Συνεχίζουμε και σήμερα την περιήγησή μας στην ανατολική ακτογραμμή του Ρεθύμνου. Είχαμε σταματήσει στις παραλίες της Κατεβατής, στην οποία ανοίγονται μέχρι σήμερα δύο μεταλλοφόρες στοές εξόρυξης σιδήρου, που εντόπισε ο Στέλιος Μανωλιούδης. Οι οικισμός λοιπόν εδώ, κτήρια του οποίου έχουν ανασκαφεί, όπως κι εκείνος στους Πέρα Γαλήνους, κατά πάσα πιθανότητα ήταν βιοτεχνικού χαρακτήρα, επεξεργασίας δηλαδή σιδήρου αλλά και μεταφοράς του δια θαλάσσης στις πλησιέστερες αγορές.
Παρακάτω συναντούμε το Σπήλαιο του Μπαλί με τις μινωικές του αρχαιότητες. Απέναντι ακριβώς υπάρχουν δύο ακρωτήρια, στο ένα από τα οποία, με το χαρακτηριστικό όνομα «Πυροβολόπετρα», διακρίνονται ερείπια, προφανώς της αρχαίας πόλης Αττάλη, επινείου της Αξού. Προς την ακτή διακρίνονται επίσης τα ίχνη από ένα αρχαίο παραθαλάσσιο λατομείο ψαμμίτη.
Στα μεταγενέστερα χρόνια, ρωμαϊκά, βυζαντινά και βενετικά, ο τόπος διατήρησε την σπουδαιότητά του, εξαιτίας περισσότερο του κόλπου που σχηματίζεται εδώ, με όρμους όπως το Καραβοστάσι, ο Βαρκότοπος κ.ά. Στους όρμους αυτούς κατέφευγαν το βράδυ οι κωπήλατες γαλέρες όχι για ύδρευση -αυτή θα δούμε παρακάτω πού γινόταν- αλλά για καταφυγή, σε περίπτωση κακοκαιρίας, γι’ αυτό και η περιοχή αποτυπώνεται σε πολλές βενετσιάνικες piantes (εδώ του Μ. Boschini το 1651). Με τις φωτιές σημειώνονται οι πιο κοντινές σκοπιές ακτοφρουράς.
Στον κόλπο του Μπαλί, κοντά στην Πυροβολόπετρα, εκδηλώνεται ένα αξιόλογο φυσικό φαινόμενο, εκείνο του «Σίφουνα». Πρόκειται για μια υποθαλάσσια καρστική πηγή μεγάλης παροχής, που πηγάζει από τον υδροφορέα του Ψηλορείτη, όπως οι αντίστοιχες χερσαίες του Κουρταλιώτη, του Σπηλίου και του Ζαρού. Η νερομάνα αυτή κάποια εποχή του χρόνου σταματά να εκβάλει, αναλόγως των βροχοπτώσεων της χρονιάς, οπότε σημειώνεται η αντίθετη κυκλοφορία νερού, γι’ αυτό και παλιότερα οι σπηλαιοδύτες έχουν κλείσει την είσοδο με πλέγμα.
Μια στάση στη Μονή Αττάλης επιβάλλεται, όχι μόνο για την υποδειγματική αναστήλωση που της έχει γίνει ούτε και για να θαυμάσουμε απλώς την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική της πρόσοψης του καθολικού. Σήμερα θα σταθούμε περισσότερο για να συνειδητοποιήσουμε ότι το καθολικό αυτό βρίσκεται εκτός του μοναστηριακού περιβόλου. Είναι σαν το μοναστήρι να «προσφέρει» το καθολικό του στους πειρατές, αφού για πολλούς αιώνες το μεγάλο πρόβλημα της περιοχής ήταν η πειρατεία. Είναι αυτό που λέγεται για τα φυτά, ότι σε δύσκολες περιόδους αποβάλλουν τους καρπούς προκειμένου «να σωθεί η μάνα».
Στο τελείωμα της ανηφόρας πάνω από το Μπαλί θα σταθμεύσουμε, προκειμένου ν’ απολαύσουμε τη θέα και να παρατηρήσουμε στο βάθος την παραλία με το όνομα «Κουκίστρες». Είναι μία από τις πολλές που συμμετείχαν σε μια αλυσίδα στη βόρεια Κρήτη στις οποίες άραζαν οι γαλέρες προκειμένου οι κωπηλάτες, οι «κατεργάρηδες» με τ’ όνομα (από τα κάτεργα), να προμηθευτούν πόσιμο νερό. Λίγο παραδίπλα, κοντά στον δρόμο που οδηγεί στο Μελιδόνι, μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα φοίνικα του Θεοφράστου (Phoenix theophrastii), που δείχνει ότι η κατανομή του θα πρέπει να ήταν παλιότερα πολύ περισσότερο εκτεταμένη απ’ ότι νομίζουμε στην Κρήτη.
Ανηφορίζοντας ακόμα περισσότερο, στο διάσελο που σχηματίζεται εκεί και ξεκινά ο δρόμος προς τον Εξάντη, μπορούμε ν’ αφήσουμε το όχημά μας, προκειμένου να οδοιπορήσουμε. Πάνω μας έχουμε τον οξύτατο λόφο της Απακοής (Υπακοής), στην κορυφή του οποίου ο αείμνηστος φίλος-έφορος αρχαιοτήτων Χρίστος Μακρής είχε εντοπίσει ένα ιερό κορυφής. Στη θέση του οικοδομήθηκε αργότερα ναΐσκος αφιερωμένος στην Παναγία Γοργοεπήκοο, ερειπωμένος σήμερα (φωτογραφία Χριστόφορου Χειλαδάκη). Δυστυχώς οι λαθρανασκαφείς δεν έχουν αφήσει λίθον επί λίθου, αξίζει όμως τον κόπο η ανάβαση προκειμένου ν’ απολαύσουμε τη θέα και να συνειδητοποιήσουμε ότι σε όλες τις ιστορικές (και προϊστορικές) περιόδους οι χώροι λατρείας χωροθετούνταν στις καλύτερες θέσεις.
Κατηφορίζουμε τώρα προς την Σκεπαστή και εγκαταλείπουμε για λίγο τον ΒΟΑΚ. Από το χωριό μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε δυο δρόμους προς τις κοντινές ακτές. Ο πρώτος οδηγεί σε μια περιοχή κάτω από τα ερείπια του Μελιδονιώτικου Πύργου. Πρόκειται για έναν πύργο που κατά την παράδοση επανδρωνόταν από κατοίκους των δύο χωριών και συμμετείχε στο σύστημα ακτοφρουράς της Κρήτης, όπως φαίνεται και από τον καπνό που είδαμε παραπάνω στην pianta του M. Boschini, στο βάθος του ορίζοντα. Αυτά συνέβαιναν επί ενετικής κατοχής και συνεχίστηκαν και επί οθωμανικής, κατά τον ύστερο 17ο αιώνα και στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου.
Θα συνεχίσουμε όμως στις επόμενες «Ιστορικές περιηγήσεις».