Αφήνουμε πίσω το Φόδελε, που υπαγόταν παλιότερα στον Μυλοπόταμο, και μεταφερόμαστε στα σημερινά όρια της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου. Εδώ θα οδοιπορήσουμε, προκειμένου να φτάσουμε σ’ έναν «κρυμμένο παράδεισο», τον κόλπο των Πέρα Γαλήνων. Από μακριά θ’ αντικρίσουμε το στέγαστρο μιας εκτεταμένης ανασκαφής (εικόνα), που επιχειρεί να προστατεύσει τον εκεί μινωικό οικισμό από τα στοιχεία της φύσης. Αποτελούσε κρίκο σε μια διαμετακομιστική αλυσίδα λιμενίσκων, μερικούς από τους οποίους θα συναντήσουμε στη συνέχεια του οδοιπορικού μας.
Ο οικισμός καταλαμβάνει τον λόφο Κεφάλι Σούδας και φαίνεται να ήταν αρκετά μεγαλύτερος, μ’ ένα τμήμα του να έχει καταποντιστεί στη θάλασσα, εξ αιτίας το πιθανότερο κάποιου σεισμού. Στον απέναντι λόφο με το όνομα Ταρτάροι σώζονται επίσης λείψανα κτηρίων μεσομινωικών χρόνων. Η οικονομία των κατοίκων του οικισμού φαίνεται ότι είχε σχέση με μεταλλευτικές δραστηριότητες, αφού στην περιοχή διασώζονται μέχρι τις μέρες μας στοές μεταλλείων. Πιο πίσω προς το νότο θα παρατηρήσουμε τα ερείπια ενός, μεσαιωνικού οικισμού, νεότερου κατά πολύ, κι απέναντι έναν θολωτό κούμο, που παραδόξως έχει το σχήμα εκείνων των Λευκών Ορέων κι όχι αυτών του Ψηλορείτη.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα νοτιότερα από την ακτή θα συναντήσουμε τον ναό του Αγίου Αντωνίου, καθολικό παλιότερα μοναστηριού, τα ερείπια του οποίου διακρίνονται σήμερα από τις λιθοσειρές και τους λιθοσωρούς. Η Μονή εγκαταλείφθηκε εξ αιτίας της πειρατείας κι οι μοναχοί της ίδρυσαν κατά την παράδοση (ή ενίσχυσαν το πιθανότερο) τη μοναστική κοινότητα του Αγίου Παντελεήμονα που συναντήσαμε στο ξεκίνημα της περιήγησής μας.
Αφού αρχίσουμε να κατηφορίζουμε προς τις Σίσες, θα σταματήσουμε στην άκρη του ΒΟΑΚ για να περάσουμε προσεκτικά απέναντι και να παρατηρήσουμε από κοντά τα αρχαιότερα πετρώματα της Κρήτης, που ανήκουν στην οροσειρά του Κουλούκουνα. Μέσα τους εγκλείονται τα πιο παλιά απολιθώματα του νησιού, που είναι οι σπανιότατοι σ’ αυτό αμμωνίτες (εδώ και στα Σελλιά εμφανίζονται μόνο), αλλά που έχουν παραμορφωθεί εξαιτίας ακριβώς των μεταβολών που έχουν συμβεί μέσα στον γεωλογικό χρόνο.
Θα προσπεράσουμε τις Σίσες και θα σταματήσουμε σε μια από τις παραλίες του χωριού, την Αλυκή (οι άλλες δύο είναι το Μπογάζι-φωτογραφία, και η Αλμυρίδα). Όπως δείχνει το όνομα Αλυκή, σε κάποια ιστορική φάση είχαν διαμορφωθεί εδώ αλίπεδα. Σήμερα διασώζεται ένας ναός της Βενετοκρατίας, ο Άγιος Νικόλαος, κι ένας νερόμυλος. Εντυπωσιακό για τα σημερινά δεδομένα της Κρήτης είναι το ότι το ρυάκι κυλά καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, διατηρώντας στα νερά του νερόφιδα, χελώνες, καβούρια και μικρά ψάρια.
Διασώζονται επίσης μερικές ερειπωμένες αποθήκες, στις οποίες συγκεντρωνόταν το ελαιόλαδο, τα χαρούπια και τα πορτοκάλια της περιοχής, προϊόντα που στη συνέχεια εξάγονταν με καΐκια προς κεντρικότερους προορισμούς. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ανάμεσα στα ερείπια υπάρχουν τα υπολείμματα ενός τελωνειακού σταθμού, αφού μάλιστα τα πλοία που έκαναν το «γύρο της Κρήτης», άραζαν αρόδο στ’ ανοιχτά της Αλυκής.
Μια ακόμα παραλία διανοίγεται δυτικότερα, στην περιοχή Αλμυρίδα. Δυστυχώς εδώ την ομορφιά του φυσικού τοπίου έχει καταστρέψει ένα λιμενικό έργο, φαραωνικών διαστάσεων για τα δεδομένα και τις ανάγκες του τόπου. Τριγύρω έχει αναπτυχθεί οικισμός με κατοικίες που χρησιμοποιούνται κυρίως κατά την θερινή περίοδο, μερικές από τις οποίες αποτελούν μετεξέλιξη των παλιότερων μετοχόσπιτων που υπήρχαν από παλιά στην περιοχή.
Παρακάτω, στο Καλό Χωράφι θα επισκεφθούμε το καθολικό της Μονής των Αγίων Πατέρων. Το μοναστήρι ανήκε στην οικογένεια Καλλέργη, όπως φαίνεται από το οικόσημό της στο υπέρθυρο, και κατά την παράδοση εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της πειρατείας. Οι μοναχοί της κατέφυγαν αρχικά στο Σπήλαιο Μούγκρι και αργότερα στο απέναντι οροπέδιο του Κουλούκουνα, όπου ανήγειραν τη Μονή Βωσάκου. Όπως όμως δείχνουν τα αρχειακά τεκμήρια, οι δύο μονές συνυπήρξαν, για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα.
Θα συνεχίσουμε όμως στις 64ες «Ιστορικές περιηγήσεις». Πρέπει να σημειώσω ότι όλες οι φωτογραφίες είναι δικές μου εκτός από την πέμπτη που τραβήχτηκε από τον Α. Ρονιώτη. Την τελευταία φωτογραφία τράβηξα κατά τη διάρκεια των εργασιών προστασίας του ναού, οι οποίες έχουν ολοκληρωθεί προ πολλού.