Παρόλο που υπάρχουν πολλών ειδών πίστες (αγώνων μηχανοκίνητου αθλητισμού, αεροδρομίων, ηλεκτρονικών παιχνιδιών, χιονοδρομίας κ.ά.), τη σκέψη κάθε Κρητικού που έχει μεράκι για γλέντι με τους ήχους της παραδοσιακής κρητικής μουσικής, μονοπωλεί μόνο μια πίστα…η πίστα του χορού!
Η πίστα του χορού, ή αλλιώς χοροστάσι, μπορεί να είναι το δάπεδο ενός παραδοσιακού κρητικού καφενείου, όπου σε αλλοτινές εποχές, ο λυράρης και ο παίκτης μαντολίνου ή ο λαουτιέρης, καθισμένοι στη μέση ενός κύκλου που σχημάτιζαν οι χορευτές, έπαιζαν τις δοξαριές ή τις κοντυλιές τους. Επίσης, μπορεί να είναι η πλατεία χωριού ή άλλος δημόσιος χώρος του, ακόμη και χώρος εκτός του οικιστικού ιστού, όπως οι κατάλληλα διαμορφωμένοι εξωτερικοί χώροι μητάτων, που λέγονταν «χορεύτρες», στις οποίες οι συμμετέχοντες στις κουρές των προβάτων χόρευαν παλιότερα, μετά το τέλος της κουράς [1]. Φυσικά, σε πίστα χορού μπορεί να μετατραπεί και το πάτωμα δωματίου, η αυλή ή το δώμα ενός σπιτιού, στο πλαίσιο αρραβώνα, γάμου, ονομαστικής εορτής, παρέας που επισκέπτεται τα σπίτια του χωριού για τραγούδι ή/και χορό κλπ.
Εκτός όμως από τα προαναφερόμενα μέρη του κρητικού χωριού, που χρησιμοποιούνται και ως πίστες χορού όταν η ανάγκη του Κρητικού για διασκέδαση το επιβάλει, υπάρχουν και οι πίστες των κρητικών κέντρων διασκέδασης, της Κρήτης ή άλλων περιοχών, και κυρίως της Αθήνας, όταν πρόκειται για κρητικά κέντρα διασκέδασης που βρίσκονται εκτός Κρήτης.
Είναι απερίγραπτα τα συναισθήματα που κατακλύζουν κάθε Κρητικό/-ια, από τη στιγμή ακόμη που σηκώνεται για να φτάσει στην πίστα του χορού και να χορέψει, συμμετέχοντας έτσι πιο ενεργά σε μια μυσταγωγία κρητικής μουσικής, την ώρα που στην πίστα του χορού συντελείται ένα μοναδικό δρώμενο, συνεπικουρούμενο όχι μόνο από τους μουσικούς, αλλά και από τους θαμώνες που παρακολουθούν και χειροκροτούν τους μουσικούς και τους χορευτές, με κάθε ευκαιρία. Οι μουσικοί καλούν στην πίστα, ονομαστικά, όποιον έχει παραγγείλει χορό για να χορέψει μαζί με την οικογένεια ή/και τους φίλους του. Κάποιες φορές, αναφέρουν συγκεκριμένο κρητικό χωριό, καλώντας όσους από τους παρευρισκόμενους προέρχονται από αυτό να χορέψουν. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν αυτό συμβαίνει μακριά από την Κρήτη, η συγκίνηση του Κρητικού γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν ακούει το όνομα του χωριού του, όπως έχω διαπιστώσει εξ ιδίων, ακούγοντας σε αθηναϊκά κέντρα κρητικής διασκέδασης την προτροπή – κάλεσμα του λυράρη: «Οι Κουρούτες στην πίστα!» ή «Οι Κουρουθιανοί στην πίστα!»
Το μεσονύχτι έφταξα στο Κρητικό το Κέντρο,
απ’ τση παράδοσης ζητώ να γευτώ καρπούς το δέντρο.
θωρώ τη μ-πίστα του χορού ομπρός κάμποσα μέτρα,
απού τη μ-πόρτα τη «ζυγιά» σύντοιχα ’πο τη μ-πέτρα.
Σκιρτά η καρδιά σ’ ήχους γλυκούς, η λύρα συνεπαίρνει,
γιαμιά στη μ-πρώτη δοξαριά το κέφι ανεβαίνει.
Το αργαστήρι τση ψυχής γερά αντιλαψίζει,
και «κελαηδούνε τα πουλιά», χαράς πηγή αναβλύζει.
Στο έμπα μας ο λυρατζής Σκορδαλό κινά να παίξει,
ότι «…τσ’ αγάπης ο καημός τη σταματά τη σκέψη» [2].
Πώς ετσά μοναδικό σκοπό να μη ντονε χορέψω…
μα ’ρχιξα ’δά να χαιρετώ κ’ έχω να ξετελέψω.
Από τη μια μου δίνουνε χαρά γνωστοί και φίλοι,
κι απού την άλλη με κεντά η-του χορού το φτίλι.
Γκαρσόνια πάνε κ’ έρχουνται μ’ ασκελισμό μεγάλο,
οι αφανείς οι γ-ήρωες είναι το δίχως άλλο.
Βάνου ντο κόκκινο κρασί στο μακρουλό τραπέζι,
μεζεδικά ονόστιμα ωσά ντο πετιμέζι.
Να πάω θέλει στο χορό, απόφαση το πήρα,
η-το μυαλό μου είν’ εκειά, στη μ-πίστα και στη λύρα.
Για να σιμώσω πολεμώ, το ζάλο μου σπουδάζει [3],
’μπόδια δε με στένουνε κ’ η γνώμη δεν αλλάζει.
Βγαίνουσί μου από δεξά κι από ζερβά όσκε λίγοι,
θαρρώ δε φτάνω στο χορό όξω όντε θα λήγει!
Στου διαδρόμου τα μισά λιγοψυχιά με πιάνει,
σα ντο τζιρίτη που γλακά κι όλο σ’ εμπόδια φτάνει.
Και το δοξάρι διαντηρώ, κοντό κι α(ν) σταματήσει,
η μαντινάδα ’πόκαμε μα η λύρα συνεχίζει…
Σα βγω στη μ-πίστα του χορού η ψυχή γεμίζει Κρήτη,
χορευτής του μύθου γίνομαι στο γέρο Ψηλορείτη,
π’ όπως ηχεί στην ασπίδα ντου με δεινή κλαγγή το ξίφος,
καταχτυπά στο μπέτη μου η καρδιά μου στο ημίφως.
Και το κορμί π’ άλλες φορές βαραίνει με σα βράχος,
θαρρώπως μου συβάζεται, λώπως δε γ-κάνω λάθος.
Γι’ ασπίδα ’χω το σεβασμό εις τη μ-παράδοσή μας,
σπαθί μου θέλω τη μ-πρεπιά, γνώρισμα τση φυλή μας.
Άντρες, γυναίκες, ο γεις τ’ αλλού χέρια σφιχτά κρατούνε,
μάθια γλυκά ξανοίγουνται όντε συναντηθούνε.
Εις το ρυθμό τση μουσικής, με τση χαράς το κύμα,
χορεύγουνε μα σέβουνται μη χάσου γ-και το βήμα.
Κρατεί μπροστά, κάνει στροφές, μια γ-κοπελιά ντελίνα,
ντελικανίδες πέφτουνε σ’ αληθινή φουρτίνα!
Παλιού καιρού ανάμνησες στη σκέψη μου γλιστρούνε,
στα νιάτα τυραννούσα ’με μα ’δά γλυκά περνούνε.
Αλλάζ’ ο συρτός αμά κι αυτός στο Σπηλιανό ανήκει:
«Πολλά βαριά κληρονομιά είναι το μερακλίκι…» [4]
Θωρώ ’να γέρο, δάκρυα συγκίνησης σκουπίζει,
με κοντυλίες του Σκορδαλού στα νιάτα ντου γυρίζει.
Στο κούτελο τον ίδρω μου νιώθω σιγά να στάζει,
στο ν-τοίχο η μεγαλόνησος τα μάθια ξεκουράζει.
Μα όντε τελειώνει ο χορός που τσι ψυχές ευφραίνει,
η τελευταία κοντυλιά και χωρισμό σημαίνει·
όσες καρδιές γι’ άλλη καρδιά πλια δυνατά χτυπούνε
θα καρτερούν άλλους χορούς να ξανανταμωθούνε·
γιατί ο χορός αληθινά κάνει κι αυτός να θέλει
η-το κοπέλι κοπελιά κ’ η κοπελιά κοπέλι [5].
Και τ’ αποξημερώματα που ’χου’ ντα φώτα σβήσει,
κατέω πως στο κλινάρι μου ο νους θα συνεχίσει.
Στη σκέψη ανέμοι δε χτυπούν, εκειά ’ναι καλοκαίρι,
μα ’ποζητώ η-τση κορφής το δροσερό αγέρι.
Ξύπνου μου σκέψεις όμορφες θα με περιπλανήσου,
θα ταξιδέψω νοερά σε τόπους παραδείσου·
θα στέσω χορούς στα σόπατα των αοριώ σου Κρήτη
σάμε να μου παντήξουνε τα ζάλα ’νούς Κουρήτη·
και πατουχιά τη μ-πατουχιά εκειά ’κριβώς θα φτάξω
απού γεννήθηκε ο χορός κ’ ύστερας θα πετάξω·
απάνω να βγω και χαμηλά σε νέφη και φαράγγια
να ιδώ τ’ αγρίμια του βουνού σε λάκκους και σε πλάγια·
να ιδώ φωλιές εις τα ψηλά, των αετώ λημέρια,
να φανταστώ πως άγγιξα με το χορό τ’ αστέρια!
ΠΗΓΕΣ
1. Μιχαήλ Ε. Σκούληκας, «Χοροί και χορευτές αρχαίας και νέας Κρήτης». Περιοδικό «Ιστορία», Εκδόσεις «Πάπυρος», Απρίλιος 2002, τεύχ. 406, σελ. 80.
2. Ο στίχος «ότι τσ’ αγάπης ο καημός τη σταματά η-τη σκέψη» περιλαμβάνεται στον δίσκο 78 στροφών του Θανάση Σκορδαλού, με τίτλο: «Συρτός Σπηλιανός Ρεθυμνιώτικος» (ODEON 1947).
3. Το ημιστίχιο «το ζάλο μου σπουδάζει» (Βλ. παραπάνω τον 21ο στίχο του ποιήματος), περιλαμβάνεται στον στίχο Ε 901 -στην έκδοση Σ. Ξανθουδίδη- του έπους «Ερωτόκριτος», του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου.
4. Ο στίχος «Πολλά βαριά κληρονομιά είναι το μερακλίκι» περιλαμβάνεται στον δίσκο 33 στροφών του Θανάση Σκορδαλού, με τίτλο: «Ο χρυσός δίσκος του Σκορδαλού» (PANIVAR 1979).
5. Ο στίχος «το κοπέλι κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι», περιλαμβάνεται και στον δίσκο 33 στροφών του Κώστα Μουντάκη, με τίτλο: «Αναφορά στον Καζαντζάκη» (MINOS 1976).
6. Η φωτογραφία με τους τρεις χορευτές είναι από το προσωπικό μου αρχείο και έχει τραβηχτεί το 1986 στην Αθήνα, στην πίστα του (τότε) κέντρου κρητικής διασκέδασης «Αγρίμια», ενώ η φωτογραφία του υπαίθριου χορού προέρχεται από παλιά καρτ ποστάλ, ενθύμιο από την περιοχή της Σητείας.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αμά=αλλά
ανε=αν
αντιλαψίζω=εκπέμπω λάμψη
(το) αόρι=το βουνό
αποζητώ (’ποζητώ)=λαχταρώ
αποκάνω (’ποκάνω)=τελειώνω
(τα) αποξημερώματα=κοντά στο ξημέρωμα
απού=από (και «που»)
(ο) ασκελισμός=ο διασκελισμός
βγαίνω=ανεβαίνω
(ο) γεις τ’ αλλού =ο ένας του άλλου
γιαμιά(ς)=αμέσως
γλακώ=τρέχω
δεινός,-η,-ο=ο φοβερός
διαντηρώ=παρατηρώ επισταμένως
εδά (’δά)=τώρα
εκειά=εκεί
(το) έμπα=η είσοδος
ενούς (’νούς)=ενός
ετσά=τέτοιου είδους
(το) ζάλο=το βήμα (το ζάλο μου σπουδάζει=επιταχύνω το βήμα μου)
ζερβά=αριστερά
(η) ζυγιά=το δίδυμο μουσικών
θαρρώπως=νομίζω πως
θωρώ=βλέπω
(ο) ίδρως=ο ιδρώτας
ιδώ=δω
(ο) κάμποσος,-η,-ο=ο αρκετός
κατέω=ξέρω
κεντώ= ανάβω (γράφεται και «καιντώ»)
(η) κλαγγή= ο δυνατός ήχος από τη σύγκρουση μεταλλικών αντικειμένων
(το) κλινάρι=το κρεβάτι
κοντό=άραγε
(το) κοπέλι=εδώ σημαίνει «ο έφηβος» ή «ο νεαρός άντρας»
(η) λιγοψυχιά=η ανυπομονησία
λώπως=λέω πως
(το) μεζεδικό=ο κρεατομεζές
(το) μερακλίκι=η συναισθηματική ιδιοσυστασία του ατόμου που έχει πάθος και γνησιότητα, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να κάνει το σωστό
(ο) μπέτης=το στήθος
να πάω θέλει=θα πάω
(ο) ντελικανής=ο νεαρός άντρας
(η) ντελίνα=η νεαρή γυναίκα
ντονε=τον
ξανοίγομαι=κοιτάζομαι
ξετελεύ(γ)ω=αποτελειώνω κάτι
ξύπνου μου=όταν είμαι άγρυπνος
όντε=όταν (όξω όντε=παρά όταν)
όσκε λίγοι=όχι λίγοι, αρκετοί
παντήχνω=συναντώ
(η) πατουχιά=το αποτύπωμα της πατημασιάς
πλια=πιο, πιο πολύ
πολεμώ=προσπαθώ
(η) πρεπιά=η σωστή συμπεριφορά
σέβομαι=προσέχω
(το) σόπατο=το επίπεδο μέρος
στένω=σταματώ, στήνω
συβάζομαι= συμβιβάζομαι (εδώ σημαίνει «το σώμα υπακούει»)
σύντοιχα=κοντά στον τοίχο
τζη & τση=της
(ο) τζιρίτης=αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα
τσι=τις, τους
(η) φουρτίνα=η φουρτούνα
ωσά(ν)=σαν, όπως