Η Αμπαδιά είναι μια περιοχή μεταξύ των βουνών Ψηλορείτη και Κέντρους που περιβάλλουν την κοιλάδα του Αμαρίου και κατά τον 19ο αιώνα απαρτίζονταν από 12 χωριά, τα οποία, όλα, με εξαίρεση το χωριό Κλήμα, υπάγονται σήμερα στη Δ.Ε. Κουρητών του Δήμου Αμαρίου, καταλαμβάνοντας το νοτιοανατολικό τμήμα του.
Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής J.P. Tournefort που επισκέφθηκε την Κρήτη μεταξύ 1700 και 1702, πέρασε και από την περιοχή του Αμαρίου και εντυπωσιασμένος από τη μεγάλη φυσική ομορφιά της έγραψε στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις:
«Ενώ κατηρχόμεθα δια των πάντοτε φρικωδώς ελικοειδών ατραπών της Ίδης, αίφνης εξεπλάγημεν και εξέστημεν. Εισήλθομεν εις μεγάλην κοιλάδα, μεταξύ της Ίδης και του Κεδρίου, άπασαν κατάφυτον εξ ελαιών, πορτακαλεών, ροϊών, μωρεών, κερασιών, καρυών, κυπαρίσσων, μυρτιών, ροδοδαφνών και παντός είδους οπωροφόρων δένδρων. Αι κώμαι ενταύθα είσι και τα ύδατα θαυμάσια» (1).
Όπως αποδεικνύεται, η ονομασία «Αμπαδιά» συνδέεται με τη συγκεκριμένη περιοχή του Αμαρίου τουλάχιστον από την περίοδο της Βενετοκρατίας, μιας και κατά την περίοδο αυτή υπήρχε στην περιοχή η καβαλαρία (φέουδο) της «Αμπαδίας».
Κατά την Τουρκοκρατία και Αιγυπτιοκρατία η περιοχή εξακολουθεί να είναι γνωστή ως «Αμπαδιά».
Tο 1902, ο επιφανής Αμαριώτης (Γερακαριανός) εκπαιδευτικός Εμμανουήλ Γ. Γενεράλις, σημείωνε: «Αι κώμαι Κουρούτες, Νίθαυρις, Άγ. Ιωάννης, Αγ. Παρασκευή, Αποδούλου, Βαθειακό, Άρδακτος, Πλάτανος, Λοχριά, Σάτα, Ρίζικας, Κλήμα, ονομάζονται Αμπαδιά της οποίας οι Τούρκοι κάτοικοι, οι περιβόητοι Αμπαδιώται θεωρούνταν υπό τινων απόγονοι των Σαρακηνών» (2).
Στα δώδεκα χωριά που αναφέρει ο Γενεράλις, κάποιοι προσθέτουν και τις Μάνδρες, περιοχή που ανήκε στην κοινότητα Αποδούλου, μέχρι το 1957 που διαμορφώθηκε ως αυτόνομος οικισμός (3) και με την έννοια αυτή και οι Μάνδρες ανήκουν στην Αμπαδιά και προστίθενται στα ιστορικά δώδεκα χωριά της.
Στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, ο Στέργιος Σπανάκης, αναφερόμενος στα χωριά της Αμπαδιάς έγραφε: «Σ’ όλα αυτά τα χωριά κατοικούσαν σχεδόν μόνο Τούρκοι, που ήταν διαφορετικοί από τους άλλους Τούρκους στο χαρακτήρα, στα ήθη και έθιμα, ακόμη και στη σωματική διάπλαση. Ήτανε άγριοι, φανατικοί, αιμοχαρείς, μελαψοί, με ούλες τρίχες, με μύτη σιμή και χείλη παχειά. Είχαν ιδιάζοντα τρόπο στην ομιλία τους, που έμοιαζε με τα αραβικά. Γι’ αυτό και ο Γάλλος περιηγητής Olivier, που ήλθε στην Κρήτη το 1774, πίστεψε πώς ήταν απόγονοι των Σαρακηνών, που κατέλαβαν την Κρήτη το 824, και η λέξη Αμπαδιά προέρχεται από την αραβική λέξη badia που σημαίνει πεδιάδα. Αντίθετα άλλοι, όπως ο Pashley και ο Raulin που επισκέφθηκαν την Αμπαδιά δεν βρήκαν καμιά διαφορά μεταξύ των άλλων Τούρκων και των Αμπαδιωτών» (4).
Ο Νικόλαος Τωμαδάκης παραθέτει το εξής απόσπασμα από τη σελ. 29 των «Απομνημονευμάτων» του Κριτοβουλίδη: «Οι δ’ Αμπαδιώται έχουσι χρώμα μελανωπόν και ανάστημα ως επί το πλείστον μικρόν, και ιδιάζοντα προς το απαγγέλλειν τρόπον, παραπλήσιον προς τον της Αραβικής».
Οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων κατά τις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Οι οικισμοί τους έγιναν ορμητήρια καταστροφικών επιδρομών ως τις 28 Ιουνίου 1821, οπότε κάηκαν από τους Έλληνες επαναστάτες. Στην Κρητική Επανάσταση του 1866 οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες πήραν μέρος στις σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού στο οροπέδιο Λασιθίου, αλλά τον Ιούνιο του 1868 τα χωριά τους καταστράφηκαν και πάλι από Κρήτες οπλαρχηγούς. Η λέξη «αμπαδιώτης», κυρίως κατά τον 19ο αιώνα είχε λάβει αρνητική έννοια και έφτασε να χαρακτηρίζει τον ατίθασο, τον βάρβαρο άνθρωπο (5), αυτή όμως η χωρίς εξαιρέσεις για τους κατοίκους της Αμπαδιάς αντίληψη φυσικά έτεινε να επικρατήσει στους εκτός Αμπαδιάς κατοίκους της Κρήτης, λόγω της αγριότητας των μουσουλμάνων Αμπαδιωτών, και όχι στους κατοίκους της ίδιας της Αμπαδιάς. Το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων Αμπαδιωτών, οι οποίοι έφταναν τις 4000 περίπου, εγκατέλειψε την Κρήτη μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας του νησιού το 1897 (6).
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση της ονομασίας της Αμπαδιάς, αλλά και με τη σύνθεση του πληθυσμού της, από την Αραβοκρατία μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα που είναι και η χρονική περίοδος που κυρίως εξετάζεται εδώ (7). Ο Ιωάννης Βολανάκης, στο βιβλίο του «Τα τοπωνύμια της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης» (8) καταγράφει κάποιες από τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τοπωνυμίου «Αμπαδιά»:
α)Από το αραβικό «Abbadia» που σημαίνει «έρημος τόπος».
β)Από το λατινικό «Abbatia», που σημαίνει «Μονή, Μοναστήρι», από την ύπαρξη Ρωμαιοκαθολικού Μοναστηριού στην περιοχή, επί της εποχής της Βενετοκρατίας (1210 -1645/69)
γ)Από το όνομα «Αμπάν», του αρχηγού των Τούρκων οι οποίοι κατέκτησαν την περιοχή το 1645-1647.
δ)Από το ρήμα «εμποδίζω», επειδή η περιοχή περικλείεται από βουνά που εμποδίζουν την ομαλή πρόσβαση στις γειτονικές περιοχές.
Ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία (την ονομάζω ε’) σύμφωνα με την οποία η ονομασία προήλθε από τη λέξη «αμπάς» που είναι χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η λέξη είναι συνώνυμο της λέξης «γαμπάς». Το μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα (το λεγόμενο καπότο) που φορούσαν στις ορεινές περιοχές της Κρήτης, μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, είχε και αυτή την ονομασία. Η λέξη «γαμπάς» προήλθε από τη βενετική λέξη gabban (gabbana στα ιταλικά) που σημαίνει «κάπα» (9). Η ερμηνεία αυτή θέλει του Αμπαδιώτες της Τουρκοκρατίας (1646-1898) να ήταν εξωμότες ευγενών κρητικών και ενετικών οικογενειών οι οποίοι δεν καταδέχονταν να φορούν ενδύματα από κοινό μάλλινο ύφασμα και φορούσαν «αμπάδες» (10). Λόγω της ετυμολόγησης της λέξης «γαμπάς» από βενετική λέξη, και η ερμηνεία αυτή ουσιαστικά παραπέμπει στη Βενετοκρατία και όχι στην Τουρκοκοκρατία για την προέλευση της ονομασίας της Αμπαδιάς.
Από τις παραπάνω ερμηνείες, η γ’ μάλλον θα πρέπει εξαρχής να αποκλειστεί, αφού στο Πρωτόκολλο του Νοτάριου Μανόλη Βαρούχα, από το Μοναστηράκι Αμαρίου, που καλύπτει τα έτη 1597-1613, αναφέρεται η καβαλαρία «τσ’ Αμπαδίας» ή «τζι Απαδίας» σε νοταριακά έγγραφα (συμβόλαια) που αφορούν στα χωριά: Κουρούτες, Ρίζικας, Σάτα. Επίσης, στο ίδιο Πρωτόκολλο αναφέρεται και Αμπαδιανός Τόπος (11). Οι αναφορές αυτές υπάρχουν σε συμβόλαια που συντάχθηκαν πριν την κατάκτηση της περιοχής αυτής από τους Τούρκους που έγινε το 1645-1647. Είναι όμως πιθανό, οι Τούρκοι που κατέλαβαν την περιοχή, μεταξύ των οποίων υποστηρίζεται ότι υπήρχαν και μουσουλμάνοι από άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός της περιοχής της σημερινής Τουρκίας, όπως Άραβες, Τυνήσιοι, Αλβανοί, Αιγύπτιοι, Αλγερινοί (12), Σύριοι κ.α., να υιοθέτησαν την ονομασία «Αμπαδία» ως όνομα ολόκληρης της περιοχής που περιλάμβανε τα δώδεκα χωριά που προαναφέρθηκαν (σημειώνεται ότι το αντρικό όνομα «Abbad» ή “Abad” σημαίνει προσκυνητής στην αραβική γλώσσα). Όμως, εκτός από την ίδια την ονομασία που παραπέμπει και στον αραβικό κόσμο, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι κατά την Αραβοκρατία.
Ως προς την ερμηνεία α’, ο Ν. Τωμαδάκης αναφέρει ότι η Κρήτη την περίοδο της αραβικής κατάκτησης ήταν «χώρα, η οποία “έρεε μέλι και γάλα”, ήτο σιτοπαραγωγός, ελαιοπαραγωγός και οινοφόρος, ηδύνατο δε να εκθρέψη πολλά ποίμνια και αγέλας ζώων» (13). Σε αυτό κατατείνουν οι ιστορικές μαρτυρίες για την περίοδο αυτή, άρα είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι ένας τόπος που μάλιστα βρίσκεται δίπλα στην πεδιάδα της Μεσαράς ήταν έρημος. Στην περιοχή της Αμπαδιάς υπάρχει ακόμη και σήμερα μεγάλος αριθμός από ελαιόδεντρα που από την περίμετρο του κορμού τους συμπεραίνεται ότι υπήρχαν ακόμη και κατά την Αραβοκρατία, δηλαδή 1100-1200 πριν από την εποχή μας, και σίγουρα η περιοχή είχε κατοίκους που τα καλλιεργούσαν. Όμως, η θεωρία του «έρημου τόπου» φωτίζεται περισσότερο από απόσπασμα άρθρου που αναρτήθηκε το 2013 στον διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος Ισλαμικού Πολιτισμού(FUNCI) με έδρα τη Μαδρίτη και αφορά στην ετυμολογική έννοια του “βεδουίνου”. Σύμφωνα με αυτό, η λέξη Βεδουίνος αναφέρεται στους κατοίκους της Badia (al-badia), ενός τόπου όπου είναι δυνατό να ασκηθεί η νομαδική βοσκή. Αυτή η λέξη μπορεί να μεταφραστεί ως «έρημος», αλλά σχετίζεται περισσότερο με μια οικολογική παρά μια γεωγραφική έννοια» (14).
Άρα, η ονομασία θα μπορούσε πράγματι να έχει προέλθει από Βερβέρους που ήταν νομάδες όπως και οι Βεδουίνοι και πιθανόν εγκαταστάθηκαν στην Αμπαδιά μαζί με τους Σαρακηνούς -προερχόμενοι είτε από περιοχές της Ανδαλουσίας είτε από περιοχές της Βόρειας Αφρικής ενώ οι Βεδουίνοι προέρχονται κυρίως από τις ερήμους της Μέσης Ανατολής- και άσκησαν κυρίως την κτηνοτροφία στα γύρω βουνά της περιοχής (ως νομαδική βοσκή), ονομάζοντας την νέα πατρίδα τους «Al-badia», ίσως και με την έννοια του θαυμαστού μέρους αφού «Βadia» στην αραβική γλώσσα, ως θηλυκό όνομα, σημαίνει και «θαυμαστή», «αξιολάτρευτη», και η «Badia» σιγά σιγά μπορεί να έγινε «Αμπαδία» και τελικά «Αμπαδιά».
Η περίοδος της Αραβοκρατίας στην Κρήτη διήρκεσε περίπου 134 χρόνια, από το 827/828 μέχρι το 961. Ο Βασίλης Καλαϊτζάκης αναφέρει ότι οι Σαρακηνοί που κατέλαβαν την Κρήτη είχαν φύγει από την Ανδαλουσία της Ισπανίας -όπου είχαν εξισλαμιστεί- μετά από μια αποτυχημένη επανάσταση υποκινούμενη από τους fuqaha (κορανομαθείς) προαστείου της Córdoba, επί διακυβέρνησης του Ομαγιά εμίρη της al-Hakam I. Ενδιάμεσος σταθμός τους πριν από την Κρήτη ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου παρέμειναν κάποια χρόνια. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης ενίσχυσαν επαρκώς τις δυνάμεις τους με νέους Άραβες, τους οποίους μετακάλεσαν από την Ισπανία και την Αφρική (15). Ο καταγόμενος από την Córdoba, Ισπανός ιστορικός Manuel Harazem αναφέρει ότι ο αρχηγός των Σαρακηνών που κατέλαβαν την Κρήτη, Abū Ḥafṣ ʿUmar καταγόταν από το Fahs al-Ballut, το αραβικό όνομα της σημερινής κοιλάδας του Los Pedroches (16). Η περιοχή Los Pedroches, βρίσκεται στο βόρειο άκρο της σημερινής ισπανικής επαρχίας Córdoba. Στη διπλανή επαρχία Jaén υπάρχει η πόλη Úbeda (Ούβεδα), που απέχει περίπου 145 χλμ οδικώς από την πόλη της Córdoba, μια απόσταση λίγο μεγαλύτερη από την οδική απόσταση από το Ηράκλειο στα Χανιά. Η Úbeda είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της επαρχίας της (περίπου στο μέγεθος του Ρεθύμνου), βρίσκεται στους λόφους Úbeda στην κοιλάδα Guadalimar (17), και συνορεύει από όλες τις πλευρές με εκτεταμένους ελαιώνες που παράγουν μερικά από τα καλύτερης ποιότητας ελαιόλαδα στον κόσμο. Η πόλη, χτισμένη σε υψόμετρο 748 μέτρων, ήταν αρχικά ιβηρικός οικισμός που καταλήφθηκε από Βερβέρους και Άραβες Ομαγιάδες, το 711 (18) και ουσιαστικά πήρε μορφή πόλης γύρω στο 852, όταν ο Μαυριτανός Χαλίφης Abd-al-Rahman II διέταξε την οχύρωση της «Madinat Ubbadat al-Arab» (“Η πόλη της Ubeda των Αράβων”)(19). Η λέξη «Ubbadat» προφέρεται «Αϊμπαντάτ» στην αραβική γλώσσα και «Αμπαντά» στην αγγλική, σύμφωνα με τη μεταφραστική μηχανή της Google. Επειδή οι Σαρακηνοί που κατέλαβαν την Κρήτη ενισχύθηκαν και από άλλους Ανδαλουσιανούς (20), ενδεχομένως, αν όχι από την αρχή της αραβικής κατάκτησης της Κρήτης, κάποια στιγμή αργότερα Σαρακηνοί προερχόμενοι από την πόλη Úbeda, ονομαζόμενη τότε Ubbadat από τους Άραβες, να μετοίκησαν στην Κρήτη και να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, η οποία ήταν και αυτή ελαιοπαραγωγός ήταν μέσα σε κοιλάδα και γενικά είχε ομοιότητες με την περιοχή από την οποία προέρχονταν, και να της έδωσαν το όνομα της πόλης προέλευσής τους το οποίο μετεξελίχθηκε σε «Αμπαδιά». Άλλωστε, οι Σαρακηνοί της Κρήτης που προέρχονταν κυρίως από την Córdoba θα πρέπει να είχαν επικοινωνία με τους κατοίκους της Ubbadat, αφού υπάρχει και υδάτινη σύνδεση μεταξύ των δύο πόλεων, μέσω του ποταμού Guadalquivir, o οποίος διέρχεται από την Córdoba αλλά επίσης περνάει και σε κοντινή απόσταση από την Úbeda, αν και είναι ένα ερώτημα ο βαθμός πλωτότητας του τμήματος αυτού του ποταμού εκείνη την εποχή. Λογικά όμως, βάρκες ή μικρά πλοία που έκαναν εμπόριο θα μπορούσαν να πλέουν.
Εικ. 2. Η διαδρομή του ποταμού Guadalquivir στο τμήμα μεταξύ Úbeda και Córdoba(21).
Ανεξαρτήτως της προέλευσης ή μη των Σαρακηνών της Κρήτης από την Úbeda, ίσως αυτοί ανήκαν στο κίνημα των ibadi. Το κίνημα των ibadi ή Ibadism (al-ʾIbāḍiyya στην αραβική γλώσσα) είναι μια σχολή του Ισλάμ. Όπως αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), οι ibadi προέρχονται από τη μουσουλμανική αίρεση των χαριζιτών (khawarij) οι οποίοι είναι μείγμα δημοκρατικού και φιλελευθέρου πνεύματος, αλλά ταυτόχρονα πουριτανικής αυστηρότητας και φανατισμού. Πολιτικά, η αίρεση αυτή χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για αντίδραση εναντίων των κυβερνώντων. Ο Αναστάσιος αναφέρει τους Βερβέρους της Βόρειας Αφρικής ως παράδειγμα, οι οποίοι, κατά τη μεγάλη εξέγερσή τους εναντίον της δυναστείας των Ομαγιαδών στηρίχθηκαν στις διδασκαλίες των χαριζιτών. Οι χαριζίτες κατέληξαν να πιστεύουν σε ένα είδος παράδοξης και επικίνδυνης ελευθερίας, ότι δικαιούνται δηλαδή εν ονόματι της να φονεύουν τους εκτός της κοινότητάς των. Οι χαριζίτες υπέστησαν πολύ σκληρές διώξεις από τους εκάστοτε ηγέτες και οι μικρές ομάδες τους που απέμειναν μετά τους διωγμούς διασκορπίσθηκαν σε διάφορα μέρη(22).
Πυρήνας της παραπάνω ερμηνείας της ονομασίας της Αμπαδιάς είναι η ομοιότητα των λέξεων «Ubbadat», «Ibadi» και «Αμπαδιά».
Ελλείψει ιστορικών στοιχείων για τους κατοίκους της περιοχής κατά την Αραβοκρατία, δεν μπορούμε ούτε καν να είμαστε σίγουροι ότι εκείνη την περίοδο η Αμπαδιά κατοικήθηκε από Σαρακηνούς, πολύ δε περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά ότι η Αμπαδιά κατοικήθηκε τότε από Σαρακηνούς που ανήκαν στο κίνημα των ibadi. Ο Θεοχάρης Δετοράκης, στη σελ. 144 της «Ιστορίας» του, αναφέρει ότι «ο Β. Χρηστίδης πιστεύει, μάλλον σωστά, ότι η αραβική κυριαρχία στην Κρήτη περιοριζόταν περίπου στα όρια του σημερινού νομού Ηρακλείου και σε ορισμένα χωριά της βόρειας Κρήτης» (23). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Αμπαδιά θα μπορούσε να μην είχε κατοικηθεί εκείνη την περίοδο από Σαρακηνούς και να είχαν συνεχίσει να ζουν εκεί μόνο οι ντόπιοι χριστιανοί κάτοικοί της.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι το χριστιανικό στοιχείο επιβίωσε στην Κρήτη και κατά την Αραβοκρατία και συνέχισαν να υπάρχουν και τόποι χριστιανικής λατρείας, όπως ήταν η ορθόδοξη μονή η λεγόμενη «Μονή του Μαγίστρου», που ονομάστηκε έτσι μετά από την ταφή σ’ αυτήν του μαγίστρου Σέργιου Νικητιάτη, που σκοτώθηκε το 843, σε μια από τις εκστρατείες των Βυζαντινών για την ανακατάληψη του νησιού (24). Εκτός από την περίπτωση της «Μονής του Μαγίστρου» υπήρχαν και άλλοι χριστιανικοί τόποι λατρείας που επιβίωσαν της Αραβοκρατίας, όπως είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο που έδωσε το όνομά του στην πόλη του Αγίου Νικολάου Λασιθίου. Ο ναός αυτός χτίστηκε στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο, πριν την αραβική κτήση, και δεν καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς (25). Ο Ν. Τωμαδάκης παρατήρησε ότι «η μετά το 961 ορθόδοξος Κρητική Εκκλησία εις ουδένα Κρήτα της αραβοκρατίας απένειμε τιμήν μάρτυρος» (26). Επίσης, υποστήριξε ότι η αναλογία της αραβικής συμπεριφοράς, με αραβοκρατούμενα μέρη όπως τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, συνηγορεί υπέρ της ανοχής της Ορθοδοξίας στην Κρήτη, παρά τις διώξεις, σε αντιστοιχία και με τη συμπεριφορά των Αράβων προς τους Κυπρίους που και αυτοί παρέμειναν υπό τους Άραβες από το 647 μέχρι το 965 και γι’ αυτήν μας πληροφορεί η αλληλογραφία του Νικολάου Α’ του Μυστικού, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (901-907 και 912-925). Κάποιοι μάλιστα από τους αρνησίθρησκους γνωστούς πειρατές που εξορμούσαν από την Κρήτη εκείνη την περίοδο δεν απέβαλαν τα χριστιανικά τους ονόματα, όπως ο Φώτιος (881) που ήταν Κρητικός και ο Λέων (ο Τριπολίτης) που άλωσε τη Θεσσαλονίκη (904) (27).
Κατά τον Β. Καλαϊτζάκη, οι Άραβες της Κρήτης «ήταν κατά το πλείστον άθρησκοι και μιγάδες, όσοι δε τυχόν θρησκεύονταν τελούσαν χαλαρά τα της θρησκείας, κι εξόν από αυτό δεν είχαν καμιά θρησκευτική επικοινωνία με τους άλλους μουσουλμάνους και δεν αναγνώριζαν κανέναν από τους χαλίφες ως θρησκευτικό τους αρχηγό. Ο ηγεμόνας τους πάλι δεν έφερε τον τίτλο του Ιμάμ, δηλαδή του θρησκευτικού και πολιτικού συγχρόνως αρχηγού, αλλά του αμηρά, δηλαδή του πολιτικού μόνον αρχηγού» (28).
Ως προς την άποψη ότι οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες της Τουρκοκρατίας κατάγονταν από τους Σαρακηνούς, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα όταν έγινε προσπάθεια συσχέτισης των Αμπαδιωτών με τους μουσουλμάνους της Κύπρου. Τελικά, έγινε αποδεκτή η άποψη ότι οι Αμπαδιώτες ήταν απλώς «αραβοφανείς», δηλαδή έμοιαζαν με τους Βορειοαφρικανούς στο χρώμα του δέρματος, εξαιτίας της σκληρής διαβίωσής τους στο ύπαιθρο, και ότι στην πραγματικότητα κατάγονταν από Έλληνες που είχαν εξισλαμιστεί κατά τους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας (29)· στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αφού ένα πολύ μικρότερο μέρος τους ήταν απόγονοι είτε των Τούρκων κατακτητών είτε, ενδεχομένως, άλλων μουσουλμάνων (Αράβων, Αιγυπτίων, Τυνησίων), που συμμετείχαν στον τουρκικό στρατό που κυρίευσε την Κρήτη.
Όπως αναφέρει και ο Ν. Σταυράκης, «Εάν είναι αληθές ότι οι Αμπαδιώται είναι κατ’ ευθείαν γραμμήν απόγονοι γνήσιοι των Αράβων του 9-10 αιώνος και διετήρησαν έκτοτε το μωαμεθανικόν θρήσκευμα, δέον να παραδεχθώμεν ότι ου μόνον επί της β’ βυζαντινής περιόδου, παραταθείσης επί 245 έτη, αλλά και επί ενετοκρατίας, διαρκεσάσης τέσσαρας και πλέον αιώνας, ούτοι εξηκολούθουν πρεσβεύοντες τα του ισλαμισμού. Είναι όμως ζήτημα, καθ’ ημάς κριτάς, εάν ο μέλλων να εγκύψη εις την μελέτην και συγγραφήν πλήρους και λεπτομερούς ιστορίας της Κρήτης, θα δυνηθεί να ανακαλύψη κατά την ενετικήν ιδίως περίοδον ίχνη μωαμεθανισμού εν Κρήτη» (30).
Ο Ν. Τωμαδάκης με σιγουριά αναφέρει ότι ο χωρικός, ο βοσκός, ο άνθρωπος του μόχθου της Κρήτης, κατά την Αραβοκρατία και την Τουρκοκρατία, που διήρκεσαν πολύ περισσότερο από την αραβική κατάκτηση, δεν απέβαλε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τις παραδόσεις του, στοιχεία από τα οποία τον κρίνουμε Έλληνα. Και αναρωτιέται: «Ήτο δυνατόν εντός των 135 χρόνων ετών της αραβοκρατίας να απολέση πάντα ταύτα, όταν π.χ. οι γέροντες του 961 θα ενεθυμούντο τους πάππους των διηγουμένους τα των υστάτων χρόνων της βυζαντινής κυριαρχίας εναργώς, θρησκευομένους ως εδιδάχθησαν υπό των γονέων των και ομιλούντας ως εκείνοι;» (31).
Συμπληρώνω, πως αφού και επί Τουρκοκρατίας, τις παραμονές της επανάστασης του 1821, στον πληθυσμό της Κρήτης πλειοψηφούσαν ακόμη οι χριστιανοί (113.320 χριστιανοί έναντι 99.764 μουσουλμάνων) (32), παρότι είχαν παρέλθει ήδη πάνω από 150 χρόνια από την τουρκική κατάκτηση του νησιού, άρα δεν ήταν δυνατό να είχαν εκλείψει οι χριστιανοί μετά το τέλος της αραβικής κατάκτησης, η οποία διήρκεσε λιγότερο. Και αυτοί οι μουσουλμάνοι που παρέμειναν στην Κρήτη μετά την ανακατάληψή της από τον Νικηφόρο Β’ Φωκά, το 961, εκχριστιανίστηκαν και αφομοιώθηκαν όλοι με την πάροδο του χρόνου, όπως αναφέρει και ο Βασίλης Καλαϊτζάκης, επικαλούμενος την επιβεβαίωση του Άραβα ιστορικού al-Nuwayrī για το θέμα αυτό. Ο Καλαϊτζάκης υποστηρίζει, ότι ο εκχριστιανισμός των Αράβων που παρέμειναν στην Κρήτη, με την πάροδο του χρόνου, προκύπτει και από τη λέξη «εξημερώσεως» που χρησιμοποίησε σχετικά ο Λέων ο Διάκονος (33).
Επιπλέον, κατά τον Ν. Τωμαδάκη «ο πληθυσμός των ορεινών περιοχών της τε Δυτικής και Ανατολικής Κρήτης πασιφανώς ανθρωπολογικώς κατέρχεται ευθύ εκ των αρχαίων αυτής κατοίκων» (34). Την άποψη αυτή του Ν. Τωμαδάκη επιβεβαίωσε ο διεθνούς φήμης ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός, αφού υποστήριξε ότι οι Κρήτες, τα τελευταία έξι χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον, αν όχι περισσότερο, ανθρωπολογικά είναι ο ίδιος λαός μέχρι σήμερα. Ο Πουλιανός κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα μελετώντας ένα δείγμα 1400 περίπου ατόμων από όλους τους Νομούς της Κρήτης, το 1965 και το 1968 (35).
Όσο για την προέλευση της ονομασίας από το ρήμα «εμποδίζω» (βλ. ερμηνεία δ’), δεν κατάφερα να βρω λεξικογραφημένη τη λέξη «εμποδιά» που η παράφρασή της πιθανολογείται ότι οδήγησε στην ονομασία «Αμπαδιά». Όμως, στην κρητική ντοπιολαλιά, αντίστοιχη λέξη του «εμποδίζω» είναι η λέξη «απαντώ» ή «παντώ» και ίσως αυτή η λέξη να είναι ο πυρήνας της ονομασίας (απαντώ ˃ Απαντιά (και Απαντία) ˃ Απαδιά (και Απαδία) ˃ Αμπαδιά (και Αμπαδία).
Η προέλευση της ονομασίας «Αμπαδιά» από το λατινικό «Abbatia» (βλ. ερμηνεία β’), δηλαδή «Μονή», και κατ΄ επέκταση η αναγωγή της προέλευσης της ονομασίας στη Βενετοκρατία είναι μια αρκετά πιθανή ερμηνεία, εφόσον όμως καταφέρουμε να εξακριβώσουμε ότι πράγματι υπήρξε η σημαντική αυτή μονή, μέσα στα όρια της συγκεκριμένης περιοχής.
Εικ.3. Χάρτες της Κρήτης με σήμανση της θέσης της Αμπαδιάς και των χωριών της (36) .
Είναι αλήθεια ότι σώζονται και σήμερα εκκλησίες στα χωριά της Αμπαδιάς Άγιος Ιωάννης, Αποδούλου και Νίθαυρη, οι οποίες είναι πιθανό να υπήρξαν μονές κατά τη Βενετοκρατία, οι εξής: Ο Αγ. Ιωάννης (κοιμητηριακός) και η Αγ. Σοφία (ξωκλήσι), στον Άγ. Ιωάννη, ο Άγ. Γεώργιος ο Ξιφηφόρος (Αποδούλου) και η Παναγία η Ασφενταμιανή (Νίθαυρη). Ο Άγ. Γεώργιος ο Ξιφηφόρος, ενδεχομένως, και λόγω της παλαιότητάς του (13ος αι.) και θέσης του (περίπου στο κέντρο της Αμπαδιάς), συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ήταν η abbatia εκείνης της περιόδου που αναζητούμε. Επειδή μάλιστα, όπως προκύπτει από συμβόλαιο που συντάχθηκε το 1606 από τον Νοτάριο, με έδρα το Μοναστηράκι Αμαρίου, Μανόλη Βαρούχα, ο Φουρφουράς είχε και αυτός σχέση με την Αμπαδιά, τουλάχιστον κατά τα τέλη της Βενετοκρατίας, η θέση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Ξιφηφόρου προσδιορίζεται σε ακόμη πιο κεντρικό σημείο σε σχέση με την όλη περιοχή της Αμπαδιάς, όπως διαπιστώνουμε μελετώντας έναν χάρτη που περιλαμβάνει την οριοθέτηση των χωριών της περιοχής. Η ακριβής θέση του ναού είναι στην τοποθεσία «τα Νούφεια», αριστερά του κεντρικού δρόμου που οδηγεί από το Αποδούλου στη Νίθαυρη. Στη θέση αυτή υπήρχε οικισμός κατά τη Βενετοκρατία (37). Ως προς τη σχέση του Φουρφουρά με την Αμπαδιά, στο αριθ. 621 συμβόλαιο του Βαρούχα αναφέρεται: «…ελές ρίζες ε’, κρασμένες στι Καμάρα του Λάδι, στι καβαλαρία τζ’ Αμπαδίας…». Το τοπωνύμιο «Καμάρα του Λάδι» κατατάσσεται από τους επιμελητές της έκδοσης του πρωτοκόλλου, Wim Bakker – Arnold Van Gemert, στα τοπωνύμια του Φουρφουρά (38). Ίσως αντιστοιχεί σε κάποιο από τα σημερινά τοπωνύμια του Φουρφουρά, «Καμάρι» ή «Καθάρα». Και μιας και αναφέρθηκε ο Φουρφουράς, ο καταγόμενος από το χωριό αυτό γιατρός και πολιτικός Γεώργιος Εμμ. Ανδρεδάκης, στο βιβλίο του «Ιστορικά Σημειώματα», παραθέτει το παρακάτω σχετικό απόσπασμα από την «Ιστορία» του Βασιλείου Ψιλάκη:
«Επί Βυζαντινών εκοσμείτο όλη η Επαρχία Πανάκρον (Αμαρίου) […] και δια πολλών εκκλησιαστικών και ευαγών ιδρυμάτων, μονών και νυν έτι καταφανών. Επί δε των Ενετών καταλειφθησών πασών των ορθοδόξων Επισκοπών υπό της Λατινικής Εκκλησίας περιήλθον πάντα κτήματα και εισοδήματα εις τους Λατινοεπισκόπους. Ούτω δε κατελήφθη και διαμέρισμα τούτο πλήρες ευαγών ιδρυμάτων και αγροτικών επαύλεων υπό Αββάδων (πατέρων) μοναχών, παπαδοφραγιάς εξ ου και εκλήθη Αββαδία - Αββάδων χώρα» (39).
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο. Όπως προκύπτει από το κατάστιχο (πρωτόκολλο) του Νοτάριου Zuane Longo (Γιάννη Λόγγου), κατά τον 15ο αιώνα (1487) ζούσε στο Ρέθυμνο ο Laurus (Λαύρος) del Abado, γιός του Gabriel (Γαβριήλ), ενώ αναφέρεται και κάποιος Antonio del Abado, παραχωρητής σπιτιού στην ίδια πόλη. Το ονοματεπώνυμό τους υποδηλώνει ότι ήταν Βενετοί στην καταγωγή (40). Επειδή, οι καβαλαρίες, όπως προκύπτει από τα νοταριακά έγγραφα είχαν συνήθως ονόματα είτε χωριών, είτε εκκλησιών, είτε των ιδιοκτητών τους (41), αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως από κάποιο μέλος της οικογένειας del Abado, της οποίας ήταν φέουδο στην αρχή της Βενετοκρατίας, πήρε το όνομά της η καβαλαρία της Αμπαδίας και κατ’ επέκταση, στη συνέχεια, όλη η περιοχή της Αμπαδιάς.
Θεωρητικά, η ονομασία της Αμπαδιάς θα μπορούσε να έχει ως βάση της τη μυθολογία και να έχει προκύψει κατά τον Μεσαίωνα, ακόμη και από φράσεις στο ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα, όπως «Απάνω (ήτονε) ο Δίας». (Απάνω ο Δίας ˃ Απάν’ Δίας ˃ Απαδίας ˃ Αμπαδίας ˃ Αμπαδιάς). Η αιτιολόγηση της ερμηνείας αυτής είναι ότι στα βορειοανατολικά της Αμπαδιάς, ψηλά, πάνω στον Ψηλορείτη, στο Ιδαίον Άντρον, σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό μύθο ανατράφηκε ο Δίας. Το ότι στην περιοχή της Αμπαδιάς υπάρχει και το χωριό Κουρούτες που παραπέμπει στον συγκεκριμένο μύθο -οι Κουρήτες ή Κούρητες ήταν κατά τον μύθο οι φύλακες του Δία στο Ιδαίον Άντρον- είναι ένα δεδομένο που προσθέτει κάποιες επιπλέον πιθανότητες στην ερμηνεία αυτή. Συναφώς, η περιοχή θα μπορούσε να έχει ονομαστεί έτσι κατά τους τελευταίους ελληνιστικούς ή κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, από τη σύνθεση της αραμαϊκής ή εβραϊκής λέξης «Ἀββᾶ» που είχε περάσει και στην ελληνιστική κοινή (περ.330π.Χ.-700) και σήμαινε «πατέρας» (42) και του ονόματος του «πατέρα των θεών και των ανθρώπων», κατά τους αρχαίους Έλληνες, Δία. Δηλαδή: Αββά (πατέρα) + Δία = Αββαδία, για να δηλώσει τη στενή σχέση της περιοχής αυτής με τον Δία. Άλλωστε ο Δίας αποκαλούνταν και «Ζευς Πατήρ» και από τους Ρωμαίους «Jupiter».
Επιστρέφοντας στα παρατιθέμενα στην αρχή αυτού του κειμένου αποσπάσματα από βιβλία των Ε. Γενεράλι και Σ. Σπανάκη, πρέπει να διευκρινίσω ότι είναι κάποιες από τις πολλές σχετικές δημοσιεύσεις από τον 19ο αιώνα έως και σήμερα, οι οποίες συσχετίζουν την περιοχή της Αμπαδιάς με τους διαβόητους «Τούρκους Αμπαδιώτες». Ένα συνηθισμένο λάθος που εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται είναι ότι η συσχέτιση αυτή γίνεται με εμφατικό τρόπο, χωρίς να προκύπτει ταυτόχρονα από το κείμενο ότι τουλάχιστον κατά τον 19ο αιώνα που στην περιοχή αυτή ζούσαν οι λεγόμενοι «Τούρκοι Αμπαδιώτες», με εξαίρεση το Βαθιακό και τον Άρδακτο (απογραφή 1834) και τη Σάτα (απογραφή 1881), σε όλα τα άλλα χωριά της Αμπαδιάς ζούσαν και Έλληνες χριστιανοί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται η προσφορά αρκετών από αυτούς, όπως π.χ. του καπετάν Μητροφάνη από τον Αγ. Ιωάννη, του Στεφανομανώλη από τις Κουρούτες, ή του Τσουπογιάννη από τη Νίθαυρη, οι οποίοι αγωνίστηκαν γενναία την περίοδο αυτή για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας τους, αλλά παράλληλα να αμαυρώνεται η μνήμη του συνόλου των χριστιανών της Αμπαδιάς στη γενική εντύπωση ότι οι Αμπαδιώτες (χριστιανοί και μουσουλμάνοι) είχαν τόσο αρνητικά στοιχεία που οι υπόλοιποι κάτοικοι της Κρήτης τους απέφευγαν. Η αλήθεια είναι ότι αναφέρεται πως ακόμη και οι άλλοι μουσουλμάνοι της Κρήτης -και αυτοί οι Τούρκοι- δεν ήθελαν τους Αμπαδιώτες ομόθρησκούς τους. Όμως, και οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες απέφευγαν να έρχονται σε επιμιξία τόσο με τους χριστιανούς όσο και με τους Οθωμανούς Τούρκους, τους οποίους περιφρονούσαν (43).
Εδώ τονίζω πως η γενίκευση του Σ. Σπανάκη ότι «σε όλα τα χωριά της Αμπαδιάς κατοικούσαν σχεδόν μόνο Τούρκοι» δεν ανταποκρίνεται φυσικά στην πραγματικότητα, αφού εκτός των άλλων, τουλάχιστον κατά τα έτη 1834 και 1881 που έγιναν, αντίστοιχα, η αιγυπτιακή και η τουρκική απογραφή πληθυσμού, σε κάποια χωριά οι χριστιανοί πλειοψηφούσαν των μουσουλμάνων ενώ σε άλλα δεν υπήρχαν καθόλου μουσουλμάνοι(44). Άλλωστε, είναι γνωστή στην περιοχή και η ιστορία της αρπαγής της Καλλίτσας Ψαράκη από το Αποδούλου, που την είχαν απαγάγει οι Τούρκοι από το χωριό της το 1823, η οποία ήταν Ελληνίδα χριστιανή.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, για τις περιόδους της Τουρκοκρατίας και της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη είναι λάθος να αναφέρεται -όπως συμβαίνει- η λέξη Αμπαδιώτης/ες με την έννοια μόνο των μουσουλμάνων που έζησαν στην Αμπαδιά κατά τις περιόδους αυτές. Αυτό θα μπορούσε να γίνει για την περίοδο της Αραβοκρατίας, αν δεχτούμε τις εκδοχές της κατοίκησης της περιοχής αυτής από τους Σαρακηνούς. Πάλι όμως ο Ν. Σταυράκης (βλ. παραπάνω), αλλά και ο Ν. Τωμαδάκης, επιχειρηματολόγησαν πειστικά ότι ιδίως καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας δεν προκύπτει ότι υπήρχαν ίχνη Αράβων στο νησί, συνεπώς, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή της Αμπαδιάς τη βρήκαν να κατοικείται από χριστιανικό πληθυσμό (45).
Ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που δεν υφίσταται η περιοχή της Αμπαδιάς ως επίσημη διακριτή γεωγραφική περιοχή του Ελληνικού Κράτους, οι κάτοικοί της, κάποιες φορές, στις συνομιλίες τους με άλλους Κρητικούς, για να προσδιορίσουν καλύτερα τον τόπο από τον οποίον προέρχονται αναφέρουν χωρίς δισταγμό ότι κατάγονται από την περιοχή της Αμπαδιάς, αφού η Αμπαδιά εξακολουθεί να παραμένει έστω και ανεπίσημος γεωγραφικός όρος με τη βαρύνουσα ιστορική σημασία των τουλάχιστον τετρακοσίων ετών που έχουν μεσολαβήσει από την αποδεδειγμένη αρχική χρήση της στην περιοχή ως όνομα καβαλαρίας. Και οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής δεν φαίνεται να είχαν ποτέ ενδοιασμούς να αναφέρονται ως Αμπαδιώτες. Το αντίθετο μάλιστα. Προφανώς θεωρούσαν και θεωρούν (σωστά) ότι αναφέρονται ως κάτοικοι του γεωγραφικού χώρου της Αμπαδιάς. Ήδη, τον Νοέμβριο του 1937, δεκατέσσερα μόλις χρόνια μετά τη συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κάτοικος της περιοχής που υπογράφει ως «ΕΝΑΣ ΑΜΠΑΔΙΩΤΗΣ», αναφέρει στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» μεγάλες καταστροφές που έγιναν σε χωριά της Αμπαδιάς από ανεμοστρόβιλο που είχε και ανθρώπινο θύμα, στη Νίθαυρη (46). Άλλωστε, αφού ακόμη και σήμερα υπάρχουν στην Κρήτη επώνυμα όπως «Αμπαδιώτης» και «Αμπαδιωτάκης», αυτό είναι μια ένδειξη ότι και κατά τον 19ο αιώνα και οι χριστιανοί κάτοικοι της Αμπαδιάς αυτοπροσδιορίζονταν και ως Αμπαδιώτες, εκτός κι αν αποδειχτεί ότι όλες οι οικογένειες που φέρουν τα επώνυμα αυτά τα έλαβαν κατά τον 20ο αιώνα, δηλαδή μετά την πάροδο της Τουρκοκρατίας στο νησί.
Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα και κυρίως λόγω του βεβαρημένου ιστορικού, ως προς τη συμπεριφορά και δράση, των μουσουλμάνων Αμπαδιωτών κατά τον 19ο αιώνα στην Κρήτη, όταν υπάρχει αναφορά σε κατοίκους της περιοχής της Αμπαδιάς κατά την Τουρκοκρατία και Αιγυπτιοκρατία, στο πλαίσιο καταγραφής ιστορικών γεγονότων, είναι σωστό να διευκρινίζεται αν πρόκειται για χριστιανούς Αμπαδιώτες ή για μουσουλμάνους Αμπαδιώτες, με δεδομένο ότι έχει γίνει δεκτό από το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας ότι και οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους ντόπιοι χριστιανοί που μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, για διάφορους λόγους, θέλησαν ή αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν. Ο Β. Καλαϊτζάκης αναφέρει: «…συνάγεται, πιστεύουμε, το συμπέρασμα, πως οι Αμπαδιώτες Τούρκοι δεν έχουν καμίαν απολύτως σχέση με τους Σαρακηνούς που κατανίκησε κι εξολόθρευσε ο Ν. Φ. το 961. Όσοι επέζησαν, εκχριστιανίστηκαν. Αυτοί πιθανώς είναι κατά το πλείστον χριστιανοί που εξισλαμίστηκαν επί τουρκοκρατίας, γιατί ο τύπος, το παράστημα και όλα γενικά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους ομοιάζουν με κείνα των γειτόνων τους Μεσαριτών, Αγιοβασιλιτών και άλλων μουσουλμάνων, και γιατί παίρνουν πάντοτε μια γυναίκα σαν τους χριστιανούς και μιλάνε την εγχώρια ελληνική γλώσσα, δηλαδή την τοπική κρητική διάλεκτο» (47). Και κατά τον Στέφανο Ξανθουδίδη «…δεν στηρίζεται ουδαμού, και ουδεμία είδησις υπάρχει, ότι κατά την επακολουθήσασαν Βυζαντινήν περίοδον και την επί πέντε σχεδόν αιώνας Ενετοκρατίαν εσώζοντο Άραβες εν Κρήτη» (48). Στις περιπτώσεις που δεν γίνεται η αναγκαία διευκρίνιση από τους ερευνητές της ιστορίας της περιοχής, η λέξη «Αμπαδιώτης» λαμβάνει μια αρνητική σημασία που δεν είναι πρέπον να βαρύνει ούτε τους σημερινούς κατοίκους της περιοχής της Αμπαδιάς ούτε τους ήρωες προγόνους τους.
Σε κάθε περίπτωση, το αργότερο το 1923, το επόμενο έτος από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σίγουρα θα αναχώρησαν και οι τελευταίοι τυχόν εναπομείναντες μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες από την Κρήτη, στο πλαίσιο της συμφωνίας υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών.
ΠΗΓΕΣ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.Γεώργιος Εμμ. Ανδρεδάκης, «Ιστορικά Σημειώματα». Ανατύπωση (1979) του Συλλόγου Φουρφουριανών «ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ», σελ. 69. Ο Ανδρεδάκης παραπέμπει στην τρίτομη «Ιστορία της Κρήτης» του Βασιλείου Ψιλάκη, τόμος Γ’, τεύχ. 1, σελ. 40, όπου αναφέρεται το απόσπασμα από το επίσης τρίτομο σύγγραμμα του J.P. Tournefort «Relation D’ Un Voyage Du Levant», έκδοση 1727, τόμος 1, σελ. 56.
2. Εμμανουήλ Γ. Γενεράλις, «Επίτομος Γεωγραφία της Νήσου Κρήτης», Εκδότης: Ιωάννης Δ. Κολλάρος «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1902, σημείωση της σελ.35.
3.Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης, «ΡΕΘΥΜΝΟΓΝΩΣΙΑ», Ρέθυμνο 2017, Εκδόσεις: Γραφοτεχνική, σελ. 214.
4.Στέργιος Γ. Σπανάκης, «Η Κρήτη, Τουριστικός- Ιστορικός - Αρχαιολογικός Οδηγός», έκδοση Βαγγέλη Απ. Σφακιανάκη, Ηράκλειο Κρήτης, α.χ., τόμος Β’, σελ. 49-50.
5. Στέργιος Γ. Σπανάκης, όμοια με τη σημ. αριθ.4
6. Εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ –LAROUSSE-BRITANNICA», λήμμα «Αμπαδιώτες», τ. 7, σ. 473.
Ο αριθ. 4000 αφορά ανώτατο όριο. Στα τέλη του 19ου αιώνα είχε μειωθεί αυτός ο αριθμός.
7.Το δυσανάλογα μεγάλο μέρος του παρόντος κειμένου που αφιερώνω στην περίοδο της Αραβοκρατίας στην Κρήτη οφείλεται στην προσπάθειά μου να τεκμηριώσω κατά το δυνατό -για τυχόν περαιτέρω διερεύνησή τους- όσες από τις νέες ερμηνείες που εισάγω αφορούν στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία δεν έχει αποδειχθεί ακόμη ότι υφίστατο η ονομασία «Αμπαδιά», σε αντίθεση με την περίοδο της Βενετοκρατίας· έχουν διατυπωθεί όμως κατά καιρούς βασικές ερμηνείες που το υποστηρίζουν. Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλο μέρος αφιερώνω και στις απόψεις του Ν. Τωμαδάκη (Χανιά 1907 – Αθήνα 1993), ο οποίος με τα άρθρα του συνέβαλε καθοριστικά στη διερεύνηση της Αραβοκρατίας στην Κρήτη.
8. Ιωάννης Βολανάκης, «Τα τοπωνύμια της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης», Ρέθυμνο 2009, σελ. 19-20. Ο Βολανάκης παραπέμπει σχετικά στον Στ. Σπανάκη (Πόλεις Κρήτης, τ. Α’, σ. 103) και στον Στέφανο Ξανθουδίδη (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη τ. Α’, Αθήναι, άνευ χρονολογίας εκδόσεως, σελ. 919).
Σημειώνω ότι στην περιφέρεια Veneto της Ιταλίας υπάρχει χωριό που ονομάζεται «Abbadia». Και στη βόρεια Αλγερία υπάρχει πόλη με την ονομασία «El Abadia».
9.Αντώνιος Ξανθινάκης, «Λεξικό Ερμηνευτικό & Ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, λήμμα «γαμπάς», σελ. 142.
10. https://users.sch.gr/stcharist/ampadiotes.htm
11.Wim Bakker – Arnold Van Gemert, «Μανόλης Βαρούχας: Νοταριακές Πράξεις –Μοναστηράκι Αμαρίου (1597 -1613)», έκδοση Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 1987, σελ. 355, 492, 522-523, 543, 567, 586, 815.
12.https://www.protothema.gr/stories/article/1265414/i-tourkokratia-stin-kriti-kai-oi-tourkokritikoi/ ,αναρτ. 18-7-2022.
Αξιοσημείωτη είναι και η άποψη του Κρητικού λογοτέχνη και ιστορικού Ιωάννη Δ. Μουρέλλου που υποστήριξε ότι οι Αμπαδιώτες ήταν απόγονοι Λαζών και Καραμανλήδων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή αυτή του Αμαρίου το 1654 (Ι. Δ. Μουρέλλος, «Ιστορία της Κρήτης», τόμος Α’, Ηράκλειο Κρήτης 1931, σελ.29).
13.Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826-961 μ.Χ.)-Περί της δήθεν αλλοιώσεως του πληθυσμού εξ απόψεως εθνολογικής και θρησκευτικής», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 1960-1961, σελ.6. Ο Τωμαδάκης βασίζει το συμπέρασμά του στον Λέοντα Διάκονο, ο οποίος αναφέρει: «επεί γαρ τη χώρα προσέβαλον, και τρυφήν παντοδαπήν εύρον (ευδαίμων γαρ η χώρα [η Κρήτη], και ωραίων καρπών και χυμών ιδαίες επιεικώς περιβρίθουσα, εύβοτός τε και εύμηλος )…» (Λέων Διάκονος, Bonn σ. 9, 13-16).
14.https://funci.org/el-origen-etimologico-de-la-palabra-beduino/?lang=en«The_etymological_meaning_of'bedouin'-FUNCI-Fundacion_de_Cultura_Islamica» , αναρτ. 2-2-2013.
15.Βασίλης Ι. Καλαϊτζάκης, «Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί», Εκδόσεις ΡΩΝΤΑ, Αθήνα 1984, σελ.30-31, 54.
16.https://cordopolis.eldiario.es/cultura/rabadies-historia-cordobeses-expulsados-acabaron-fundando-reino_1_7057958.html Άρθρο του Alfonso Alba, αναρτ. 25-9-2017, με αναφορά στην παρουσίαση από τον M. Harazem του βιβλίου του με τίτλο “The Odyssey of the Rabadies”.
17. https://www.britannica.com/place/Ubeda
18.H Ιβηρική χερσόνησος διοικούνταν από Άραβες και Βορειοαφρικανούς Μουσουλμάνους (με τη γενική ονομασία Μαυριτανοί), σε διάφορες εποχές της περιόδου μεταξύ 711 – 1492. Ο Άγγλος Μεσαιωνολόγος Roger Collins θεωρεί ότι οι περισσότεροι που επιτέθηκαν εκείνη την εποχή στην Ιβηρική ήταν Βέρβεροι επειδή οι Άραβες είχαν ανεπαρκή στρατό να το κάνουν. Οι Βέρβεροι είναι μια Εθνοτική ομάδα γηγενής της ευρύτερης περιοχής Μαγκρέμπ στη Βόρεια Αφρική. Εκεί, στην Ισλαμική επαρχία της Ιφρικίγια, οι Βέρβεροι ασπάστηκαν στο σύνολό τους το Ισλάμ αλλά δεν βρέθηκαν σε ισότιμη θέση με τους υπόλοιπους Άραβες, τους φορολογούσαν βαριά και τους αντιμετώπιζαν σαν Μουσουλμάνους δεύτερης κατηγορίας. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν αντιδράσεις που θα οδηγήσουν σε ανοιχτή εξέγερση υπό τη σημαία της Μουσουλμανικής αίρεσης του Ibadi Islam (739-740). Μετά την κατάκτηση της Ιβηρικής, οι Άραβες και οι Βέρβεροι επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, οι Βέρβεροι παρέλαβαν κυρίως ορεινές περιοχές. Κάποια στιγμή ξέσπασε μεγάλη εμφύλια διαμάχη μεταξύ των Βερβέρων που τους εξασθένησε και ο al-Hakam A’ τους υπέταξε εύκολα. Ο Collins έγγραψε ότι οι Βερβερικές φρουρές της al-Andalus (ήταν μουσουλμανική επικράτεια στην Ιβηρική) συμμετείχαν σε πολλές εμφύλιες συγκρούσεις και υποτιμούσαν βαθιά όσους είχαν Αραβική καταγωγή παρά το γεγονός ότι είχαν την ίδια θρησκεία. Το χρώμα του δέρματός τους μπορεί να κυμαίνεται από λευκό έως σκούρο καφέ.
ΠΗΓΗ:https://el.wikipedia.org/wiki/Βέρβεροι και https://el.wikipedia.org/wiki/Αλ-ΆνταλουςΕπίσης, https://www.schoolnet.org.za/PILAfrica/en/webs/16645/the_people/ethnic_berber.shtml
19.https://www.trevorhuxham.com/2013/09/an-homage-to-ubeda-my-pueblo-in-spain.html
20.https://el.wikipedia.org/wiki/Εμιράτο της Κρήτης Ο W. Kubiak υποστήριξε ότι η υποτιθέμενη καταγωγή από την Córdoba αντικρούεται από άλλες πηγές, οι οποίες καταγράφουν την παρουσία Ανδαλουσιανών κουρσάρων στην Αλεξάνδρεια ήδη από το 798/9, και η εξαγορά τους χρονολογείται έως το 814.
21. https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γουαδαλκιβίρ#/map/0 και
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γουαδαλκιβίρ
22.Αναστάσιος Γιαννουλάτος, «Ισλάμ-Θρησκειολογική επισκόπησις», Εκδόσεις: Πορευθέντες, Αθήνα 1975 (ανατύπωση 2001), σελ. 234-236.
23.Γιάννης Χρηστάκης - Γεώργιος Πατεράκης « Η Κρήτη και η Ιστορία της», Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ, Αθήνα 1995, σελ. 83, όπου και η παραπομπή στον Θ. Δετοράκη.
24.Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας…σελ. 26, σημ. 4: Κατά το Synax. Eccl. Const. Ιουνίου κη’ το λείψανον του Σεργίου Μαγίστρου Νικητιάτου κατετέθη εν μονή Κρήτης τη μέχρι του νυν (ι’ αι.) καλουμένη «του Μαγίστρου».
25. https://orthodoxcrete.com/el/places/st-nicholas-at-ormos/
26. Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας …σελ. 26.
27.Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν», Κρητικά Χρονικά, Ηράκλειο 1961/1962, τόμος ΙΕ’-ΙΣΤ’, τεύχος ΙΙΙ, σελ. 200 και 209.
28.Βασίλης Ι. Καλαϊτζάκης, «Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί»… σελ.178-179.
29.Εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ –LAROUSSE-BRITANNICA», όμοια με σημ. αριθ.6
Ο Τωμαδάκης χαρακτήρισε ως «ανεύθυνη» την υπόθεση ότι οι Αμπαδιώτες είναι υπολείμματα των Αράβων και είχε την άποψη ότι οι Αμπαδιώτες συσχετίσθησαν με τους Άραβες για πρώτη φορά από τον Francois Pouqueville. (F.C.H. Pouqueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως ήτοι η Αναγέννησις της Ελλάδος, μεταφρασθείσα υπό Ιωάννου Θ. Ζαφειροπούλου…, τ.Γ', Αθήναι 1890,σ.25. (Ο Pouqueville τα έγραψε το 1824). Κατά τον Pouqueville ο σεϊχης που έδωσε το όνομά του στην Αμπαδιά ήταν Άραβας του 9ου αιώνα (και όχι αρχηγός των Τούρκων που κατέκτησαν την Κρήτη τον 17ο αιώνα, όπως υποστήριξε ο Σ. Σπανάκης). Επίσης, έγραψε ότι οι Αμπαδιώτες ήταν «όμοιοι τοις Βεδουίνοις». (Ν. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας…», σελ. 17-18 σημ. αρ. 4 & 5, και σελ. 23).
30.Νικόλαος Σταυράκης,«Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης»,Αθήνα 1890,σ.126, σημ. 1.
31.Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας»… σελ. 7.
32.https://www.protothema.gr/stories/article/1265414/i-tourkokratia-stin-kriti-kai-oi-tourkokritikoi/
33. Βασίλης Ι. Καλαϊτζάκης,«Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί»…σελ. 133-134 και 183, σημ. αρ. 312.
34. Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν»… σελ. 200.
35. Άρης Ν. Πουλιανός, ‘Η καταγωγή των Κρητών», Βιβλιοθήκη Ανθρωπολογικής Εταιρείας αρ. 1, Αθήνα 1971,σελ. 12.
36.Ο χάρτης στο αριστερό μέρος της εικόνας 3 προέρχεται από το βιβλίο του Μανόλη Γ. Πεπονάκη «Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899)», έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου («Νέα Χριστιανική Κρήτη», Παράρτημα αρ. 2), Ρέθυμνο 1997, σελ. 176. Στο δεξί μέρος της εικ. 3 απεικονίζεται τμήμα χάρτη της Κρήτης, των εκδόσεων «ROAD», που είχε κυκλοφορήσει μαζί με την εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Ο χάρτης είναι σε κλίμακα 1:290.000 και το συγκεκριμένο τμήμα του αντιστοιχεί στην περιοχή της Αμπαδιάς.
37. Ιωάννης Βολανάκης, «Τα τοπωνύμια της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης», Ρέθυμνο 2009, σελ.57.
38.Wim Bakker – Arnold Van Gemert, «Μανόλης Βαρούχας: Νοταριακές Πράξεις –Μοναστηράκι Αμαρίου (1597 -1613)»…σελ. 542-543, 806.
39.Γεώργιος Εμμ. Ανδρεδάκης (1860-1933), «Ιστορικά Σημειώματα»…σελ.68-69. Ο Ανδρεδάκης παραπέμπει στην τρίτομη «Ιστορία της Κρήτης» του Β. Ψιλάκη, τόμος Γ’, τεύχ. 1, σελ. 40.
40. Arnold F. Van Gemert, «Zuane Longo – Publicus Notarius Candide et Rethimi», κατάστιχο 131, τόμος Α’, Ρέθυμνο 1487, Χάνδακας 1479-1511/12, Ηράκλειο 2017 (Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη), σελ. 77, 187-188
41. Wim Bakker – Arnold Van Gemert, «Μανόλης Βαρούχας: Νοταριακές Πράξεις –Μοναστηράκι Αμαρίου (1597 -1613)»…σελ. 815. Σύμφωνα με τα συμβόλαια που περιλαμβάνονται στο κατάστιχο του Μ. Βαρούχα, στις καβαλαρίες που πήραν το όνομα ιδιοκτήτη τους και που στη μεγάλη πλειοψηφία τους θα πρέπει να βρίσκονταν στην περιοχή του Αμαρίου, περιλαμβάνονται: του Αλισαντρόπουλου, η Καλλεργιανή, του Κατερή, η Κονταριανή, η Νεωτεριανή, των Πικατόρων, της Σιμιτακοπούλας, της Σκλαβοπούλας και των Γριμπίλων. Κατά τη συνήθεια αυτή, η καβαλαρία με ιδιοκτήτη κάποιον Abado που του παραχωρήθηκε η γη αυτή στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας, θα ονομάστηκε «Αμπαδιανή», και το πιθανότερο «της Αμπαδίας» αν πέρασε κάποια στιγμή στην ιδιοκτησία θηλυκού μέλους της οικογένειας Abado, ενώ στη συνέχεια θα χωρίστηκε σε μικρότερα τμήματα και θα πέρασε στην κατοχή άλλων ιδιοκτητών, μετά και τις μεγάλες επαναστάσεις που έγιναν από τους Κρητικούς και είχαν σαν αποτέλεσμα την παραχώρηση γης σε αρκετούς από αυτούς, την οποία προηγουμένως εκμεταλλεύονταν Βενετοί. Ίσως μάλιστα να πρέπει να διερευνηθεί και πιθανή σχέση της οικογένειας του Laurus del Abado με επιγραφή του 1496 που είναι χαραγμένη στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Ξιφηφόρου, στο Αποδούλου, και αφορά σε μέλη της οικογένειας Λουρωτού, αν και ήδη τον 13o αι. αναφέρονται στην Κρήτη τα επώνυμα «Λουρότος» και «Λούρος».
42.Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, 1100-1669, λήμμα: «αββας», τόμος 1, σελ. 3 και λήμμα «αμπάς», τόμος 2, σελ. 26 (Βλ. και URL:
https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/em_kriaras/scanned_new/index.html?id=49&lq=sel.3 και https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/em_kriaras/scanned_new/index.html?id=50&lq=sel.26 Επίσης, Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Liddell & Scott, εκδόσεις Πελεκάνος, 2007, λήμμα «Ἀββᾶ», σελ. 10 (Βλ. και URL: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/search.html?lq=Ἀββᾶ
Η λέξη «Ἀββᾶ» υπάρχει και στη Καινή Διαθήκη, στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο -ιδ’ 36- και από τον 4ο αιώνα έλαβε στην Ελλάδα την έννοια του μοναχού, καλόγερου, αλλά είχε περάσει και στην ελληνιστική κοινή πριν ακόμη από την εμφάνιση του χριστιανισμού, με την ίδια έννοια που είχε στην αραμαϊκή γλώσσα.
Η λέξη «απάνω» με τη μορφή «απάν’» δεν είναι άγνωστη στην Κρήτη («απάν’ απάνω»).
43.Εγκυκλ. «ΠΑΠΥΡΟΣ-LAROUSSE-BRITANNICA», λήμμα «Αμπαδιώτες», τ. 7, σελ. 473, και
Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826 -961 μ.Χ.)»…σελ. 17-18 σημ. αρ. 4 & 5. Στη σημ. αρ. 4 ο Τωμαδάκης αναφέρει το απόσπασμα από τη σελ. 29 των «Απομνημονευμάτων» του Κριτοβουλίδη.
44.Ενδεικτικά αναφέρεται ο πληθυσμός κάποιων από τα χωριά της Αμπαδιάς, κατά την αιγυπτιακή απογραφή του 1834 (με Χ οι χριστιανικές οικογένειες και με Μ οι μουσουλμανικές): Άγ. Ιωάννης: 15Χ – 0Μ, Αποδούλου: 14Χ – 6Μ, Βαθιακό: 15Μ, Νίθαυρη: 13Χ -2Μ, Πλάτανος: 15Χ – 20Μ (https://el.m.wikipedia.org/).
45.Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, «Η Εκκλησία Κρήτης κατά την Αραβοκρατίαν»…σελ. 193-212 και ιδίως 200-201.
46.https://www.politistiko-rethymno.org/αι-καταστροφαι-τησ-αμπαδιάσ/ Ανάρ.20-12-2021
47. Βασίλης Ι. Καλαϊτζάκης, «Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί»…σελ. 196-197.
48. Στέφανος Α. Ξανθουδίδης, «Επίτομος Ιστορία Της Κρήτης», Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήναι 1909, σελ.74.