ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο καπνοπαραγωγός των Καπεδιανών

0

Γεωργία, Γεωργία, απόψε είδα στο όνειρό μου  πως ήμουνα στις Φώκαιες και φύτευα καπνά στα χωράφια μας! Αυτό το όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα ποτέ για όλους τους Μικρασιάτες να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Είχανε περάσει περίπου 10 χρόνια και ακόμα δεν πιστεύανε ότι θα γίνουν μόνιμοι κάτοικοι του χωριού Καπεδιανά. Όμως έπρεπε να εργαστούν για να ζήσουν και να δημιουργηθούν.

Είχανε συμμετοχή σε όλα τα επαγγέλματα: του αγρότη, του κτηνοτρόφου, του μανάβη, του χτίστη κ.λπ. Η περιοχή του Βρύσινα είχε βοσκοτόπους για πρόβατα και αίγες. Στους πρόποδές του χωράφια για να σπέρνουν σπαρτά, όσπρια να φυτεύουν αμπέλια και κοντά στο χωριό τα περιβόλια τους για να έχουν την διατροφή τους και για το εμπόριο. Και στην πατρίδα τους την Μ. Ασία είχανε τα ίδια επαγγέλματα γι’ αυτό είχανε σύντομα πολλές επιτυχίες σε όλα και η πρόοδός τους είχε αναπτυχθεί όσο περνούσε ο χρόνος.

Ο Παναγιώτης Τσαχπίνης από τις Ν. Φώκαιες ήτανε και καπνοπαραγωγός αλλά δεν είχε σπόρους να φυτεύει που το είχε ανάγκη η περιοχή λόγω του καπνίσματος.

Όμως ο χωριανός του ο Λυκούργος που έμενε στο Ρουσσοσπίτι του είχε πει ότι θα πάει κρυφά στη Μ. Ασία για να δει τα υπάρχοντά του και για να διαπιστώσει αν γυρίσουν πίσω. Τον παρακάλεσε να του φέρει λίγο σπόρο καπνού όπως και το έπραξε βάζοντας μια χούφτα εις την τσέπη του σακακιού του.

Αμέσως ο Παναγιώτης την άνοιξη του 1931 τον έσπειρε σε πρασιά και τον φύτευε στα γύρω χωράφια του χωριού. Από πριν είχε κάνει την ανάλογη προετοιμασία στα χωράφια και μετά τον φύτευε σε αυλάκια για να μπορεί να του προσφέρει την ανάλογη φροντίδα να μεγαλώσει. Υπόψιν ότι δεν τον πότιζε με νερό αλλά μόνο με την υγρασία των νερών της βροχής που συγκρατούσε το χώμα. Όταν έφθανε το φυτό σε ύψος 25 εκατ. ο Παναγιώτης με τη γυναίκα του Γεωργία  άρχιζαν να μαζεύουν τα πρώτα χαμηλά φύλλα.

Όσο μεγάλωνε συνέχιζαν τα επόμενα 4 ή 5 φύλλα έως ότου στο τέλος στην κορυφή που έβγαλε τον σπόρο. Μαζεύοντας τα φύλλα τα βάζανε το ένα επάνω στο άλλο και μετά μπαίνανε στο καλάθι ή στο κοφίνι για να διευκολύνει αργότερα την επεξεργασία τους. Με τις πλατιές βελόνες που είχανε στη μια άκρη τρύπα να δέχεται τον σπάγκο να περνάνε τα φύλλα για να ξηραθούν και στην άλλη άκρη λεπτή μύτη για να τρυπά το κοτσάνι των φύλλων που θα έμπαινε στον σπάγκο. Η ίδια διαδικασία γινότανε σε κάθε μάζεμα η δε συγκομιδή των φύλλων πραγματοποιούντο πολύ πρωί γιατί η παρουσία του ήλιου δυσκόλευε το μάζεμα επειδή είχανε κολλητική ουσία και το χέρι αδυνατούσε να τα μαζεύει.

Ο Παναγιώτης μετέφερε τα κοφίνια και τα καλάθια με τα φύλλα στην αυλή του σπιτιού του κάτω από τη σκιά της κρεβατίνας και όλοι μαζί με τις βελόνες περνούσανε τα φύλλα στους σπάγκους και μετά στα καλάμια σε σκιά για να ξηρανθούν.

Όμως για να ασχοληθεί με το επάγγελμα του καπνοπαραγωγού είχε πάρει άδεια από την αρμόδια υπηρεσία της εφορίας Ρεθύμνης προκειμένου να ελέγχει και να συγκεντρώσει την παραγωγή και ο παραγωγός έπαιρνε την αποζημίωσή του. Αφού ξεραινότανε τον έκανε μπάλες με τη βοήθεια ξύλινου κιβωτίου με περιτύλιγμα υφάσματος αλλά φρόντισε να κρατήσει σπόρους για τον επόμενο χρόνο. Το 1944 είχε εισόδημα 5 μεγάλες μπάλες που είχανε βάρος 200 οκάδες και αμέσως ειδοποίησε την εφορία να τον δηλώσει. Πράγματι, έφθασε στο σπίτι του, τον ζύγιασε με τον καμπανό, κατέγραψε την ποσότητα και περίμενε να ειδοποιηθεί να τον παραδώσει για να εισπράξει τους κόπους του. Δυστυχώς όμως δεν τον πήρανε γιατί η ποιότητά του δεν ήτανε καλή. Ο Παναγιώτης και η Γεωργία σε απόγνωση που περιμένανε χρήματα να τα διαθέσουν για τη διαβίωσή της οικογένειάς τους.

Μετά από καιρό έφθασε η εφορία στο σπίτι του όχι να τον πάρουν αλλά για να τον καταστρέψει με φωτιά όπως προβλεπότανε από το νόμο. Έτσι οι πέντε μπάλες μεταφερθήκανε στο σόχωρο και δεχθήκανε το κάψιμό τους.

Η γυναίκα του έβαλε τις φωνές γιατί οι κόποι τους χαθήκανε και είπε στον εφοριακό: «τώρα πως θα ζήσω τα παιδιά μου;». Πριν ολοκληρωθεί το κάψιμο έφυγε για να συνεχίσει την υπηρεσία του αλλού. Αμέσως με πολύ νερό σβήσανε το κάψιμο και έμεινε άκαυτος περίπου 50 οκάδες.

Μετά ο Παναγιώτης τον πουλούσε κρυφά στα χωριά για να αντιμετωπίσει μέρος των αναγκών του. Όμως έπρεπε να είναι και κομένος για να είναι έτοιμος για να μπει στο τσιγαρόχαρτο. Το κόψιμο ο ίδιος δεν μπορούσε να τα κάνει. Αυτό το πραγματοποιούσε κάποιος που έμενε στα περβόλια και ήτανε ανάπηρος με κομμένο το ένα του πόδι κάτω από το γόνατο.

Αυτός είχε μια μεταλλική μηχανή «χαβάνι» που την τοποθετούσε μέσα σε τσουβάλι, την φόρτωνε στον γάιδαρό του και αυτός καβάλα στο σαμάρι και πήγαινε από χωριό σε χωριό που είχανε καπνά να τους κόψει καπνό για δική τους χρήση και για να πουλήσουν με την ανάλογη αμοιβή από τον καθένα. Όταν έφθανε στα Καπεδιανά ο Παναγιώτης τον ανέβαζε στον οντά για να μη γίνει αντιληπτός από τους χωριανούς και τον καταγγείλουν στην Αστυνομία.

Παρά τη ζημιά που έπαθε δεν σταμάτησε να φυτεύει. Άλλαξε όμως χωράφια σε άλλη τοποθεσία για να βγάλει καλύτερη ποιότητα. Ο ίδιος είχε δικαίωμα να καπνίζει και του δίνανε δωρεά τσιγαρόχαρτα. Όταν τον πιάνανε να πουλά καπνό σε άλλους είχε βαριές συνέπειες.

Επίσης οι χωριανοί και από τα γύρω χωριά που ήτανε καπνιστές πηγαίνανε τη νύχτα και κλέβανε μέρος του καπνού του. Ο Παναγιώτης ένα βράδυ έστησε μποσκάδα και ένα από αυτούς τον κυνηγούσε με την κατσούνα του αλλά δεν τον γνώρισε λόγω που ήτανε σκοτάδι.

Το 1946 που είχανε φύγει οι Γερμανοί η οικογένειά του είχε 6 παιδιά από ηλικία 14 ετών μέχρι 4 ετών. Συνάντησε πολλές δυσκολίες στην διατροφή και στη διαβίωση της οικογένειάς του. Έτσι αναγκάστηκε να βάλει στο μέσο της κάθε μπάλας του καπνού σίδερα και πέτρες να πάρει την αντίστοιχη ποσότητα αυτού να τον πουλήσει για να εξοικονομήσει χρήματα για τις ανάγκες του αγνοώντας τις συνέπειες αν τον πιάνανε.

Ο Παναγιώτης με τα λίγα πρόβατα που είχε με τη σπορά σιτηρών –οσπρίων με τα περβολικά του από τις ελιές του από το αμπέλι του από τον καπνό και το εμπόριο με βοηθό τον Ψαρή γάιδαρό του που έκανε στα γύρω χωριά κατάφερε να μεγαλώσει και τα έξι παιδιά εν ζωή σήμερα και παράλληλα να τακτοποιηθούν επαγγελματικά δημιουργώντας τις οικογένειές τους.

Χαιρότανε οι γονείς τους για την πρόοδο τους για τα 17 εγγόνια και για τα 4 δισέγγονά τους.

Σήμερα τα παιδιά τους τιμούν τους κόπους τους με την συμπεριφορά τους και πάντα διηγούνται το σκληρό αγώνα που κάνανε οι γονείς τους για να διατηρηθούν στη ζωή με τόσες ελλείψεις στη διατροφή και στη διαβίωσή τους.

Χαρούμενοι θα είναι και αυτοί εκεί που κατοικούν για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Η δε κοινωνία είχε και έχει ως παράδειγμα την οικογένεια του Παναγιώτη και της  Γεωργίας και συχνά αναφέρονται σε κάθε περίπτωση οι επαγγελματικές επιτυχίες τους.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ