Συνεχίζουμε και σήμερα την ιστορική μας περιήγηση στη δυτική ακτογραμμή του Ρεθύμνου. Στις δύο προηγούμενες «Περιηγήσεις» είδαμε την ιστορική εξέλιξη της περιοχής μέσα από οπτικά τεκμήρια, φωτογραφίες κυρίως αλλά και βενετσιάνικες piantes, πίνακες ζωγραφικής (Civitas Rethymnae, Lear κ.ά.) και χάρτες, βενετσιάνικους μέχρι και νεότερους, των τελών δηλαδή του 20ού αιώνα. Όπως και τότε έτσι και σήμερα ξεκινάμε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, όπως δηλαδή πραγματοποιούμε κατά καιρούς την ξενάγηση στην περιοχή αυτή. Το πρώτο που θα συναντήσουμε είναι το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής με τον χαρακτηριστικό φοίνικα.
Η αφιέρωση στη Ζωοδόχο Πηγή δείχνει ότι στην περιοχή της ανέβλυζε πόσιμο νερό, τουλάχιστον κατά τη Βενετοκρατία. Από τα νεότερα χρόνια, οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θυμόμαστε τον Λευτέρη Λιονή με την τράτα του, τη στιβαρότερη του Ρεθύμνου, την ημέρα του εορτασμού του ναού να μεταφέρει δωρεάν από το παλιό λιμάνι στην εκεί ακτή τον κόσμο που ήθελε να εκκλησιαστεί, με τη βοήθεια ενός μαδεριού, για αποβίβαση και επιβίβαση. Δυστυχώς η Παναγία δεν είχε προστατεύσει το σκάφος που έφερε το όνομά της και σε μια θαλασσοταραχή παρασύρθηκε και συντρίφτηκε στα μπλόκια της στεριάς (φωτογραφία συλλογής Μ. Καρνιωτάκη).
Εκεί κοντά μια απλή βραχοσκεπή, άγνωστη σήμερα σ’ όλους, έχει μεγάλη ιστορία. Σε πιο παλιές εποχές φιλοξενούσε τον σπηλαιώδη ναό του Αγίου Ιωάννη Ερημίτη, από τον οποίο είχε ονοματοδοτηθεί ολόκληρο το ακρωτήρι του σημερινού Στρατοπέδου (στην πραγματικότητα κάβος). Το όνομα αποτυπώνεται σε όλες σχεδόν τις piantes και έχει ασχοληθεί αναλυτικά μ’ αυτό ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης στο βιβλίο του για τη Μονή Μεταμόρφωσης Σωτήρα Κουμπέ (φωτογραφία Χ. Σκεπετζάκη).
Λίγο πριν την εκκλησία ξεκινά μια σειρά 25 βραχοσκεπών, οι οποίες με τα ευρήματά τους έχουν χαρακτηρίσει την περιοχή ως «παλαιοντολογική Κνωσό της Κρήτης». Σημειώνω πρόχειρα τις πρώτες στη σειρά, από το Ρέθυμνο προς τα δυτικά, με τα περιεχόμενά τους: Ρέθυμνο, 2 χλμ. δυτικά πόλης (τρωκτικά), Άγιος Αντώνιος (νάνοι ελέφαντες), Κουλουρίδη (νάνοι ελέφαντες), Παναγία I κοντά στη Ζωοδόχο Πηγή (νάνοι ελέφαντες), Παναγία ΙΙ εκεί δίπλα (αταύτιστα απολιθώματα), Κουμπές I δυτικά χειμάρρου Γρίντα Αυλάκι (ελαφοειδή) κ.λπ.
Αφήνουμε στην άκρη το Στρατόπεδο του 44ου Συντάγματος, το οποίο λειτουργεί στη θέση αυτή από το 1968 και χρήζει από μόνο του ιδιαίτερης ιστόρησης, και φτάνουμε σ’ ένα σπουδαίο μνημείο του Ρεθύμνου, το παραθαλάσσιο-υποθαλάσσιο λατομείο του Κουμπέ. Το γεγονός ότι ένα τμήμα του βρίσκεται σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας δείχνει ότι είναι αρχαίο, που βυθίστηκε από κάποιον συνταρακτικό σεισμό, πιθανόν έναν από τους ισοπεδωτικούς του 365 μ.Χ. ή το πολύ του 7ου μ. Χ. αιώνα. Η λατόμευση του ψαμμίτη είναι πιθανόν να συνεχίστηκε και σε νεότερες εποχές, μέχρι τουλάχιστον τη Βενετοκρατία.
Στην υπόθεση αυτή μάς προσανατολίζει η «γλίστρα» που υπάρχει εκεί δίπλα, η οποία θα πρέπει να χρησίμευε για την ανέλκυση σκαφών, στην περίπτωσή μας βενετσιάνικων γαλερών. Γιατί αν στην αρχαιότητα η Ρίθυμνα ήταν ένα πόλισμα, με πενιχρές οικοδομικές ανάγκες, κατά την ενετική κατοχή αυτή εξελίχτηκε σε άστυ, με αυξημένες κτηριακές ανάγκες. Τίποτα πάντως δεν μας υποχρεώνει να απορρίψουμε την υπόθεση ότι η λατόμευση μπορεί να είχε και συνέχεια, αφού γνωρίζουμε ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1940 τα σπίτια του Ρεθύμνου ανεγείρονταν λιθόκτιστα. Ως προς τη γλίστρα παραθέτω εδώ την φήμη που κυκλοφορούσε την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ρέθυμνο ότι μέσω αυτής ρίχνονταν βάρκες στη θάλασσα που εφοδίαζαν με πετρέλαιο τα γερμανικά υποβρύχια.
Παρόλη την ισοπέδωση που έχει υποστεί η ακτή, δεν λείπουν οι αποδείξεις της βιοτεχνικής της ιστορίας, με τα βυρσοδεψεία της (ταμπακαριά) που λειτουργούσαν μέχρι και μεταπολεμικά. Τα θεμέλιά τους και κάποιες από τις λίμπες στις οποίες μούλιαζαν τα δέρματα σώζονται και αποτελούν ιστορικά τεκμήρια. Κάποια ερείπια είναι πιθανόν να προέρχονται από τη Βενετοκρατία, μια εποχή κατά την οποία αποδεδειγμένα ήταν εκεί χωροθετημένα τα βυρσοδεψεία του Ρεθύμνου, ονοματοδοτώντας την περιοχή ως «Πετσακάδες» και αργότερα ως «Γναφεδιά». Για την ακρίβεια, τα «Γναφεδιά» χωροθετούνταν λίγο ανατολικότερα των «Πετσακάδων».
Λίγο παρακάτω συναντούμε τις δυο λίθινες γέφυρες, που έγιναν θρυλικές από το Κυνήγι του Θησαυρού. Στο φυλλάδιο της ξενάγησης, το οποίο -όπως και πολλά άλλα- μπορεί να κατεβάσει ο ενδιαφερόμενος από τον διαδικτυακό τόπο των «Ημερών Ρεθύμνου», έγραφα για τη μεγαλύτερη από αυτές: «Στάση 6η. Λίθινη γέφυρα οδού Ρεθύμνου-Χανίων. Η κατασκευή της χρονολογείται στη δεκαετία 1878-1889, μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Χαλέπας, οπότε κατασκευάστηκαν τα τρία πρώτα χιλιόμετρα της οδού Ρεθύμνου-Χανίων». Οι δύο γέφυρες δεν καταγράφονται στο εξαιρετικό βιβλίο του Άρη Χατζηδάκη και της Ζωής Εύδου «Τα λίθινα γεφύρια του νομού Ρεθύμνου», το οποίο αξίζει να ξαναδιαβάσει κανείς με την ευκαιρία.
Για τη χρονολόγηση των γεφυρών βοηθητικές είναι οι πληροφορίες ότι το 1881 ψηφίστηκε ο νόμος Περί Οδοποιίας από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών και ότι αμέσως μετά, με επίβλεψη του Γάλλου μηχανικού G. Renault, πραγματοποιήθηκε διάνοιξη του δημόσιου δρόμου Ρεθύμνου-Χανίων σε μήκος τριών περίπου χιλιομέτρων. Από την εμφάνιση της μεγάλης γέφυρας πάντως, ιδιαίτερα από τους λοξότμητους δόμους των εκατέρωθεν τόξων, διαφαίνεται η προσπάθεια επίτευξης άρτιου αισθητικού αποτελέσματος, με πρότυπο οπωσδήποτε την εξωτερική όψη της στοάς εισόδου της Φορτέτζας. Αν λοιπόν η γέφυρα αυτή μπορεί να χρονολογηθεί με σχετική ασφάλεια στην περίοδο αμέσως μετά την Σύμβαση της Χαλέπας, τι θα μπορούσε να βοηθήσει τη χρονολόγηση τής κατά πολύ μικρότερης και οπωσδήποτε ασημότερης εκεί κοντά;
Εδώ έχουμε μια χαμηλή ημικυκλική λίθινη γεφυρούλα, που θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) μέχρι και τον Μεσοπόλεμο. Μια πρώτη υπόθεση θα μπορούσε να γίνει για την μεταιγυπτιακή περίοδο και πιο συγκεκριμένα για το έτος 1857, όταν ο Βελή πασάς ξεκίνησε το εξαιρετικά φιλόδοξο έργο της διάνοιξης αμαξιτού δρόμου, που θα συνέδεε τα Χανιά με το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο». Αν αυτό συνδυαστεί με την περιγραφή του δρόμου αυτού από τον περιηγητή B. Taylor, και από άλλες πληροφορίες για το τμήμα αυτό του δρόμου που έχουμε συγκεντρώσει στο βιβλίο «Οι μετακινήσεις στο Ρέθυμνο», θα μπορούσε να γίνει η υπόθεση της χρονολόγησής της την περίοδο εκείνη.
Και φτάνουμε στα ερείπια της καθόλου ευκαταφρόνητης σε διαστάσεις εκκλησίας που σώζεται δίπλα στις ψαροταβέρνες του Κουμπέ. Είχα τη χαρά το 2013 στο βιβλίο «Ρέθυμνο και θάλασσα» να ταυτίσω τον ναό με τον αναφερόμενο από τις ενετικές πηγές «Άη Γιώργη στους Πετζακάδες», στηριζόμενος σε έγγραφα του Γιάννη Γρυντάκη και της Μαρίας Αρακαδάκη. Δυστυχώς καμία σχετική επιγραφή δεν έχει μέχρι στιγμής τοποθετηθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία, ώστε με την παρουσία της και τη γνώση που θα προσφέρει στους επισκέπτες να αποτρέψει τις επεκτατικές τάσεις των εκεί καταστημάτων εστίασης, που δεν φαίνεται να έχουν ιστορικές και αρχαιολογικές ευαισθησίες.
Με την ευκαιρία θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι «τω καιρώ εκείνω» αλλά και στη συνέχεια, επί οθωμανικής δηλαδή κατοχής, λειτουργούσε εδώ ένας πύργος, ο οποίος, συμμετέχοντας στο δευτερεύον δίκτυο της ακτοφρουράς, έπαιρνε σήματα από τον αντίστοιχο στον Βρύσινα και επικοινωνούσε με εκείνον του κοντινού μοναστηριού του Αγίου Λαζάρου, στην περιοχή του σημερινού ναού του Αγίου Νικολάου. Ο πύργος του Αγίου Λαζάρου επικοινωνούσε με οπτικά σήματα με αντίστοιχον επάνω στη Φορτέτζα που με τη σειρά του επικοινωνούσε με τον πύργο Sanguinazzi στον Πηγιανό Κάμπο. Να σημειώσουμε εδώ ότι και τότε στην κορυφή του Βρύσινα, στα 858 μέτρα, υπήρχε εκκλησάκι, μόνο που ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Στον διπλανό χάρτη της Μαρίας Αρακαδάκη αποτυπώνεται το πρωτεύον δίκτυο ακτοφρουράς.
Είναι ώρα όμως να κοντοσταθούμε στην περιώνυμη για τους παλιότερους «Τρούμπα του Κουμπέ», που όταν ακούστηκε ότι η λέξη αυτή να ονοματίζει την κακόφημη συνοικία του Πειραιά μετασχηματίστηκε αυτομάτως σε «Τρόμπα». Η τριγύρω περιοχή εξαιτίας ακριβώς του άφθονου νερού που διέθετε αποτελούσε προορισμό ποικίλων διασκεδάσεων και εκδρομών, σωματείων και ιδιαίτερα σχολείων. Εδώ γιορτάζονταν παραδοσιακά η Καθαρή Δευτέρα, όπως και στα Πευκάκια και στην περιοχή του «Φόρου» δίπλα στον Αγιοβασιλιάτικο δρόμο.
Οπωσδήποτε η τρόμπα τοποθετήθηκε στον 20ό αιώνα και αντικαταστάθηκε περισσότερες από μία φορές, ενώ η χαλασμένη που υπάρχει σήμερα είναι όχι βέβαια η αυθεντική αλλά «made in China». Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λίθινη κρήνη εκεί πίσω, η οποία προ τρόμπας έτρεχε κελαρυστό νερό. Η κρήνη φαίνεται ότι αχρηστεύτηκε πολύ πρώιμα, όταν κατά τη Βενετοκρατία ένα υδραγωγείο πέτρινων αγωγών οδήγησε το νερό στον τεκέ του Βελή Πασά, απ’ όπου συγκεντρωτικοί αγωγοί το μετέφεραν στο Σεράι, στο Μακρύ Στενό, στην κρήνη Rimondi (για την ακρίβεια εκείνη που προϋπήρξε στη θέση αυτή) και στο μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας στην Πύλη της Σαμπιονάρας.
Το νερό εκείνο, που σήμερα θα πρέπει να απορρέει στη θάλασσα ή να έχει συλληφθεί από κάποια γεώτρηση ψηλότερα, ήταν το καλύτερο που μπορούσαν οι Ρεθεμνιώτες να προμηθευτούν μέχρι και τη δεκαετία του 1950, αφού μάλιστα βρίσκονταν σε λογική απόσταση από τις κατοικίες τους. Το νερό του δικτύου ήταν ουσιαστικά ακατάλληλο για πόση και οπωσδήποτε λιγοστό σε ποσότητα, παρέχονταν μάλιστα ορισμένες μόνο ώρες της ημέρας. Τη μεταφορά και διανομή του με στάμνες και κανάτια επάνω σε «σούστες» έκαναν αρκετοί συμπολίτες, μεταξύ των οποίων πιο γνωστοί ήταν ο Ευάγγελος Ακτουδιανάκης, ο Ευάγγελος Παπαδουράκης και ο Σπύρος Πρινιωτάκης. Τη διπλανή αγγελία ανασύρω από την «Κρητική Επιθεώρηση» του Μαΐου του έτους 1959.
Δυστυχώς δεν έχουμε εικόνα του θόλου (κουμπέ) που ονοματοδότησε ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο «Μια πόλη αναμνήσεις» περιγράφει τον «…Τρούλο (Κουμπέ), που ήταν λίγο μικρότερος από τον ακόμα υπάρχοντα της Φορτέτζας. Αριστερά του τρούλου υπήρχε ένα καφενείον και ακολούθως το τέρμα του αμαξωτού δρόμου. Αυτό το καφενείον έκανε τους καφέδες και ναργιλέδες που κατανάλωναν οι Τούρκοι καθισμένοι κάτω από τον τρούλον. Απολαμβάνοντες επίσης την θέαν και το δροσερό νερό. Χάριν του κουμπέ αυτού δόθηκε στην τοποθεσία το όνομα Κουμπές…». Το καφενείο πρέπει να ήταν το εικονιζόμενο στη διπλανή φωτογραφία του Λαογραφικού Μουσείου, που τραβήχτηκε την περίοδο της Ρωσικής Κατοχής του Ρεθύμνου.
Η περιοχή της Τρόμπας ήταν η αγαπημένη για τα θαλάσσια λουτρά των Ρεθεμνιωτών, τα οποία παλιότερα γίνονταν αντικείμενα ημερήσιων εκδρομών. Ο περιορισμένος κυματισμός της θάλασσας σε συνδυασμό με τη διάθεση άφθονου νερού, για πόση και ξέπλυμα, η ύπαρξη σκιάς από τα αλμυρίκια γύρω από την κρήνη αλλά και καφενείων για τσιμπολόγημα μεζέδων, όλα αυτά αποτελούσαν δέλεαρ για τους συμπολίτες μας μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Σταδιακά η εμπειρία αυτή αντικαταστάθηκε από εκείνη που απαιτούσαν οι νεότερες τουριστικές αντιλήψεις, εκείνη της «αμμουδιάς». Οι νέες μόδες, αντί Κουμπέ, Δεσποτικής Κολύμπας, Γυναικολίμνης και Χοχλάδας, απαιτούσαν μπάνια στον «Λαβύρινθο» μέσα στο λιμάνι και λίγο ανατολικότερα στον «Φλοίσβο».
Παρακάτω συνεχίζει να αντιστέκεται σθεναρά στον χρόνο και στην αδιαφορία των ανθρώπων, το κτήριο του Τηλεγραφείου. Οι πόλεις της Κρήτης επικοινωνούσαν μεταξύ τους τηλεγραφικά μέσω σύνδεσης της αγγλικής εταιρείας «Eastern Telegraph Company», η οποία από το 1871 είχε συνδέσει την Κρήτη με τη Ρόδο και τη Μικρά Ασία και από το 1873 με την Αλεξάνδρεια, τα Επτάνησα και την Ιταλία. Τα υποθαλάσσια καλώδια ποντίζονταν έξω από το κτήριο που βλέπουμε μπροστά μας (διασώζεται και το σκαμμένο στον βράχο κανάλι του καλωδίου) και έφταναν μέχρι το κτήριο του Τηλεγραφείου μέσα στην πόλη, που ήταν το «Σεράι» του Ιζέτ πασά και αργότερα οικία Δρανδάκη στην οδό Αρκαδίου.
Λίγο πριν κλείσω για σήμερα οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν να παραθέσω μια φωτογραφία από το οικογενειακό μου αρχείο. «Τω καιρώ εκείνω», προπολεμικά σ’ αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι είχαν την καλή συνήθεια να γράφουν στην πίσω πλευρά των φωτογραφιών στοιχεία για τα απεικονιζόμενα και τους απεικονιζόμενους. Η συγκεκριμένη αναφέρει ότι πρόκειται για πρωτομαγιάτικη εξόρμηση στον Κουμπέ, με εμφανιζόμενο μεταξύ άλλων και τον πατέρα μου. Τίποτα δεν μου θυμίζει τον Κουμπέ, όμως η σκέψη ότι θα μπορούσε να έχει τραβηχτεί στον Κουμπέ Χανίων καταπίπτει από το γεγονός ότι εκείνος δεν είναι ασφαλώς θαλασσινός, αλλά χερσαίος. Αν πάντως κάποιος από τους αναγνώστες αναγνωρίζει κάποιο από τα κτήρια, θα του ήμουν ευγνώμων.
Θα κλείσω μ’ ένα απόσπασμα κειμένου του αείμνηστου Μιχάλη Παπαδάκη (Δάνδολου), από τον θάνατο του οποίου τη χρονιά που πέρασε συμπληρώθηκε μια πενταετία. Σ’ αυτόν αφιερώνονται λοιπόν οι σημερινές «Ιστορικές Περιηγήσεις». «…Είναι πολλές και όμορφες οι στιγμές που έχω ζήσει στον Κουμπέ, παιδί ακόμα. Τα συναισθήματά μου είναι φορτωμένα με πλήθος αναμνήσεις απ’ τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς. Παιδιά, εγώ και τ’ αδέλφια μου, μας έπαιρνε ο πατέρας μας τα καλοκαίρια και πηγαίναμε για κολύμπι ή στον Άγιο Νικόλαο ή στη Δεσποτικιά Κολύμπα ή στον Κουμπέ. Παρ’ όλο που ο Κουμπές μας έπεφτε μακρύτερα και χρειαζόταν να περπατήσουμε περισσότερο μέχρι να φτάσουμε εκεί, εμάς μας άρεσε πιο καλά, γιατί εκτός από τα ανάβαθα τότε νερά του είχε και την Τρόμπα με το δροσερό νερό, που πηγαίναμε, πίναμε και παίζαμε. Μαθητής Δημοτικού, στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο «Αθηνά». Με διευθύντρια τη Μαρία Πορτάλιου, πάλι εκεί πηγαίναμε εκδρομή ή στην Αγία Φωτεινή που είναι στο ύψος της Δεσποτικιάς Κολύμπας…».