόν διακρίνονται όχι μόνο ο Άγιος Λάζαρος αλλά και η Αγιά Φωτιά (Αγία Φωτεινή) της εποχής, η Μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα (τότε Άγιος Ιωάννης) καθώς και ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Σπυρίδωνα. Διακρίνεται επίσης ο Άη Γιώργης στον Κουμπέ, τα υπολείμματα του οποίου θα συναντήσουμε παρακάτω. Για τον λατρευτικό χαρακτήρα της περιοχής μπορεί κανείς να διαβάσει τις σχετικές εργασίες του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, ο οποίος την έχει πολύ ερευνήσει.
Είναι όμως ώρα να προχωρήσουμε στο τραγικό για το Ρέθυμνο έτος 1646, το φθινόπωρο του οποίου καταλήφθηκε αρχικά η πόλη και στη συνέχεια η Φορτέτζα. Από την πολιορκία εκείνη έχει απαθανατιστεί η διπλανή απεικόνιση, που δείχνει την ερευνούμενη περιοχή κατακλυσμένη από οθωμανικά στρατεύματα, μεταξύ των οποίων αρκετούς ιππείς. Ο πλήρως ανεπτυγμένος ενετικός στόλος που τους κανονιοβολεί είναι φανταστικός, αφού η παρουσία του τις κρίσιμες εκείνες μέρες ήταν υποτυπώδης και αναποτελεσματική.
Οι ενδιάμεσες χρονικά αναπαραστάσεις του ρεθυμνιακού χώρου δεν μας βοηθούν στον εντοπισμό της κατάστασης που επικρατούσε στη δυτική ακτογραμμή, αφού αποτελούν στην πραγματικότητα αντιγραφές εκείνων της βενετοκρατίας, χωρίς οι χαρτογράφοι να έχουν καν επισκεφθεί την Κρήτη. Οδηγούμαστε έτσι αναγκαστικά στο έτος 1850, οπότε ο αξιωματικός G. Wilkinson μας χάρισε μια επιστημονική χαρτογράφηση, που όμως πολύ λίγο καλύπτει την περιοχή μας. Όμως μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε τόσο τα τρία νεκροταφεία της πόλης όσο και τη Μεσκηνιά, στους πρόποδες του λόφου του Φουρκοκέφαλου που επόπτευε την ακτή.
Ερχόμαστε έτσι στις ημέρες ενός σημαντικού για την Κρήτη πασά, τον Βελή, του πρώτου μετά τον Μουσταφά πασά που προσέφερε έργα στον τόπο. Ο Βελή πασάς (Βελιχιουδίν Ριχάτ) ξεκίνησε να διανοίγει δρόμο από το Ρέθυμνο προς τα Χανιά το έτος 1856 και τα έργα συνεχίστηκαν με διακοπές μέχρι το 1876. Η διάνοιξη τελούσε υπό την επίβλεψη του Άγγλου μηχανικού Woodward κι έφτασε από τη Μεγάλη Πόρτα μέχρι τον Πρινέ. Σε δύο τουλάχιστον φωτογραφίες του τέλους του 19ου αιώνα-αρχών 20ού φαίνεται ότι επρόκειτο για ένα μέτριο χωματόδρομο, κατά τόπους ενισχυμένο με καλντερίμι, παρότι ο περιηγητής B. Taylor ανέφερε ότι «...είναι στέρεος και φαρδύς σαν κεντρική εθνική αρτηρία της Αγγλίας»!
Θα προχωρήσουμε τη χρονογραμμή μας για να φτάσουμε στην περίοδο της όψιμης οθωμανικής κυριαρχίας, στο έτος 1864. Στο γνωστό πίνακα του Edwar Lear η περιοχή που μας ενδιαφέρει παρουσιάζεται εντελώς κενή. Η στιγμή έχει απαθανατιστεί από τη στροφή λίγο ανατολικότερα του σπηλαιώδους ναού του Αγίου Αντωνίου, μετά την Ατσιπουλιανή Καμάρα. Το παιχνίδι του ήλιου, που κρύβεται και εμφανίζεται παρακάτω, εντυπωσίασε δυστυχώς τον ζωγράφο, που το αποτύπωσε καλλιτεχνικά, βάζοντας όμως στην άκρη άλλες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα τον Κουμπέ, την κρήνη δηλαδή με τη θολωτή στέγασή της, της οποίας δυστυχώς δεν διαθέτουμε καμία αναπαράσταση. Θα δούμε παρακάτω ότι μέχρι στιγμής έχουμε μόνο γραπτή περιγραφή.
Προχωρούμε στο έτος 1870, οπότε τυπώθηκε το βιβλίο του πλοιάρχου Tomas Spratt, με τον τίτλο «Travels in Crete». Ο ζωγράφος του Anton Schranz μας χάρισε μια απεικόνιση της περιοχής, από το ύψος της Ατσιπουλιανής Καμάρας. Όπως θα το περιμέναμε άλλωστε, ολόκληρη η δυτική ακτογραμμή ήταν έρημη από κτίσματα. Να σημειώσουμε εδώ ότι η ξυλογραφία αυτή αποτυπώνει μια προγενέστερη κατάσταση, του έτους 1851, όταν ο Spratt είχε ξεκινήσει τις έρευνές του στην περιοχή.
Μ’ ένα ακόμα χρονικό άλμα βρισκόμαστε στο έτος 1925. Εν τω μεταξύ τα πράγματα είχαν αλλάξει και η μέθοδοι της τοπογραφίας (τριγωνισμός) παρέδιδαν πια ακριβείς χάρτες, όπως ο συγκεκριμένος στρατιωτικός, που εκπονήθηκε από τον λοχαγό Κωνσταντίνο Παπαθανασίου και το συνεργείο του. Διακρίνεται μια ήδη βιομηχανική περιοχή, στην οποία κυριαρχεί το εργοστάσιο Ροδινού. Διακρίνεται επίσης η περιοχή «Εβραϊκά», το εργοστάσιο της Αγίας Φωτεινής, το νταμάρι του Λαμέρα, όπως κι ένα ακόμα λίγο δυτικότερα, ο Κουμπές και τα πέριξ κτίσματα των ταμπακαριών και ο σπηλαιώδης Άγιος Σπυρίδωνας. Σ’ ολόκληρη δηλαδή αυτή την έκταση ένα αιώνα πριν υπήρχαν μόλις 18 κτίσματα, ενώ στη θέση τού μεταγενέστερου στρατοπέδου σημειώνεται κάποιο υποτυπώδες «Πεδίο βολής».
Θα σταματήσω όμως εδώ σήμερα για τη δυτική ακτογραμμή του Ρεθύμνου και θα ξαναγυρίσω στις περασμένες «Ιστορικές περιηγήσεις», στις οποίες αναφέρθηκα στην προσφορά του Κώστα Ράλλη. Είχα εκεί δημοσιεύσει μια μαθητική του φωτογραφία, σημειώνοντας ότι η δασκάλα ήταν η Αμφιθέα Ουγιάρογλου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η κόρη της Πόπη Πολυχρονάκη. Ο φίλος Κώστας δεν είναι βέβαια τόσων χρόνων, ώστε να είχε δασκάλα την αείμνηστη Αμφιθέα, είναι πολύ νεότερος, γι’ αυτό κι, όπως έγραφα, περιμένουμε απ’ αυτόν ακόμα πολλά. Αποζημιώνοντάς τον για τη αρχαιοχρονολόγηση, τού αφιερώνω τη διπλανή φωτογραφία, που άπτεται των ενδιαφερόντων του, με την οποία γίνεται παραπάνω από φανερό ότι τα ερείπια του τεκέ του Χασάν Μπαμπά διατηρήθηκαν πέριξ του Ορφανοτροφείου καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο τεράστιος σταυρός στο κέντρο του οικήματος σηματοδοτεί τη λειτουργία του ως νοσοκομείου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μνήμη Χάρη Καλαϊτζάκη
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες τρία χρόνια από την αδόκητη εκδημία του Χάρη Καλαϊτζάκη. Διετέλεσε πολίτης χρήσιμος στην κοινωνία για τις νομικές του υπηρεσίες αλλά και για την πνευματική του προσφορά («Τα καφενεία του Ρεθύμνου» κ.ά.). Αποτέλεσε πρότυπο οικογενειάρχη αλλά και νηφαλιότητας και κριτικής σκέψης. Στη μνήμη του είχαμε διοργανώσει με τον Σύλλογο Κατοίκων Παλιάς Πόλης και την Ομάδα Κυνηγιού «Μαλαγάνες» εκδήλωση, στην οποία μίλησαν ο Θωμάς Κρεβετζάκης, η Ελένη Τζέτζου, η Ελένη Γιαννακάκη, ο Μάνος Τσάκωνας, ο Μανόλης Μακριδάκης και ο υπογραφόμενος, ενώ εκ μέρους της οικογένειας είχε αντιφωνήσει ο Αντώνης Καλαϊτζάκης. Πολλοί συμπολίτες που ήθελαν να παρευρίσκονται δεν τα είχαν καταφέρει, αφού διανύαμε την περίοδο αποδρομής του κορονοϊού. Αυτοί μπορούν να αποζημιωθούν εν μέρει από την ανάγνωση του μικρού βιβλίου που είχαμε τότε τυπώσει και διανείμει με τις εισηγήσεις της εκδήλωσης και από το οποίο υπάρχουν ακόμα αντίτυπα για διάθεση. Ας είναι μακρά η μνήμη του!