ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα στιβάνια του γέρου

0

«Εἰχέ ’νὰ δοῦλο μπιστικὸ κ’ ἐλέγαν τον Πιστέντη

καὶ δὲν ἐψήφα θάνατο γιὰ τὸν καλὸν τ’ ἀφέντη.

Καταρδινιάζει μιὰν αὐγή, κουρφὴ γραφή τοῦ κάνει,

καὶ κάτω στὸ στιβάνιν του εἰς τσὶ ραφὲς τὴ βάνει».

Βιτσέντζου Κορνάρου «Ερωτόκριτος , στίχοι Δ 777-780, έκδοση Σ. Ξανθουδίδη (1915).

Τα στιβάνια είναι οι ανδρικές μπότες της παραδοσιακής κρητικής ενδυμασίας. Η ονομασία τους προέρχεται από τη βενετική λέξη stival, που σημαίνει μπότα. Άρα η ονομασία ανάγεται στην περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κρήτη (1211-1669), και μάλιστα στην πρώιμη Βενετοκρατία, αφού η λέξη «στιβάνι» αναφέρεται σε ποίημα του Κρητικού ποιητή του 14ου αιώνα Στέφανου Σαχλίκη. Όπως γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης (στην έκδοση του «Ερωτόκριτου»), η λέξη προήλθε «εκ του ιταλικού stivale μετά συμφύρσεως προς το βάνω». Ο Ξανθουδίδης συσχετίζει τα στιβάνια με τις «ενδρομίδες», δηλαδή τα ψηλά υποδήματα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πολεμιστές, αλλά αναπαρίσταται να φορά και η θεά Άρτεμις,  σε γλυπτές παραστάσεις. Υπάρχει και η άποψη ότι οι Κρητικοί υιοθέτησαν τα στιβάνια για την υπόδησή τους από Αλγερινούς πειρατές, κατά τον Μεσαίωνα. Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Κρητικοί ευγενείς φορούσαν μπότες που δίπλωναν στο πάνω μέρος τους και έμοιαζαν με τις πειρατικές και αυτή θα μπορούσε να είναι μια πρώιμη μορφή της εξέλιξης του στιβανιού. Στα μέσα του 19ου αιώνα, επί τουρκικής κατοχής της Κρήτης, ονομάζονταν και σαρδίνια ή τσαρδίνια, είχαν σχισμή στο «καλάμι» (το μέρος  του στιβανιού που περιβάλλει τις γάμπες), δένονταν με κορδόνια που λέγονταν στιβανοδέματα για να μην ζαρώνουν και η μύτη τους ήταν ανασηκωμένη, όπως τα τσαρούχια. Για το καλάμι του στιβανιού συνήθως χρησιμοποιούνταν δέρμα κατσίκας, ενώ για το «μουζάκι» (το μέρος του στιβανιού που καλύπτει τη ράχη του ποδιού και τα δάχτυλα) χρησιμοποιούνταν πιο σκληρό δέρμα, μοσχαρίσιο, που λεγόταν «βακέτα». Ήταν ραφτά, ενώ αργότερα άρχισαν να μπαίνουν και πρόκες στις σόλες για να μειώνεται η ολίσθηση.

Τα στιβάνια, που είναι είτε μαύρα είτε άσπρα είτε κόκκινα είτε καφέ, είναι το μέρος της παραδοσιακής ενδυμασίας του Κρητικού που μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο δημοφιλές στην εποχή μας. Αρκετοί νέοι και ηλικιωμένοι Κρητικοί τα φορούν με περηφάνια, με κάθε ευκαιρία. Με μια διαφορά· ο γέρο Κρητικός τα νιώθει στα πόδια του όλο και πιο βαριά στο πέρασμα των χρόνων…

Ωσά ντο ρόδο που κρατώ που πέταλα ’ποβγάνει,

γή απής κοπεί ογλήγορα χρωμάτου λάμψη χάνει,

που απ’ τη μάνα ροδαρέ ζωή μπλιο δε μ-περιμένει,

κι όξω απ’ αυτή μαραίνεται, σα ντο ’ρφανό ’πομένει,

ετσά κι εγώ αδύναμος μακραίνω απ’ τη μ-πηγή μου,

πού ’ναι τα νιάτα που ’χασα! πού ’ναι η δύναμή μου!

Θεσμένος στο πεζούλι μου λογιάζω στο κατώι,

τσι περασμένους μου καιρούς, μα η μοναξά με τρώει.

Θυμούμαι τα μικράτα μου, τα νιάτα τα παντέρμα,

που πρίχου αφήσω την αρχή έφτανα και στο τέρμα.

Πού ’ναι τα χρόνια τα παλιά απού ’στιβα τη μ-πέτρα,

που ’παιζα σάλτο κι έβγαινα ψηλά ίσα δυο μέτρα.

Που ένα δυο εμέτρουνε κι έσφιγγα η-το στόμα,

και μ’ ένα μ-πήδο ανέβαινα απάνω εις το δώμα.

 

Του Τάλου٭ ήμουνε ο γιος, του Ιδομενέα٭ ορτάκι,

ώφου! το βρούχος που ’καμα στο πέτρινο σοκάκι.

Που σαν επάτουνε τη γης ’τραντάζουνταν’ ο δρόμος,

τάξε πως ήτονε σεισμός ’ξετρουμίζουντον’ ο κόσμος·

γιατί ’χα τα πλια όμορφα και πλια γερά στιβάνια,

ούλοι τα καμαρώνανε και ’πέτουνε στα ουράνια.

Ετουτανά εφόρουνε όντεν έκανα ζευγάρι,

όντε μ-πότιζα στο σώχωρο η-τα κηπευτικά,

με τούτα εκαβαλίκευα απάνω στο σομάρι,

τα έχνη όντεν ελάλιουνε σε μέρη εξοχικά.

Συχνά πυκνά επάτουνε ασπαλάθια κι αστοιβίδες,

στ’ αόρι όντεν ανέβαινα απού τα χαμηλά, 

σε τούτα εκαταχτύπουνε -απάνω στσι σανίδες-

τη χέρα, όντεν εχόρευγα και ’πήδουνε ψηλά.

Μα ’δα θα πει όποιος τα δει «πού ’ναι η περηφάνια,

ξάνοιξε πώς ’ποδώκανε του γέρο τα στιβάνια».

Η-το πετσί ’χει φαγωθεί κ’ η στίλβωση εχάθη,

και γαριασμένα τα θωρώ, άθρωπος μη ντο μάθει.

Από τότεσας που τα ’βγαλα και τα ’θεκα στη σκάλα,

σάικα δε μ-περίμενα πως θα με πάρ’ η μπάλα·

γιατί ’μαι από πολλού καιρού αιχμάλωτος του πόνου,

μα ο νους ελεύτερα πετά κ’ οι σκέψεις τονε ζώνου’.

 

Απ’ το φεγγίτη καθ’ αργά τ’ άστρη όντε ρεμβάζω,

τσι πεθυμιές ξαναμετρώ κι ονείρατα μπρουλιάζω.

Γλυκό ’νειρο που ξύπνου μου θωρώ κι όντεν κοιμούμαι,   

να ξεδηλιάνει πεθυμώ στο γ-κόσμο τούτο απού ’μαι·

να’χει η πλάση ολάκερη αγάπη και ειρήνη,

και εις τη θέση ο γεις τ’αλλού σαν ημπορεί να μπει,

από κακό εγωισμό που τη γ-κρίση ντου θολώνει,

ν’ απαλλαγεί και λεύτερος να πάρει τη γ-καμπή.

Τη σωφροσύνη να ζητά και να επιβραβεύει,

ρητά «Πᾶν μέτρον ἄριστον»٭ ορίσανε οι παλιοί,

δύναμη στσι κακοβολιές κι εντός του να γυρεύει,

με θέληση κ’ υπομονή να οπλίζει τη μ-ψυχή.

 

Πρίχου γενώ ανάμνηση στη μνήμη των αθρώπω,

που σβήνει ο χρόνος που περνά και τηνε κάνει αχνή,

παράκληση για ’λόγου μου θα κάμω δίχως κόπο,

και μια ν-τελευταία πεθυμιά να βγει αληθινή·

σα θα ξυπνήσω μια ν-ταχινή να μη γροικώ το μ-πόνο,

σύντομη απού την ανημποριά να πάρω αναβολή,

να πιάσω τα στιβάνια μου να τα γυαλίσω μόνο,

κ’ ύστερας να καλικωθώ να πορίσω στην αυλή.

Να πάρω τη γ-κατσούνα μου να πάω τα ίσα πέρα,

σε μέρη όπου αγνάντευα και γη και ουρανό,

την ευωδιά του τόπου μου να νιώσω στον αέρα,

να φτάξω με το βλέμμα μου ό,τι πια ’λαργινό.

Στο δρόμο μου συχώρεση να δώσω και να πάρω,

μ’ αθρώπους που πικράθηκα γι’ ασήμαντη αφορμή,

ν’ αντλήσω αγάπη στη γ-καρδιά κι άλλη, να κάμω φάρο,

που θα ’χω για να φέγγει μου ως την ύστατη στιγμή…

٭Τάλως και Ιδομενέας = κατά την ελληνική μυθολογία, ο πρώτος ήταν χάλκινος γίγαντας της Κρήτης και ο δεύτερος βασιλιάς της, εγγονός του Μίνωα και ήρωας του Τρωικού Πολέμου.

٭Το αρχαιοελληνικό ρητό «Μέτρον ἄριστον» από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά διαμορφώθηκε σε «Πᾶν μέτρον ἄριστον».

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

(ο) αλαργινός,-η,-ο=ο μακρινός

απής=αφότου

αποβγάνω (’ποβγάνω)=απομακρύνω

αποδίδω (’ποδίδω)=καταντώ, (αόρ.=επόδωκα)

απομένω (’πομένω)=παραμένω

(το) ασπαλάθι και (η) αστοιβίδα=είδη άγριων ακανθωδών θάμνων

βγαίνω=εδώ σημαίνει «ανεβαίνω»

(το) βρούχος=ο δυνατός θόρυβος

(ο) γαριασμένος,-η,-ο=ο λερωμένος

(ο) γεις τ’ αλλού=ο ένας του άλλου

γή=ή

για (ε)λόγου μου= για μένα

γροικώ=εδώ σημαίνει «αισθάνομαι»

εδά (’δά)=τώρα

ετουτονά=αυτό (πληθ.=ετουτανά)

ετσά=έτσι

(το) έχνος=το ζώο

θέτω=ξαπλώνω, τοποθετώ (θεσμένος=ξαπλωμένος, τοποθετημένος)

θωρώ=βλέπω

ίσα πέρα=κατ’ ευθείαν πέρα

(η) κακοβολιά=το δύσβατο μέρος

καλικώνομαι=βάζω υποδήματα

κάνω ζευγάρι (και κάνω χωράφι)=οργώνω

καταρδινιάζω=ετοιμάζω, -ομαι

(το) κατώι=ο ημιυπόγειος ή υπόγειος χώρος σπιτιού

λαλώ (και λαλιώ)=οδηγώ

λογιάζω=σκέφτομαι

μπλιο=πλέον

μπρουλιάζω=εδώ σημαίνει «βάζω στη σειρά»

ντου=του

ξανοίγω=κοιτάζω

ξεδηλιαίνει (το όνειρο)=το όνειρο επαληθεύεται

ξετρουμίζομαι=τρομάζω

ξύπνου μου=όταν είμαι άγρυπνος

ογλήγορα=γρήγορα

όντε(ν)=όταν

(το) ορτάκι (και ο ορτάκης)=ο συνεργάτης, σύντροφος

Παίρνει κάποιον η μπάλα(<βενετ.bala)=κάποιος περιέρχεται σε δύσκολη θέση

(το) πεζούλι=το χτισμένο κρεβάτι ή κάθισμα

πλια= πιο, πιο πολύ

πορίζω=βγαίνω έξω

πρίχου=πριν

(η) ροδαρέ=η τριανταφυλλιά

σάικα=ασφαλώς, σίγουρα

(το) σομάρι=το σαμάρι

στσι=στις, στους

(το) σώχωρο=το μικρό περιβόλι

τάξε πως=σαν να

(η) ταχινή=η πρωινή ώρα, αυγή

τότεσας=τότε

τσι=τις, τους 

ωσά(ν)=σαν, όπως

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ