«[…] Μ’ αὐτοὶ ἀποφασίσασι Γραμποῦσα νὰ πατήσουν,
κι’ ἀπ’ τσῆ Γραμπούσας τὴν Τουρκιὰ ἕνα νὰ μὴν ἀφήσουν
Ὁ Μποῦζος πρωτανέβηκε ἀπάνω ’ς τὸ μπεντένι
κ’ ἑφτὰ νομάτους ἔκοψε μονο μὲ τὸ μαχαίρι.
Μά ’ρὰστ’ ἀπάνω μπρὲ παιδιά ’ς τσή Τουρκους θὰ γιουργάρω
γιατί δὲ βγαίνω ’γὼ πὸ πὰ ὄξω καὶ ν’ ἀποθάνω. […]»
Οι παραπάνω είναι κάποιοι από τους στίχους ριζίτικου τραγουδιού, με τους οποίους ο λαϊκός ποιητής διέσωσε την αποφασιστικότητα του Κρητικού αγωνιστή Μάρκου Βουζάκη για την κατάληψη της Γραμβούσας, τον Δεκέμβριο του 1823, ενόσω ο Βουζάκης βρισκόταν πάνω στα τείχη του κάστρου της μαζί με άλλους Κρητικούς επαναστάτες και ενώ ο στρατός του Αιγύπτιου Hussein Bey προήλαυνε από τα ανατολικά της Κρήτης προς τα δυτικά. Ο Μάρκος Βουζάκης ή Μπουζομάρκος, από το Ασκύφου Σφακίων, ήταν τότε 45 ετών και έφερε το στρατιωτικό βαθμό του Πεντακοσίαρχου.
Το κάστρο της Γραμβούσας ήταν ένα από τα ισχυρότερα φρούρια της εποχής που χτίστηκε, όπως αναφέρει και ο Ι. Κονδυλάκης, σε κείμενό του για τη Γραμβούσα, επικαλούμενος μαρτυρία του Σκωτσέζου περιηγητή W. Lithgow, ο οποίος το είχε επισκεφθεί το 1610. Το κάστρο είχε χτιστεί από τους Βενετούς σε ύψος 137 μέτρων, πάνω στο νησί της Ήμερης Γραμβούσας (αρχαία Κώρυκος). Το νησί αυτό είχε ασφαλές λιμάνι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ορμητήριο και για τη μεταφορά εφοδίων στην Κρήτη κατά τις κρητικές επαναστάσεις, ενώ βρισκόταν και σε επίκαιρη θέση για των έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων της Μεσογείου. Με τη συμφωνία του F. Morosini (1669) παρέμεινε στα χέρια των Βενετών, μέχρι το 1692 που ο Βενετός φρούραρχος Luca Della Rocca το παρέδωσε στους Τούρκους.
Η κατάληψη της Γραμβούσας ήταν σχέδιο του οπλαρχηγού Μιχαήλ Μαυράκη, από τα Μεσόγεια Κισσάμου, ο οποίος ήταν καλός γνώστης των τοποθεσιών της, από καιρό επιθυμούσε την κατάληψή της και μάλιστα τον Φεβρουάριο του 1823 είχε πολιορκήσει το φρούριο της για μικρό χρονικό διάστημα. Ο Μαυράκης, με τη βοήθεια του Γεωργίου Παπαδάκη ή Ξέπαπα έπεισε τον Αρμοστή Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη ότι ήταν η μόνη λύση που απέμενε για την ανασύνταξη των δυνάμεων των επαναστατών και την αποφυγή της κατάληψης ολόκληρης της Κρήτης από τον στρατό του Hussein. Ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης προσθέτει τον Μάρκο Βουζάκη και τον επίσης Σφακιανό Αναγνώστη Παναγιώτου (Παναγιωτάκη) μεταξύ αυτών που σχεδίασαν την επιχείρηση και έπεισαν τον Τομπάζη για την αναγκαιότητά της. Όμως, ο Κριτοβουλίδης αναφέρει ότι οι δύο αυτοί αγωνιστές είχαν φτάσει την ημέρα έναρξης της επιχείρησης κατάληψης της Γραμβούσας από τις ανατολικές επαρχίες όπου πολεμούσαν για να καθυστερήσουν την προέλαση του Hussein. Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει, ότι ο Τομπάζης ανέθεσε την αρχηγία όλου του στρατού των 500 περίπου ανδρών που συγκεντρώθηκαν στον Λάκωνα Δημήτριο Δράμαλη [ο Παπαδοπετράκης τον ονομάζει Δ. Τσάκωνα], με σκοπό να «φιλοτιμήσει» τους μη Κρήτες στρατιώτες για την πραγματοποίηση της στρατιωτικής επιχείρησης. Ο Ψιλάκης, αντίθετα, αναφέρει ότι από έγγραφο της 19ης -11-1823 προκύπτει ότι ο Τομπάζης όρισε αρχιστράτηγο τον Αναγνώστη Παναγιωτάκη. Στο ότι αρχηγός ορίστηκε ο Παναγιωτάκης συμφωνεί και ο Παπαδοπετράκης. Την «ασέληνον χειμερινήν νύκτα» της 11ης προς την 12η Δεκεμβρίου 1823, οι 500 άνδρες -κατά τον Βυβιλάκη έως 200- έφτασαν με βάρκες στη Γραμβούσα, ακολουθούμενοι και από τον Τομπάζη και το πλοίο του «Τερψιχόρη». Κατά τον Βυβιλάκη, οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση κατάληψης επέβαιναν στην γολέτα του Τομπάζη. Με τις οδηγίες του Μαυράκη έστησαν δύο σκάλες στο στενότερο βορειοανατολικό μέρος του φρουρίου και ανέβηκαν πάνω στα τείχη, πρώτοι οι αδελφοί Αντώνιος και Ραφαήλ Σωσάνης (κατά τον Ψιλάκη: Ιωάννης Ραφαήλ Σωσάνης και Αντώνιος Ραφαήλ Σωσάνης) από την Ύδρα, και στη συνέχεια, μαζί με άλλους, ο Μάρκος Βουζάκης και ο Κωνσταντινουπολίτης Παναγής Σουλιώτης. Μέσα σε φυλάκιο εντόπισαν τον νυχτερινό σκοπό μαζί με τη γυναίκα του. Σκότωσαν τον φρουρό, αφήνοντας ζωντανή τη γυναίκα του. Από μια προσθήκη του Βυβιλάκη στο κείμενο της «Νέας Ιστορίας της Κρήτης», (Βλ. σελ. 304 της σχετικής έκδοσης), όπου αναφέρεται ότι ο Αντώνιος Ραφελιάς, πλοίαρχος της γολέτας [του Τομπάζη] ανέβηκε πρώτος και έσφαξε τον φύλακα, μπορούμε, με βάση τα προαναφερόμενα, να πιθανολογήσουμε βάσιμα ότι ο «Αντώνιος Ραφελιάς» ήταν στην πραγματικότητα ο Αντώνιος Ραφαήλ Σωσάνης.

Αφού εξουδετερώθηκε ο φρουρός, ανέβηκαν στα τείχη του φρουρίου άλλοι 150 περίπου στρατιώτες -κατά τον Βυβιλάκη έως 57-, καθώς και οι: Παναγιώτου, Δράμαλης, Παπαμόσχου και Παπαδάκης. Κατέλαβαν το μέρος του τείχους όπου ανέβηκαν (βορειοανατολικό), αλλά, εκτός του ότι δεν είχαν περισσότερες σκάλες για να ανεβούν γρήγορα όλοι οι στρατιώτες, δεν είχαν προνοήσει να πάρουν μαζί τους ούτε πυρίτιδα για να κάνουν χρήση των κανονιών που κυρίευσαν, αφού η πυριτιδαποθήκη του φρουρίου βρισκόταν σε άλλο μέρος του που έπρεπε να καταληφθεί για να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενό της από τους επιτιθέμενους. Υπήρξε και καθυστέρηση στην προώθηση των Ελλήνων από το αρχικό σημείο που ανέβηκαν, αφού θα έπρεπε να επιδιώξουν να φτάσουν άμεσα και να ανοίξουν την πύλη του φρουρίου, προκειμένου να μπουν μέσα στο φρούριο όσοι βρισκόταν απ’ έξω και δεν ήταν εύκολο να ανεβούν γρήγορα όλοι από τις δυο μοναδικές διαθέσιμες σκάλες. Οι Έλληνες χρονοτριβούσαν για να ανακαλύψουν πού κοιμούνταν οι φρουροί. Στο μεταξύ, απέδρασε η γυναίκα του φονευθέντος Τούρκου σκοπού και ειδοποίησε τους Τούρκους του φρουρίου. Ο Βυβιλάκης, στην ως άνω προσθήκη στο αρχικό κείμενό του, υποστηρίζει ότι οι Τούρκοι ξύπνησαν από τις φωνές του «Αντωνίου Ραφελιά» που σκοτώνοντας το φύλακα φώναζε: «στο Κάστρο». Οι Τούρκοι τοποθετήθηκαν σε επίκαιρα μέρη του φρουρίου, έχοντας πρόσβαση στις κανονοστοιχίες και τις οπλοθήκες, και άρχισαν κα χτυπούν με κάθε τρόπο, κάνοντας χρήση και των κανονιών, όσους επιχειρούσαν να ανεβούν στο φρούριο. Είχαν ανεβεί και στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, που είχε χτιστεί την εποχή της Βενετοκρατίας και είχε μετατραπεί από αυτούς σε τζαμί που διέθετε όμως και πολεμίστρες, και από εκεί πυροβολούσαν τους ευρισκόμενους στην ανατολική γωνία του φρουρίου Έλληνες, οι οποίοι ήταν απροστάτευτοι απέναντι στα πυρά τους, όντες σε χαμηλότερο σημείο, και προσπαθώντας να καλυφθούν πίσω από χοντρά κανόνια του φρουρίου που δεν είχαν τη δυνατότητα, όπως προαναφέρθηκε, να τα χρησιμοποιήσουν κατά των Τούρκων. Όχι πολύ ώρα πριν από την ανατολή του ήλιου της 12ης Δεκεμβρίου, ο Βουζομάρκος, οι αδελφοί Σωσάνη, ο Καραγιάννης και κάποιοι ακόμη, κατευθύνθηκαν άλλοι προς την κοντινή έπαλξη και άλλοι προς την πύλη του φρουρίου, προκειμένου να τις καταλάβουν, αλλά ο Βουζομάρκος, ο οποίος προσπαθούσε να φτάσει στην πύλη για να την ανοίξει, και ο Ι. Σωσάνης, σκοτώθηκαν, ενώ ο Α. Σωσάνης και ο Καραγιάννης τραυματίστηκαν, από τα πυρά Τούρκων που βρίσκονταν σε παρακείμενο σπίτι. Υπό την πίεση των Τούρκων, και ενώ ο Τομπάζης παρακινούσε ξιφήρης όσους πολεμιστές βρίσκονταν ακόμη κάτω να ανεβούν στο φρούριο, ο Δράμαλης και ο Παπαμόσχος, μαζί με άλλους, κατέβηκαν από αυτό. Κατά την αποχώρησή του, ο Δράμαλης γκρεμίστηκε από τη σκάλα, αφού πατώντας βίαια σ’ αυτήν την συνέτριψε, καταστρέφοντάς την. Οι εναπομείναντες Έλληνες συνέχισαν να μάχονται κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, καρτερικά, όταν ο αρχηγός Παναγιώτου αποφάσισε να κατεβεί και αυτός από το φρούριο, προσκαλώντας και τον Παπαδάκη να τον ακολουθήσει, ο οποίος όμως παρέμεινε, ελπίζοντας σε εξωτερική βοήθεια και με σκοπό να ενθαρρύνει τους υπόλοιπους, μέχρι να πέσει το σκοτάδι, οπότε τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν καλύτερη τροπή. Τότε όμως, οι Τούρκοι, οι οποίοι μάχονταν απεγνωσμένα και για τις οικογένειές τους που βρίσκονταν εντός του φρουρίου, και η ανησυχία τους για την τύχη τους πολλαπλασίαζε την προσπάθειά τους για απόκρουση της επίθεσης που δέχονταν, σε μια ύστατη προσπάθεια, και ενώ πλησίαζε το σκοτάδι, έπεσαν με ορμή πάνω στους περίπου 40 Έλληνες που είχαν απομείνει ζωντανοί, οι οποίοι ήταν νηστικοί και αποκαμωμένοι από την υπερπροσπάθεια, πολεμώντας ήδη περίπου 18 ώρες, και άλλους σκότωσαν, έχοντας και οι ίδιοι απώλειες, και άλλους ανάγκασαν να πέσουν στη θάλασσα, από τον φοβερό γκρεμό που βρισκόταν ακριβώς από κάτω από το σημείο αυτό των τειχών, και να χάσουν τη ζωή τους. Ο Βυβιλάκης αναφέρει ότι οι Τούρκοι προέβησαν στην ύστατη αυτή προσπάθεια, ανησυχώντας ότι μόλις έπεφτε το σκοτάδι θα μπορούσαν να ανεβούν ευκολότερα στο φρούριο οι Έλληνες που βρίσκονταν από κάτω, μετά και την άφιξη, το δειλινό, απέναντι από τη Γραμβούσα, 50 περίπου Ελλήνων στρατιωτών, με τον «Καπετάν Ευαγγέλη», οι οποίοι άδειασαν τρεις φορές τα τουφέκια τους πυροβολώντας, προκειμένου να εμψυχώσουν τους Έλληνες που πολεμούσαν μέσα στο φρούριο. Οι Τούρκοι, πιθανότατα, ένιωθαν ότι στην περίπτωση που θα συνέβαινε αυτό ήταν σίγουρα χαμένοι. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες που βρίσκονταν κάτω από το φρούριο, παρά την παρακίνηση του Τομπάζη, δίσταζαν να ανεβούν σε αυτό, βλέποντας άλλους από τους συντρόφους τους να γκρεμίζονται από τα τείχη και άλλους να κατεβαίνουν σε ελεεινή κατάσταση, και επιπλέον, ακούγοντας τον Δράμαλη και τον Παπαμόσχο να αναγγέλλουν πανωλεθρία. Οπισθοχώρησαν λοιπόν προς τις βάρκες τους και επιβιβαζόμενοι σ’ αυτές έφυγαν από την Γραμβούσα. Έτσι έληξε η ανεπιτυχής από πλευράς Ελλήνων κατάληψη της Γραμβούσας, του 1823. Σκοτώθηκαν 83 από τους 150 Έλληνες που είχαν καταφέρει να ανεβούν πάνω στο φρούριο και 25 από τους 100 συνολικά Τούρκους που βρίσκονταν μέσα σε αυτό και υπερασπίστηκαν το φρούριο «με μεγάλην φιλοτιμίαν», όπως γράφει ο Ψιλάκης. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Παπαδάκης (Ξέπαπας), ο Σουλιώτης και οι τρεις αδελφοί Κώτσοι που είχαν πολεμήσει και στην Πελοπόννησο μαζί με τον Νικηταρά. Μεταξύ όσων σώθηκαν, τραυματισμένοι ή και ημιθανείς, ο Ψιλάκης αναφέρει τον Ξενοθοδωρή τον Μπροσνερίτη, τον αρχηγό Παναγιωτάκη (προφανώς για το λόγο αυτό είχε κατεβεί από τα τείχη), και τον Χατζηγιάννη Βαροκάκη. Ο Βυβιλάκης αναφέρει ότι από τους 57 Έλληνες που σύμφωνα με αυτόν ανέβηκαν στα τείχη, σώθηκαν μόνο 5, και αυτοί πληγωμένοι.
Και στην μάχη αυτή της Γραμβούσας, παρά την ατυχή για τους Έλληνες εξέλιξη και το καταστροφικό τέλος της, όπως και σε άλλες μάχες όπου οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να νικήσουν, εκτυλίχθηκαν περιστατικά άφθαστου ηρωισμού, που και τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης, όπως το τραγούδι για τον «Βουζομάρκο», έχουν διασώσει. Οι Έλληνες κατάλαβαν ακόμη περισσότερο την αξία που θα είχε για την συνέχιση του αγώνα τους για την απελευθέρωση της Κρήτης η κατάκτηση της οχυρής θέσης της Γραμβούσας και του λιμανιού της. Στην επόμενη οργανωμένη προσπάθεια τους, περίπου δυο χρόνια αργότερα, οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Γραμβούσα, και μάλιστα σχεδόν αναίμακτα. Ήταν Σαββατο, 2 Αυγούστου 1825, στις 5 μ.μ. όταν ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα από 11 Έλληνες -Σφακιανοί και από άλλες περιοχές της Κρήτης- με αρχηγό τον Σελινιώτη οπλαρχηγό Ιάκωβο Κουμή, κατόρθωσε να μπει μέσα στο φρούριο, υλοποιώντας, έστω και προσωρινά, το χρόνιο όραμα του Κισσαμίτη οπλαρχηγού Μαυράκη, αφού έξι χρόνια αργότερα, η Γραμβούσα, μετά από συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, παραδόθηκε στους Αιγύπτιους, πριν ξαναπεράσει -όπως και ολόκληρη η Κρήτη- στην κατοχή των Τούρκων, το 1840, μέχρι την οριστική αποχώρηση του στρατού τους από το νησί, το 1898.

Κλείνω με λίγους στίχους μου για τα ιστορικά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1823:
ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ 1823
Αιώνας δέκατος ένατος, χρονιά το εικοσιτρία,
Δεκέμπρη μήνα -στη σκλαβιά- γράφεται ιστορία.
Από τση Κρήτης το νησί, του Ελληνισμού καμάρι,
εις τη Γραμπούσα η αντρειγιά φτάνει ένα φεγγάρι,
και με ραβδί ηρωισμού απάνω στο μπεντένι,
άντρες αγγίζει κι ατρόμητους γιαμιάς τσι καταστένει.
Μπροστά ντων’ είναι η Τουρκιά, οπίσω τα χαράκια,
κ’ η θάλασσα λυσσομανά, δέρνει τα καϊκάκια.
Μάχουνται ώρες δεκοχτώ, το μπαρούτι αποκάνει,
ολπίδα δεν υπάρχει μπλιο και συντρομή δε φτάνει.
Κι αν τσι σκοτώσουν οι γι-οχθροί το σώμα θα σκυλέψουν,
στο μ-πάτο η-τση θάλασσας καλλιά ’χουνε να πέσουν.
Η Γραμπούσα να λευτερωθεί ώρα δεν είν’ ακόμη,
μα ’ναι γραφτό και η στιγμή όλο κοντοζυγώνει.
Λίγοι κι ανε δειλιάζουνε πλια έχει σημασία
πως οι πολλοί κερδίζουνε η-την αθανασία.
Μεσ’ απ’ το κάστρο αγνάντεψα και λόγιασα μπελί ’ναι,
πως τση Γραμπούσας το νησί κόρη τση Κρήτης είναι.
Σημ.: 1. Η αναφορά των γεγονότων στο κείμενο γίνεται με βάση την «Ιστορία» του Καλλίνικου Κριτοβουλίδη. Όμως, επί μέρους γεγονότα συμπληρώνονται και με απόψεις άλλων Κρητών ιστορικών, που κάποιες φορές διαφέρουν από την εκδοχή του Κριτοβουλίδη.
2. Οι φωτογραφίες του κειμένου προέρχονται από επίσκεψή μου στη Γραμβούσα στις 30-7-2023.

ΠΗΓΕΣ
1.Μιχ. Ν. Αναστασάκης, «Ιστορία της Κισσάμου επί Τουρκοκρατίας», Τύποις «Εφεδρικού Αγώνος», Χανιά 1938, σελ.52-53.
2.Εμμανουήλ Βυβιλάκης, «Νέα Ιστορία της Κρήτης». Δημοσίευση Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, στη σειρά: Μαρτυρίες (14). Μεταγραφή - Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Σωρού, επιμέλ. σειράς: Αλ. Καλοκαιρινός-Κ. Μαμαλάκης. Ηράκλειο 2021, σελ.303-309, 331-341.
3.Anton Jeannaraki, «Άσματα Κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών», Εκδόσεις F.A. Brockhaus, Leipzig 1876. Φωτομηχανική επανέκδοση : Φίλοι της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης 2005, «Ο Μπουζο-Μάρκος (1823)», στίχ. 7-12, σελ. 57-58.
4.Σ. Ζαμπέλιος – Κ. Κριτοβουλίδης, «Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης (συμπληρωθ. υπό Ι.Δ. Κονδυλάκη)". Επανέκδοση Αφών Βαρδινογιάννη, Αθήνα 1971, σελ.559-562.
5.Ιωάννης Κονδυλάκης «Η Γραμβούσα (Επανάστασις του 1821 εν Κρήτη). Εκδόσεις «Γεωργίου Δ. Φέξη», Αθήναι χ.χ., σελ.4-9. Αναρτημένο στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης:
https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/6/6/3/metadata-dclm4eegqvpekekn9arip97pq3_1311580267.tkl
6.Ιωάννης Δ. Μουρέλλος, «Ιστορία της Κρήτης», τόμος Α’, Ηράκλειο 1931, σελ.631-640.
7.Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, «Ιστορία των Σφακίων», Επανέκδοση Αφών Βαρδινογιάννη, Αθήνα 1971, σελ.330-332.
8.Βασίλειος Ψιλάκης, «Ιστορία της Κρήτης», μεταγλωττισμένη υπό Ν. Αγκαβανάκη. Εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι 1980, τόμος 3ος, σελ.403-405.