ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ανεζηνιώ-Δοξανιώ-Μανωλιό-Μιχελιό-Νικολιό. Σελίδες κρητικής ηθογραφίας του 20ου αιώνα

0

Αν τύχει να παρακολουθήσουμε τον ηθοποιό Γιώργο Παπαζήση να υποδύεται τον χαρακτήρα του «Μανωλιού» σε παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών του 1960 και του 1970, μιλώντας με κρητικές ιδιωματικές λέξεις και προσπαθώντας να αναπαραγάγει πειστικά τη χαρακτηριστική κρητική προφορά, είναι δύσκολο να μη γελάσουμε με το κωμικό αποτέλεσμα. Όσοι έχουν διαβάσει και το  ηθογραφικό μυθιστόρημα «Ο Πατούχας», του Ιωάννη Κονδυλάκη (Βιάννος 1862 – Ηράκλειο 1920), που ο ήρωάς του ονομαζόταν και αυτός «Μανώλης», ίσως διακρίνουν και επιρροές του βιβλίου αυτού στο πλάσιμο του χαρακτήρα του κινηματογραφικού Μανωλιού.   

Ο Κονδυλάκης δημοσίευσε τον «Πατούχα», αρχικά σε συνέχειες, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εφημερίς», το 1892, ενώ σε βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1916, από τις εκδόσεις «Γεωργίου Φέξη». Το κείμενο χαρακτηρίστηκε από τη Μάρθα Αποσκίτη - Αλεξίου ως «το μεγάλο μνημείο της κρητικής ηθογραφίας». Πέρα από το πλήθος των λαογραφικών στοιχείων που αφορούν στη ζωή του κρητικού χωριού στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη και το σε βάθος ψυχογράφημα των ηρώων του, ο Κονδυλάκης εφευρίσκει πάμπολλα ευτράπελα περιστατικά, με αποκορύφωμα το περιστατικό όπου ο Πατούχας, νεαρός βοσκός που έχει επιστρέψει στο χωριό του από το βουνό, μια νύχτα, όντας μεθυσμένος, απάγει («κλέβει» όπως λέγεται) από το σπίτι της, κοιμισμένη, μια -όπως πιστεύει- νεαρή κοπελιά, το «Μαρούλι», που την έχει ερωτευτεί μετά από την αρνητική κατάληξη της προηγούμενης αισθηματικής του σχέσης. Γυρνώντας στο δικό του σπίτι ανακαλύπτει ότι δεν απήγαγε την κόρη αλλά τη χήρα μητέρα της, που παρά τη διαφορά ηλικίας τρέφει ερωτικά αισθήματα γι’ αυτόν. Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Κονδυλάκη στην καθαρεύουσα, εκτός από τους διαλόγους, όπου χρησιμοποιεί κρητικούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς. Το 1938 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» διασκευή του «Πατούχα» για το θέατρο, σε 4 πράξεις. Τη διασκευή του κειμένου επιμελήθηκε ο Άρης Χατζιδάκης. 

Μετά τον «Πατούχα» ακολούθησαν διηγήματα και μυθιστορήματα σε ανάλογο ύφος, από άλλους Κρητικούς συγγραφείς. Σελίδες της κρητικής ηθογραφίας, αρκετά ενδιαφέρουσες, καταλαμβάνουν και τα ηθογραφικά - λαογραφικά βιβλία που εκδόθηκαν τον 20ο αιώνα και στον τίτλο τους περιλαμβάνεται το υποκοριστικό ανδρικού ή γυναικείου ονόματος. Χρονικά, το πρώτο από αυτά ήταν το «Μιχελιό» του Γ. Ι. Καφφετζάκη, γνωστού και ως «Μαράντη», το οποίο εκδόθηκε το 1921. Τη μεγάλη επιρροή του Κονδυλάκη ως ηθογράφου την ομολογεί και ο ίδιος ο Καφφετζάκης, στον πρόλογό του για την Α’ έκδοση του ηθογραφήματος «Το Νικολιό» του Αλέξανδρου Κ. Δρουδάκη, όπου γράφει: «…Μια τέτοια παρόρμηση του μακαρίτη Ι. Κονδυλάκη ώθησε στον υποφαινόμενο, να καταπιαστεί με την Κρητική ηθογραφία…». Μετά το «Μιχελιό» του Καφφετζάκη ακολούθησαν και άλλοι κρητικοί ηθογράφοι που εδώ θα γίνει αναφορά στα σχετικά κείμενά τους, χωρίς να γίνει ανάλυσή τους. Για καθένα από τα κείμενα αυτά γίνεται μια σύντομη αναφορά στην υπόθεση που ο συγγραφέας αναπτύσσει.  

 Όπως είναι γνωστό, βασικό συστατικό της ηθογραφίας -και δη της Κρητικής- είναι και η ντοπιολαλιά. Παρακάτω, αναφέρω τα ηθογραφικά βιβλία με ιστορίες της Κρήτης, που κατάφερα να εντοπίσω, και πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: α) έχουν εκδοθεί -σε 1η έκδοση- τον 20ο αιώνα (1900-1999), β) στον τίτλο τους αναφέρεται υποκοριστικό κυρίου ανδρικού ή γυναικείου ονόματος, και γ) Οι διάλογοι των προσώπων είναι στην κρητική ντοπιολαλιά, και αν όχι όλοι, τουλάχιστον η πλειοψηφία τους. Επισημαίνω ότι ενδεχομένως υπάρχουν και άλλα ηθογραφικά βιβλία που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις και δεν μου είναι γνωστά. Πάντως, οι προϋποθέσεις που έθεσα, ουσιαστικά περιορίζουν τον αριθμό των βιβλίων που μπορούν να αναφερθούν, μιας και αριθμός όλων των βιβλίων της κρητικής ηθογραφίας είναι μεγάλος και απαγορευτικός για την αναφορά τους εδώ ένα προς ένα.

Τα κείμενα της κρητικής ηθογραφίας -και όχι μόνο όσα αναφέρονται εδώ- μπορούν να φανούν χρήσιμα και στην εποχή μας, συντελώντας, μέσω της διάδοσής τους, στη συνέχιση της χρήσης της κρητικής ντοπιολαλιάς και σε βάθος χρόνου, στην καλύτερη κατανόηση της απ’ όσους την ακούν και την διαβάζουν, αλλά και στον εμπλουτισμό της κοινής νεοελληνικής γλώσσας. Η φράση «κρητική ντοπιολαλιά», στο παρόν κείμενο χρησιμοποιείται ως ισότιμη του συνηθέστερα χρησιμοποιούμενου όρου «κρητική διάλεκτος». Όπου υπάρχει ανάγκη περαιτέρω περιορισμού της χρήσης του όρου αυτού για την ανατολική ή δυτική Κρήτη, συγκεκριμένο γεωγραφικό διαμέρισμα ή και μέρος ακόμη γεωγραφικού διαμερίσματος, χρησιμοποιείται ο όρος «τοπικό κρητικό γλωσσικό ιδίωμα», για να τονιστεί ότι περιλαμβάνονται και λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται σε όλη την Κρήτη.

Παρακάτω, μόνο όσον αφορά στα βιβλία που δημοσιεύτηκαν σε πρώτη έκδοση στο α’ μισό του 20ου αιώνα, παρατίθεται για το καθένα και χαρακτηριστικό απόσπασμα διαλόγου στο τοπικό κρητικό γλωσσικό ιδίωμα που γνωρίζει καλά ο εκάστοτε συγγραφέας. Τα αποσπάσματα των διαλόγων επιδιώκεται να είναι κατά το δυνατόν σύντομα, και φυσικά η επιλογή τους έγινε σύμφωνα με τη δική μου αισθητική· δεν σημαίνει δηλαδή ότι είναι και τα αξιολογότερα κάθε δημοσίευσης. Τα κείμενα παρουσιάζονται εδώ με το μονοτονικό σύστημα και η ορθογραφία παραμένει όπως είναι στο πρωτότυπο.

«Πηγές» για τη σύνταξη του κειμένου είναι τα συγκεκριμένα βιβλία που αναφέρονται εδώ· στην έντυπη μορφή τους, αλλά σε δυο περιπτώσεις στην ηλεκτρονική, στα βιβλία του Γ. Μαράντη (Καφφετζάκη): «Εμάθετέ τα;» και «Το όνειρο του Σταυρούλη», τα οποία μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να διαβάσει στο ψηφιακό Αποθετήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων (https://repository.librarychania.gr/ ).

Ακολουθεί ο κατάλογος των βιβλίων, σε δύο διακριτά τμήματα (α’ και β’ μισό του 20ου αιώνα) και με χρονολογική σειρά, βάσει του έτους της πρώτης έκδοσής τους:

Βιβλία κρητικής ηθογραφίας που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις για την επιλογή συμπερίληψής τους στον κατάλογο και εκδόθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ 1900 και 1949:

1. Γ. Ι. Μαράντης (Καφφετζάκης), «Το Μιχελιό». Εκδόσεις: «Παρνασσίδα», Αθήνα 1921 & 1927 - «Νικ. Αλικιώτη», Αθήνα 1943 - «Μιχ. Ι. Πολυχρονάκη», Νεάπολη Κρήτης, 1973.

Το «Μιχελιό» γράφτηκε το 1920 και διαβάστηκε πρώτη φορά σε φιλολογική εσπερίδα που διοργάνωσε ο Ιωάννης Κονδυλάκης στα Χανιά, εκείνη τη χρονιά, για να διαβάσει και ο ίδιος τη δική του ηθογραφία «Πρώτη αγάπη». Ο Κονδυλάκης, με επιστολή του προς τον Καφφετζάκη διατύπωσε θετική κρίση για τη λογοτεχνική αξία του ηθογραφήματός του «Το Μιχελιό», το οποίο, όπως αναφέρει, «σε πολλά σημεία το βρίσκει ανώτερο του ‘Πατούχα’». Στο «Μιχελιό», ο συγγραφέας, ο οποίος γεννήθηκε στη Νεάπολη – Π.Ε. Λασιθίου, το 1886, παρουσιάζει τα ήθη και το τοπικό κρητικό γλωσσικό ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, μέσα από τη ζωή της οικογένειας του Βαρελομανώλη, της γυναίκας του Δοξανιάς και των δυο παιδιών τους, που αναφέρονται με τα υποκοριστικά των ονομάτων τους, Μιχελιό και Αθηνιώ. Λόγω της διαφοράς στις πεποιθήσεις, αλλά και στην ικανότητα αντίληψης των μελών της οικογένειας, δημιουργούνται διάφορα ευτράπελα γεγονότα, ενώ θίγεται και το θέμα της πέραν του δέοντος εμπλοκής των γονιών της κρητικής κοινωνίας εκείνης της εποχής στην επιλογή της/του συζύγου των παιδιών τους.

Απόσπασμα διαλόγου (μεταξύ Αθηνιώς και Δοξανιάς – σελ.10-11 στην 3η έκδοση):

 - Σώπα δα καλότυχη κι’ ότι κι’ εμπήκανε [οι αίγες] και πράμμα δεν εφάγανε! 

- Ίντα πράμμα μωρή; Ντα δε θωρώ γω; πως εκουτσοκορφίσανε τη καλύτερη ξυλαγγουριά και φάγανε και δυο ξενικές ντομάτες; απού να σου δώσει άδικο, εσένα και του διαβαστικού σου, μα ’γω δα δεις ίντα δα σου κάμω αναγκεμένη! Α δε βάλω μωρή αργά τον κύρη σου να σε δείρη να μη με λένε Δοξανιά. 

2. Ευάγγελος Φωτάκης, «Κρητικές κουβέντες του Ανεζηνιού». Εκδόσεις (ιδιωτικές): Ρέθυμνο 1933 & 1948 - Αθήνα 1987.

Οι «Κρητικές κουβέντες του Ανεζηνιού», βιβλίο που -εκτός των προλογικών σημειωμάτων  και του «αντί προλόγου» σημειώματος του συγγραφέα- αποτελείται αποκλειστικά από διαλόγους, γραμμένους στην «ιδιόρρυθμη και πλουσία και ρέουσα και γλυκειά κρητική διάλεκτο». Οι διάλογοι αναφέρονται στις αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό, του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου που εμπνεύσθηκε ο Φωτάκης, της  Ανεζηνιώς (υποκοριστικό του ονόματος Ανεζήνα - το Ανεζηνιό κατά τον συγγραφέα), νεόκοπης δημοσιογράφου της ρεθεμνιώτικης εφημερίδας «Τύπος». Η εφημερίδα «Ο ΤΥΠΟΣ» ήταν υπαρκτή και την εξέδιδε ο Μάνος Β. Τσάκωνας, ο οποίος ενδεχομένως βοήθησε στην έκδοση του βιβλίου. Στο βιβλίο αναφέρονται και επαγγέλματα και ονομασίες των σχετικών εργαλείων εκείνης της εποχής (στο Β’ μέρος), καθώς και διάφορες γητειές  (στο Γ’ μέρος). Ο συγγραφέας (1871 - 1951) ήταν συνταξιούχος δάσκαλος, από το χωριό Ακτούντα Αγ. Βασιλείου – Π.Ε. Ρεθύμνου. Τουλάχιστον στην έκδοση του 1987 έχουν παραληφθεί οι τελευταίες πέντε σελίδες του, σε σχέση με την πρώτη έκδοση του 1933. Στον ιστότοπο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» (https://politistiko-rethymno.org ), στη θεματική ενότητα «Λαογραφία», έχουν αναρτηθεί και διηγήματα με «ανταποκρίσεις» του Ανεζηνιού από τ’ Ακτούντα, τα περισσότερα από τα οποία (11 από τα 14) δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο αλλά είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ο ΤΥΠΟΣ», το 1933 και το 1934. 

Απόσπασμα διαλόγου (μεταξύ Κατεργιάς και της μητέρας της – σελ.22-23, στην 1η έκδοση):

-  Ίντα τη θες μάννα, τη φωθιά τέθοια ώρα; Μα το σταυρό μου, χούι τώχεις και ότι να κάτσω στο τελάρο, α δε με σηκώσης θα σκαλαμπαντάρης! Εσηκώθηκα, απού την κοιμητέ ταχυνή-ταχυνή, για να παίξω μιαν πεταλέ, κι’ όντιμως, δεν είναι ρεμέδιο να μ’ αφήσης! Δεν ήπιες μαθώς ακόμη τον καβέ σου; Ίντα τη θέλεις τέθοια ώρα τη φωθιά απού δεν είναι ώρα του τσικαλιού; Γη, σα σου χρειάζεται, γιάντα δεν την άφτεις απατή σου, να μ’ αφήσης και μένα να περάσω μιαν περαματέ;  

- Μη γλωσσίζεις μωρή μη σε γενολοήσω!! Δε με θωρείς πως παρασαίρνω τα ζούμπερα, απού ’ναι η γιαυλή γεμάτη βερβελιές. 

3.  Ελένη Ν. Σηφάκη (Ναϊς), «Η τύχη του Μανωληού», Κρητικά Φύλλα, Αθήνα 1938.

Η «Τύχη του Μανωληού», θεατρικό δράμα ιστορικού περιεχομένου, που έχει όμως και ηθογραφικό περιεχόμενο, εκδόθηκε ως τεύχος του περιοδικού «ΚΡΗΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ», στο πλαίσιο των δημοσιεύσεων ανέκδοτων επεισοδίων από τις κρητικές επαναστάσεις 1889 -1896-1897. Το έργο, επηρεασμένο από την ελληνοτουρκική προσέγγιση που είχε προηγηθεί το 1930, με την υπογραφή από τον Βενιζέλο και τον Ατατούρκ του συμφώνου φιλίας μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, έχει ως κεντρικό του άξονα την αληθινή φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ του Μανωλιού και του Κρητικού μουσουλμάνου αξιωματικού  Χουσεΐν, όταν ο πρώτος, τον καιρό της κρητικής επανάστασης του 1896, βρίσκει τραυματισμένο τον δεύτερο και τον περιθάλπει, σώζοντάς τη ζωή του. Οι σκηνές του έργου εκτυλίσσονται  κατά τα έτη 1896, 1922 και 1938. Ανάμεσα στους χαρακτήρες του έργου είναι και οι: Μανούσος Ρ. Κούνδουρος (ηγέτης της επανάστασης του 1896), Γιάννης Καλογερής (οπλαρχηγός Κάμπων Κυδωνίας) και Κωνσταντίνος Θ. Μάνος (ποιητής, εθελοντής στην κρητική επανάσταση του 1896, μετέπειτα μακεδονομάχος και Δήμαρχος Χανίων (1900-1902). Δεν κατάφερα να βρω βιογραφικά στοιχεία της συγγραφέως.

Απόσπασμα διαλόγου (μεταξύ Χουσεΐν και Μανωληού – σελ.22):

- Μα φυσέκια που θα βρίσκετε; Θα μπορή να σας στείλη η Ελλάδα;

- Η Ελλάδα είναι ακόμη φτωχή και δεν μπορεί. Μα μεις θα πέρνωμε και τουφέκια και φυσέκια από τση δικούς σας στρατιώτες. Να δα που πήρα κι’ εγώ σήμερο! Κι’ από ψωμί; Δεν μας νοιάζει γιατί όντες δεν έχομε τρώμε κι’ αγριόχορτα. Πιε δα ακόμα μια σταλιά κρασί και να πηαίνωμε.

4. Γεώργιος Κουτρουμπάκης, «Δοξανιώ η καπετανοπούλα», Εκδόσεις «Κασδόνη», Αθήνα 1939.

Η «Δοξανιώ» έχει ως θέμα την αίσια κατάληξη της επιδιωκόμενης σχέσης μεταξύ του Νικολή και της Δοξανιώς, κόρης παλιού κρητικού οπλαρχηγού, αφού πρώτα όμως κατ’ απαίτηση του γέρο καπετάνιου και της κόρης του -που δεν είναι αποδεκτό να παντρευτεί άνδρα που δεν έχει πολεμήσει- γίνεται μακεδονομάχος και διαπρέπει στο πεδίο της μάχης, όπου και τραυματίζεται. Ούτε για τον συγγραφέα του βιβλίου αυτού μπόρεσα να βρω βιογραφικά στοιχεία.

Απόσπασμα διαλόγου (μεταξύ Μαρκουλή και Εκπαιδευτικού – σελ.48):

- Κάποτε πίνω κι’ απ’ αυτό! Μα όμως να γνωρίζης ότι ποσώς δεν ωφελεί κατάχρησις του οίνου!

- Εδά θα τα χαλάσωμε, αλήθεια, δάσκαλέ μου! Αν είσαι φίλος μη μου λες για το κρασάκι πράμα! Εμείς επά οι χωριανοί, κατέχεις ίντα λέμε; «Χίλια καληνωρίσματα στην αμπελοκουτσούρα οπού τσοι κάνει τσοι φτωχούς και τα ξεχνούναι ούλα».

5. Γ. Ι. Μαράντης (Καφφετζάκης), «Το όνειρο του Σταυρούλη». Εκδόσεις «Νικ. Αλικιώτη», Αθήνα 1943.

Βασικοί χαρακτήρες του ηθογραφήματος είναι δυο ανταγωνιστές ιδιοκτήτες πανδοχείων (χανιτζήδες) της Νεάπολης Λασιθίου, ο Σταυρούλης και ο Αριστειδάκης και ο καντηλανάφτης και βοηθός αρχικά του πρώτου και στη συνέχεια του δεύτερου Μανωλάκης, ο επονομαζόμενος Πατερημός. Η βασική ιστορία διαδραματίζεται γύρω από ένα όνειρο που βλέπει στον ύπνο του ο Σταυρούλης, στο οποίο παρουσιάζεται η Παναγία με τη μορφή μαυροφόρας γυναίκας και τον προτρέπει να ζητήσει από τον Πατερημό -και να τον βοηθήσει αν χρειαστεί- να βρει και να «ελευθερώσει» την εικόνα της που είναι θαμμένη σε άγνωστο σημείο του χωριού. Ο Πατερημός δεν αγνοεί το όνειρο και προσπαθεί να βρει την εικόνα, σκάβοντας σε μια περιοχή όπου παλαιότερα υπήρχε εκκλησία της Παναγίας, την οποία κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Φεύγει όμως από τη δούλεψη του Σταυρούλη, δυσαρεστημένος απ’ αυτόν, επειδή πιστεύει ότι δεν τον βοηθάει αρκετά στην ανεύρεση της εικόνας. Δευτερεύουσες ιστορίες εκτυλίσσονται γύρω από τη βασική αυτή ιστορία, με πρωταγωνιστές χαρακτήρες με πρωτότυπα ονόματα, όπως ο Κανελομάσουρος,  το Πιπινιό και ο Κινίνος.

Απόσπασμα διαλόγου (μεταξύ Μεθυμού και Σταυρούλη – σελ. 62-63):

- Έχε το νου σου Σταυρούλη γιατί όπου - όπου έρχονται τρεις κυρατζήδες απού μούχουνε φορτωμένα αμυγδαλόψυχα για τη χώρα και πομείνανε οπίσω γιατί το μουλάρι μου πάει πλια ογλήγορα και να τωσε δίδης ένα καλό τόπο να κουμπίσουνε τα σακκιά να μη πάνε ποντικοί τη νύχτα.

- Είναι δα λόγια να μου τα λες τουτανά; Ντα έχει μπρε εμένα το χάνι μου ποντικούς, απού ταΐζω τρεις κάτες και δεν αφήνουνε όι ποντικό, μούδε μυίγια…   

Βιβλία κρητικής ηθογραφίας που πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Α’ Μέρος του κειμένου για την επιλογή συμπερίληψής τους στον κατάλογο και εκδόθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ 1950 και 1999:

1. Αλέξανδρος Κ. Δρουδάκης, «Το Νικολιό». Εκδόσεις: Χανιά 1953 (ιδιωτική) - Αθήνα 1988 («Σμυρνιωτάκης» - β’ έκδ. συμπληρωμένη).

Το Νικολιό είναι ένας νεαρός λυράρης που κουρασμένος από τις συνθήκες της ζωής του στο χωριό και πιστεύοντας ότι η ζωή στην πόλη είναι καλύτερη μετακομίζει στη «Χώρα». Εκεί γνωρίζει τη Βαγγελιώ και ερωτεύονται. Μετά από τρία χρόνια και αφού η αγαπημένη του Βαγγελιώ τον αφήνει για ένα πλούσιο «Αμερικάνο», επιστρέφει απογοητευμένος στο χωριό του, γίνεται βοσκός, και καθώς βόσκει τα «ωζά» του γράφει τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και αφορούν στη ζωή του χωριού, τις οποίες στέλνει στην πρώην αγαπημένη του. Σε ένα από τα ευθυμογραφήματα του βιβλίου, με τίτλο: «Επήγε για μαλλί…», το Νικολιό, ένα βράδυ, βοηθάει τον Κασιδογιώργη να «κλέψει» την κοπελιά που αγαπά, αλλά  όπως και στον «Πατούχα», αποδεικνύεται τελικά ότι αυτή που απήγαγαν είναι η μάνα της. Ο δημιουργός του «Νικολιού», Αλέξανδρος Κ. Δρουδάκης (1915-1993) είχε γεννηθεί στα Χανιά. Εκτός από συγγραφέας ήταν και πολύ αξιόλογος ζωγράφος που αντλούσε τη θεματολογία του από την ιστορία και την παράδοση της Κρήτης. Είχε μάλιστα φιλοτεχνήσει (1958) έναν περίφημο πίνακα για τη Μάχη της Κρήτης.

2. Εμμανουήλ Ιωσ. Φραγκεδάκης, «Το Μανωλιό στη Γαύδο». Εκδόσεις «Μανουσάκη», Ρέθυμνο 1962.

Ο συγγραφέας ήταν γιατρός από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου – Π.Ε. Ρεθύμνου και είχε γεννηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Το τυχαίο περιστατικό όπου μια ακρίδα μπαίνει στο μπούστο μιας κοπελιάς στο χωριό του συγγραφέα, γίνεται αφορμή να βρεθεί στη Γαύδο το Μανωλιό - ουσιαστικά  πρόκειται για τον ίδιο τον συγγραφέα- και να απομακρυνθεί από τους γονείς του, που κάποια στιγμή το θεωρούν νεκρό, για τρεις μέρες. Στο χρονικό αυτό διάστημα  συμβαίνει μια σειρά από επεισόδια, τόσο ευχάριστα (τα περισσότερα) όσο και δυσάρεστα. Η ιδιαιτερότητα του κειμένου έγκειται στο ότι, παράλληλα με τους διαλόγους, και το αφηγηματικό και περιγραφικό μέρος του κειμένου είναι γραμμένο στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα του Αγίου Βασιλείου, κάτι που συνιστά πρωτοτυπία σε σχέση με τα άλλα κείμενα που αναφέρονται εδώ. Πολύ χρήσιμο είναι και το σημείωμα (15 σελίδων) του Ι. Ευθ. Τσουδερού που περιέχεται στο βιβλίο, με τον τίτλο: «Λίγα λόγια για την έκδοση του κειμένου και τη κρητική γλώσσα». Ο Φραγκεδάκης ακολούθησε το παράδειγμα του συνεπαρχιώτη του Ευάγγελου Φωτάκη, που και αυτός έγραψε το «Ανεζηνιό» του στο ίδιο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα (ακόμη και το σύντομο «Αντί προλόγου» σημείωμά του), αλλά στην περίπτωση του Φωτάκη, το βιβλίο του, όπως προαναφέρθηκε, εκτός των προλογικών σημειωμάτων, αποτελείται αποκλειστικά από διαλόγους.  

3. Εμμανουήλ Λαντζουράκης, «Ο Μανωλιός στην Αθήνα». Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974. Το 1987 το βιβλίο γνώρισε την 4η έκδοσή του, στο Ρέθυμνο.

Τόπος καταγωγής του συγγραφέα είναι το χωριό Νίθαυρη Αμαρίου –Π.Ε. Ρεθύμνου. Ο Μανωλιός, ξεκινώντας τη διήγησή του από τις αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων στο χωριό του, στη συνέχεια περιγράφει τις περιπέτειές του στην Αθήνα, όπου προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει την τύχη του, απογοητευμένος και από το γεγονός ότι η οικογένεια της κοπελιάς που αγαπούσε στο χωριό του την πάντρεψε με άλλον και αυτός μη θέλοντας να παντρευτεί κάποια άλλη από τις διαθέσιμες υποψήφιες νύφες παρέμεινε ένας ανύπανδρος και μοναχικός βοσκός. Τελικά, διαπιστώνοντας ότι η ζωή της πόλης δεν του ταιριάζει, αφού οι άνθρωποι εκεί δεν έχουν την ειλικρίνεια, την ζεστασιά και τον αυθορμητισμό των ανθρώπων του χωριού του, επιστρέφει στο χωριό. Στις μόλις 64 σελίδες του βιβλίου περιγράφονται με αρκετές λεπτομέρειες και έθιμα περιόδων όπως οι Απόκριες και η Λαμπρή, οι διαδικασίες για το αλώνισμα, το όργωμα του χωραφιού, το άλεσμα της ελιάς στην παλιά φάμπρικα, τα έθιμα που ακολουθούνταν κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών που συνήθως διαρκούσε τότε ένας γάμος (συνεπαρσά, απαγγελία των «παστικών», κέρασμα μελοκάρυδου από τη μάνα του γαμπρού κλπ) με την παράθεση αρκετών σχετικών μαντινάδων. Επίσης, περιλαμβάνονται επιπλέον μικρές ιστορίες και ανέκδοτα του χωριού, παροιμίες, και ένα πολύ σύντομο κρητικό λεξιλόγιο.

4. Εμανουήλ Γ. Πατυχάκης, «Ο Μιχαληός και άλλα διηγήματα κρητικής ηθογραφίας». Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1977.

Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο χωριό Λιθίνες Σητείας – Π.Ε. Λασιθίου και όταν δημοσίευσε τα ηθογραφήματά του ήταν συνταξιούχος δικηγόρος. Ο έρωτας δυο ανθρώπων με μεγάλη διαφορά ηλικίας, του Μιχαλιού και της Ζαμπιώς, σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Κρήτης, και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν λόγω της σχέσης τους είναι το θέμα του βασικού διηγήματος του βιβλίου. Ο δεκαοχτάχρονος Μιχαλιός, έπειτα από διάφορες περιπέτειες, παρά την αντίθεση της οικογένειάς του και σχεδόν όλων των συγχωριανών του, αλλά και την αντιζηλία του γέρο Σήφη που και αυτός διεκδικεί την αγάπη της πενηνταοχτάχρονης Ζαμπιώς, την παντρεύεται, αλλά μετά από εφτά χρόνια, όταν πλέον η Ζαμπιώ έχει μεγαλώσει ακόμη περισσότερο και η εξωτερική της εμφάνιση παύει να τον ελκύει, ο Μιχαλιός ερωτεύεται  τη νεαρή και όμορφη κόρη της, Λενιώ. Ο «Μιχαληός» είναι το βασικό και εκτενέστερο από τα δεκαοκτώ συνολικά διηγήματα του βιβλίου και δευτερεύοντες -ως προς την διάρκεια της παρουσίας τους- χαρακτήρες του, όπως ο Νικολιός και ο Λευθεράκης, γίνονται, βασικός ήρωας ο πρώτος και σημαντικός δευτερεύων χαρακτήρας ο δεύτερος, σε επόμενο βιβλίο του συγγραφέα, με τίτλο «Ο Νικολιός».   

5. Εμανουήλ Γ. Πατυχάκης, «Ο Νικολιός». Εκδόσεις «Αφοί Πατυχάκη», Αθήνα 1983.

Το βιβλίο εκδόθηκε από τα παιδιά του συγγραφέα, μετά τον θάνατό του. Αφορά στις περιπέτειες και τα παθήματα του Νικολιού, εβδομηντάχρονου καντηλανάφτη και περιστασιακού ψάλτη, βαθιά θρησκευόμενου, που επιδίδεται σε πράξεις ελεημοσύνης για τις φτωχές χήρες του χωριού, αλλά ταυτόχρονα είναι οκνηρός όσον αφορά τις συνήθεις αγροτικές δουλειές. Ο Λευθεράκης, φίλος του Νικολιού, και η γειτόνισσά του η εξηντάχρονη Μαρουλιώ (αναφέρεται και ως «Μαρούλι» στο βιβλίο, όπως και η ηρωίδα του Κονδυλάκη στον Πατούχα), είναι οι βασικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Μεταξύ του Νικολιού και της Μαρουλιώς υπάρχει μια -γνωστή σε όλο το χωριό- αντιπάθεια, που δίνει λαβή στο Λευθεράκη και σε άλλους, περισσότερο για να διασκεδάσουν, να τους προτρέπουν να παντρευτούν μεταξύ τους ή να τους κάνουν πειράγματα ότι γνωρίζουν για τον δήθεν επικείμενο γάμο τους. 

Σημ.: Το βιβλίο του Γεωργίου Αντ. Σαριδάκη, με τίτλο η «Μαρινούλα», που εκδόθηκε το 1966 στο Ηράκλειο Κρήτης από τις εκδόσεις «Ανταίος», απλώς το αναφέρω, λόγω του τίτλου του. Όμως, στο βιβλίο αυτό, οι διάλογοι μεταξύ των προσώπων δεν είναι στην κρητική ντοπιολαλιά αλλά στην κοινή νεοελληνική γλώσσα (αν και δεν απουσιάζουν από αυτό οι λέξεις της κρητικής ντοπιολαλιάς, οι οποίες περιλαμβάνονται κυρίως σε παρατιθέμενες στο βιβλίο μαντινάδες και αποσπάσματα έργων όπως η «Ερωφίλη»).

Υπάρχουν καταχωρήσεις βιβλίου με τον τίτλο: «Εμάθετέ τα; Εκλέψανε, λέει, το Γαρεφαλιώ!, και συγγραφέα τον Γ. Μαράντη (Καφφετζάκη). Ο πραγματρικός τίτλος είναι: «Εμάθετέ τα;» . Έτσι το αναφέρει ο ίδιος ο Καφφετζάκης, στις λίστες  βιβλίων που έχει εκδώσει, ενώ και στο εξώφυλλο του βιβλίου αναγράφεται: «Εμάθετέ τα;…». Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1939 στην Αθήνα, ενώ στη Β’ έκδοση (Εκδόσεις  Νικ. Αλικιώτη-Αθήνα 1943) στην πρώτη σελίδα του εσωτερικού μέρους του βιβλίου -τουλάχιστον σε αντίτυπο που φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων- αναγράφεται ο προαναφερόμενος μεγαλύτερος τίτλος. Δεν γνωρίζω αν συμβαίνει το ίδιο και στην πρώτη έκδοση. Σε αυτή την αναγραφή ίσως οφείλεται και η σύγχυση η σχετική με την ονομασία. 

Η κρητική ντοπιολαλιά είναι η ελληνική ντοπιολαλιά με τη μεγαλύτερη σχέση ως προς την αρχαία ελληνική γλώσσα, της οποίας έχει διατηρήσει αρκετές λέξεις. Η μουσικότητά της, που συντελεί στη ζωντάνια των διαλόγων, βοήθησε τους συγγραφείς να «ζωντανέψουν» χαρακτήρες που αν και αρκετοί από αυτούς ήταν τελείως αγράμματοι -η δράση τους εκτυλίσσεται σε εποχές που η εκπαίδευση δεν ήταν εύκολη, κυρίως στα χρόνια της ύστερης τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την πρώτη περίοδο της Κρητικής Πολιτείας- είχαν ψυχική καλλιέργεια, ακολουθούσαν τα ήθη και τα έθιμα που είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους και τηρούσαν με ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις.  

Στα κείμενα των συγγραφέων που εξέδωσαν τα κείμενά τους στην Αθήνα, η πλειονότητα των οποίων τα δημοσίευσε εκεί επειδή εκεί ζούσε, είναι φανερές οι επιρροές της κοινής νεοελληνικής γλώσσας και στους κρητικούς  διαλόγους, σε σχέση με τους συγγραφείς που ζούσαν στην Κρήτη και εξέδωσαν τα κείμενά τους στο νησί, μιας και είναι συχνότερη η χρήση λέξεών της κοινής νεοελληνικής και σε σημεία διαλόγων όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κρητικό λεξιλόγιο. Και είναι φυσικό αυτό, από τη στιγμή που ζώντας μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους δεν ήταν πάντα εύκολο να μιλούν και να ακούν καθημερινά την κρητική ντοπιολαλιά, και έτσι, σταδιακά, ξεχνούσαν κάποιες λέξεις της. Επίσης, σε αρκετά αποσπάσματα σχηματίζεται η εντύπωση στον αναγνώστη ότι καταβάλλεται έντονη προσπάθεια από τον συγγραφέα ώστε να συμπεριλάβει όσες περισσότερες κρητικές λέξεις μπορεί -ο πρωτεύων δηλαδή στόχος είναι να διαφυλαχτεί η κρητική ντοπιολαλιά και όχι τόσο να τελειοποιηθεί η πλοκή της εξελισσόμενης ιστορίας- και αυτό δείχνει και τη βαθειά αγωνία των ανθρώπων αυτών για τη διάσωση, πέραν των ηθών και των εθίμων του τόπου τους, και των λέξεων και φράσεων που μιλούσαν και άκουγαν από την παιδική τους ηλικία, αλλά έβλεπαν σιγά σιγά -ήδη από τότε- να μειώνεται προοδευτικά ο αριθμός όσων τη μιλούσαν και λιγότερο, βέβαια, όσων την κατανοούσαν.  Άλλωστε, ο επίσης Ρεθεμνιώτης συγγραφέας Ιωάννης Μ. Δαλέντζας, σε σημείωμά του για το βιβλίο του Εμμ. Ιωσ. Φραγκεδάκη «Η παντρειά στην Κρήτη» -για άλλο βιβλίο του στο οποίο περιλαμβάνεται το εν λόγω σημείωμα γίνεται λόγος και στο παρόν κείμενο- , τον Ιούνιο του 1961, επισημαίνει αυτή την αγωνία, γράφοντας ότι η καρδιά του συγγραφέα «είναι ανήσυχη και στενοχωρημένη, γιατί όσο πάει, χάνεται μέσα στη θολούρα μιας αμφίβολης πολιτιστικής τάχα εξέλιξης ότι όμορφο, γνήσιο κι’ ευγενικό Κρητικό στοιχείο υπάρχει». Υποθέτω ότι ο Δαλέντζας εννοούσε και την κρητική ντοπιολαλιά μεταξύ των κρητικών στοιχείων που κινδύνευαν να χαθούν, αφού στην κρητική ντοπιολαλιά είναι γραμμένο και το βιβλίο αυτό του Φραγκεδάκη.   

Ηθογραφικά - λαογραφικά βιβλία στην κρητική ντοπιολαλιά γράφονται και στον αιώνα που διανύουμε, αλλά επειδή πλέον η ζωή και του κρητικού χωριού δεν είναι το ίδιο «παραδοσιακή» με παλαιότερες εποχές, αλλά και ο κρητικός παραδοσιακός τρόπος ζωής έχει περιγραφεί επαρκώς από τους παλαιότερους, είναι αρκετά πιθανό ότι στο μέλλον τέτοια βιβλία θα εκδίδονται όλο και πιο σπάνια.

Το 2020 η κρητική ντοπιολαλιά - διάλεκτος εντάχθηκε ως μάθημα επιλογής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης· μια αναμφίβολα σωστή απόφαση. Όμως, το μέτρο αυτό, αν και πολύ σημαντικό, δεν αρκεί.

Επισημαίνοντας την ανάγκη λήψης επιπλέον μέτρων (που φυσικά δεν είμαι ο πρώτος που τη διαπιστώνω), καταλήγω σε μια συνολική πρόταση, που δεν αφορά μόνο τους Κρητικούς, ελπίζοντας ότι θα διαβαστεί από κάποιον αρμόδιο που θα υιοθετήσει τη βασική της έστω κατεύθυνση και θα επιδιώξει την υλοποίησή της. Προτείνω, λοιπόν, το καθ’ ύλην αρμόδιο για θέματα εκπαίδευσης Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων -σε συνεργασία με το καθ’ ύλην αρμόδιο για θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης Υπουργείο Εσωτερικών- να προωθήσει προς ψήφιση σχετική νομοθετική ρύθμιση, ώστε να διδάσκονται υποχρεωτικά στα Δημοτικά Σχολεία, σαν αυτόνομο μάθημα, κλασσικά ή τουλάχιστον με κάποια χρονική απόσταση από το σήμερα, ηθογραφικά κείμενα που έχουν γραφτεί στην πλειοψηφία τους στην κυρίαρχη ντοπιολαλιά κάθε αυτοδιοικητικής Περιφέρειας της Χώρας, τα οποία θα επιλέγονται από αρμόδια Επιτροπή που θα συστήνεται για το σκοπό αυτό σε κάθε Περιφέρεια. Θα διδάσκονται όμως και κάποια κείμενα γραμμένα στη ντοπιολαλιά άλλων περιοχών, που αυτά θα επιλέγονται από το Υπουργείο Παιδείας και θα είναι κοινά και υποχρεωτικά για τις υπόλοιπες Περιφέρειες, εκτός από αυτήν στη ντοπιολαλιά της οποίας είναι γραμμένα (εκεί θα γίνεται η επιλογή που προαναφέρθηκε, από την αρμόδια επιτροπή της Περιφέρειας). Αυτό το μάθημα που θα μπορούσε, ενδεικτικά, να ονομάζεται «Ελληνική Ηθογραφία», θα διδάσκεται στην προσχολική εκπαίδευση (με απλές ιδιωματικές λέξεις και εικόνες λόγω της μικρής ηλικίας των παιδιών αυτών), αλλά και σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού (με προοδευτικά αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας ανάλογα με την ηλικία των παιδιών), ώστε τα παιδιά αυτών των ηλικιών, παράλληλα με τα γλωσσικά ερεθίσματα που παίρνουν κυρίως από το οικογενειακό τους περιβάλλον, να γνωρίζουν και να είναι σε θέση να αγαπήσουν τα ιδιωματικά κείμενα από μικρή ηλικία και μέσω του σχολείου, και να δεχτούν ως δεδομένο ότι η επίσημη ελληνική Πολιτεία εγκρίνει και αναγνωρίζει την αξία της ντοπιολαλιάς στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα αυτά. Ίσως τότε να επιτευχθεί και ένας βασικός στόχος, που είναι να εμπεδωθεί στα παιδιά η συνείδηση της αξίας κάθε ελληνικής ντοπιολαλιάς, ως ίσης με την κοινή νεοελληνική γλώσσα. Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα ότι δεν γνωρίζουν όλοι οι εκπαιδευτικοί την ντοπιολαλιά της περιφέρειας όπου υπηρετούν, επειδή δεν είναι όλοι ντόπιοι και αρκετοί έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε άλλες περιοχές (π.χ. στην Κρήτη υπηρετούν και μη Κρητικοί εκπαιδευτικοί), ωστόσο, και μόνο η ανάγνωση των ηθογραφικών κειμένων, που θα φέρει τα παιδιά σε επαφή με τα κείμενα αυτά -γραμμένα τα περισσότερα σε μια γλώσσα που τους είναι ήδη οικεία- θα φέρει τα επιδιωκόμενα θετικά αποτελέσματα και τελικά θα συμβάλει αποφασιστικά στον περιορισμό της διαρκώς αυξανόμενης γλωσσικής πενίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μέσω του περαιτέρω εμπλουτισμού της κοινής νεοελληνικής γλώσσας με λέξεις των τοπικών ελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, αρκεί τα διδασκόμενα κείμενα να συνοδεύονται και με αναλυτικό γλωσσάριο. Για το σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, συστηματικά, και τα αξιόλογα ιδιωματικά λεξικά που κατά καιρούς έχουν γραφτεί, για τη σύνταξη των οποίων έχει απαιτηθεί πολύχρονη κοπιαστική προσπάθεια από τους συγγραφείς τους, οι οποίοι αναμφίβολα είναι άξιοι πολλών συγχαρητηρίων. Τουλάχιστον στην Κρήτη, υπάρχει, πλέον, ικανοποιητικός αριθμός τέτοιων λεξικών και οι συγγραφείς κάποιων από αυτά έχουν βραβευτεί και από την Ακαδημία Αθηνών.

Ας αξιοποιηθεί λοιπόν αποτελεσματικά και η ελληνική ηθογραφία, μέσα από το επίσημο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το όφελος θα είναι μεγάλο.

ΔΟΞΑΝΙΩ
ΜΑΝΩΛΙΟ
ΑΝΕΖΗΝΙΩ
ΠΑΤΟΥΧΑΣ
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ