Η Ιερά Μονή Αρκαδίου είναι γνωστή στον πολύ κόσμο, εντός και εκτός της Κρήτης, από την περίφημη ολοκαύτωση των υπερασπιστών της κατά την επανάσταση του 1866. Η στρατηγική, όμως, θέση της Μονής, στο σταυροδρόμι των επαρχιών Μυλοποτάμου, Αμαρίου και Ρεθύμνης, καθώς και η φρουριακή οχύρωσή της, την καθιστούσε μήλον της έριδος ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές σε όλες, σχεδόν, τις επαναστάσεις του κρητικού λαού εναντίον των Οθωμανών.
Κατά την έναρξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, οι μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στα τρία μεγάλα φρούρια, Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, και με οργανωμένες εκστρατείες προσπαθούσαν να γίνουν κύριοι της κατάστασης και στην ύπαιθρο. Από την άλλη, οι επαναστατημένοι Κρήτες, ήθελαν να κυριαρχήσουν στρατιωτικά στην ύπαιθρο, που το χριστιανικό στοιχείο υπερτερούσε και σταδιακά να αρχίσουν να πολιορκούν τα μεγάλα κάστρα.
Οι πρώτες ένοπλες συμπλοκές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων είχαν ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1821 από τα Σφακιά. Οι πρώτες επιτυχίες των χριστιανών τους όπλισαν με θάρρος και επέκτειναν τις ένοπλες συμπλοκές και στον νομό Ρεθύμνου, έχοντας αρκετές επιτυχίες.
Στις 13 Ιανουαρίου 1822, ο οπλαρχηγός Αντώνης Μελιδόνης[1] συγκέντρωσε ικανό αριθμό επαναστατών και μέσω του Αμαρίου κινήθηκε προς τον Μυλοπόταμο και κατέλαβε τη δίοδο που επικοινωνούσε το Ρέθυμνο με το Ηράκλειο, στη θέση «Τραχήλα». Εκεί πραγματοποιήθηκε φονική μάχη με μουσουλμάνους που ήθελαν να βιαιοπραγήσουν εναντίον των χριστιανών των γύρω περιοχών. Όσοι από τους ελάχιστους μουσουλμάνους διασώθηκαν, επέστρεψαν στο κάστρο του Ρεθύμνου ανακοινώνοντας το θλιβερό περιστατικό.
Λίγες ημέρες μετά, στις 16 Ιανουαρίου 1822, ο διαβόητος τουρκοκρητικός Γενίτσαρος Αλή Γετίμ (Γετημαλής)[2], με σώμα από 80-100 γενναίους μουσουλμάνους του Ρεθύμνου, κινήθηκε εναντίον του Αρκαδίου, προκειμένου να το καταλάβει, να ελέγξει την ευρύτερη περιοχή, και να αποκαταστήσει την ασφάλεια των ομοθρήσκων του που ζούσαν στην περιοχή.
Ο Γετημαλής με τους άνδρες του κατέλαβε τη Μονή, συνέλαβε τους μοναχούς, τους οποίους έκλεισε στο Ηγουμενείο, υπό αυστηρή φρούρηση και στη συνέχεια οχυρώθηκαν στα κελλιά και στα υπόλοιπα κτίσματα του Μοναστηριού. Το βράδυ οι Τούρκοι, αφού έφαγαν και ήπιαν, κοιμήθηκαν στα διάφορα κελλιά, ήρεμοι και ήσυχοι ότι δεν κινδύνευαν.
Το ίδιο βράδυ, ένας γενναίος μοναχός, ο Θεοδώρητος Νταβερώνας, κατάφερε να βγει από το Αρκάδι μέσα από μια υπόγεια διάβαση (κουτούντο) και έσπευσε στα χωριά του Αμαρίου Θρόνος και Βισταγή, να ενημερώσει τους Κρήτες οπλαρχηγούς για την κατάσταση στο Μοναστήρι. Αυτοί, άκουσαν με προσοχή τις πληροφορίες του μοναχού και αποφάσισαν να κινηθούν εναντίον της Μονής. Καχύποπτοι, όμως, επειδή δεν γνώριζαν τις ακριβείς προθέσεις του πληροφοριοδότη και φοβούμενοι κάποια παγίδα, του έδεσαν τα χέρια και υπό αυστηρή φρούρηση τον έβαλαν να τους οδηγήσει στη Μονή.
Νύχτα, ακόμη, έφτασαν στους αμπελώνες του Αρκαδίου και στο Δραγατοκάλυβο κατέστρωσαν το σχέδιο εξόντωσης των Τούρκων. Μια ομάδα Κρητικών, υπό την αρχηγία του Χατζή Γιώργη Μουριώτη, κατάφεραν να μπουν στη Μονή από κάποιο παράθυρο ή κρυφή πόρτα που τους υπέδειξε ο μοναχός Θεοδώρητος. Από εκεί ανέβηκαν αθόρυβα στο δώμα του Ηγουμενείου που ήταν κλεισμένοι οι καλόγεροι, φρουρούμενοι από τους Τούρκους σκοπούς. Οι φύλακες άκουσαν τον θόρυβο, αλλά χωρίς να υποπτευθούν το παραμικρό, ρώτησαν στα τουρκικά τι συμβαίνει και ποιοι ήταν. Ο Ζερβονικόλας[3], που μιλούσε άπταιστα την τουρκική γλώσσα, τους απάντησε ότι τους είχε στείλει ο Γετημαλής, να δει αν κοιμούνταν. Αστραπιαία και χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος, κατέπεσαν πάνω στους μουσουλμάνους και «απέκοψαν τας κεφαλάς των». Στη συνέχεια, απελευθέρωσαν τους μοναχούς, ενώθηκαν μαζί τους και κατέλαβαν οχυρές θέσεις εντός της Μονής. Ταυτόχρονα, τα σώματα των οπλαρχηγών Αντώνη Μελιδόνη και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη[4], περικύκλωσαν απ’ έξω το Μοναστήρι.
Με το πρώτο χάραμα, ξεκίνησε η επίθεση εναντίον των ανύποπτων Τούρκων, οι οποίο βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά: Αυτών που τη νύχτα είχαν μπει στο Μοναστήρι και αυτών που βρίσκονταν απ’ έξω. Μετά την πρώτη έκπληξη, οι μουσουλμάνοι οχυρώθηκαν σε διάφορα κελλιά, απ’ όπου αμύνονταν λυσσαλέα εναντίον των επαναστατών. Η θέση των εγκλείστων έγινε ακόμα πιο δεινή, όταν οι επαναστάτες που βρίσκονταν, πια, όλοι εντός της Μονής, άναβαν υφάσματα που είχαν εμποτίσει σε λάδι και ρακί και τα έριχναν αναμμένα μέσα στα κελιά που ήταν οχυρωμένοι, από τρύπες που άνοιγαν στα δώματά τους. Βγαίνοντας αυτοί, λόγω του πυκνού καπνού, θανατώνονταν απευθείας.
Μια άλλη ομάδα Τούρκων είχε οχυρωθεί μέσα στο Ηγουμενείο και αμύνονταν απεγνωσμένα εναντίον των περισσοτέρων, πλέον, Κρητικών. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αντίστασης ή διαφυγής, ήρθαν σε συμφωνία να παραδοθούν, με την υπόσχεση, από την πλευρά των Κρητών, ότι θα σεβαστούν τη ζωή τους. Βλέποντας, όμως, στη συνέχεια οι χριστιανοί αρκετούς συγγενείς και συμπολεμιστές τους να κείτονται νεκροί, αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τους κατέσφαξαν όλους, ακόμα και τον Γετημαλή και τον γιο του.
Μόνο ένας Τούρκος γλίτωσε και μετέφερε τα νέα στο Ρέθυμνο. Αυτός, βλέποντας την έκβαση της μάχης βρήκε μέσα σε ένα κελί ένα ράσο, το φόρεσε και προσποιούμενος τον καλόγερο κατάφερε να διαφύγει. Η παράδοση λέει ότι έταξε ένα Άγιο Δισκοπότηρο στον Άγιο Κωνσταντίνο σε περίπτωση που θα σωθεί και πράγματι πραγματοποίησε το τάξιμό του. Από τους Κρητικούς έχασαν τη ζωή τους μόλις δεκατρείς, ανάμεσά τους και ο Εμμανουήλ Δεληγιαννάκης[5]. Τα πτώματα των Τούρκων ρίχτηκαν από την απόκρημνη κορφή «Φιλάδελφοι» που βρίσκεται αριστερά της ανατολικής πύλης της Μονής.
Οι μοναχοί της Μονής, υπό τον Ηγούμενο Ματθαίο, αφού έψαλαν την επικήδειο ακολουθία για τους πεσόντες χριστιανούς, εγκατέλειψαν το Μοναστήρι από τον φόβο της αντεκδίκησης των Τούρκων. Κατέφυγαν σε διάφορα βουνά και αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Βένι. Άφησαν στη Μονή δύο γέροντες μοναχούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το Αρκάδι. Αργότερα οι Τούρκοι εξεστράτευσαν εναντίον της Μονής. Βρήκαν μέσα τους δύο υπερήλικες καλογέρους και αφού τους κατακρεούργησαν, «μετέβαλον το μεγαλύτερο μέρος αυτής εις σωρόν ερειπίων». Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες της Μονής έμειναν στο Αμάρι μέχρι το επόμενο έτος. Τότε επέστρεψαν πίσω, και αποκατέστησαν κάποια από τη κτήρια της Μονής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βενέρης Τιμόθεος, Το Αρκάδι δια των αιώνων, Αθήναι, 1938.
- Ζαμπελίου & Κριτοβουλίδη, Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης, Αθήναι, 1971.
- Μαραγκουδάκης Διονύσιος, Το Ιερόν και Ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι, Παγκρήτιος Ένωσις, Αθήνα, 2016.
- Ψιλάκης Βασίλειος, Ιστορία της Κρήτης, Τ. Γ’, Μινώταυρος, Αθήνα, χ.χ.
- Pashley Robert, Ταξίδια στην Κρήτη, μετάφραση-επιμέλεια Δάφνη Γόντικα, ΤΕΔΚ Κρήτης, Ηράκλειο 1994.
[1] Ο Αντώνης Μελιδόνης καταγόταν από το χωριό Μελιδόνι. Νέος εγκατέλειψε την Κρήτη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, η οποία τον έστειλε σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας να μυήσει και άλλους στον ιερό αγώνα. Με την έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη, επανήλθε στο νησί όπου πήρε μέρος σε πολλές μάχες επιδεικνύοντας μεγάλη τόλμη και ανδρεία. Γι αυτές τους τις υπηρεσίες έλαβε τον μεγαλύτερο στρατιωτικό βαθμό, αυτόν του Πεντακοσίαρχου.
[2] Ο Γετιμαλής καταγόταν από το χωριό Κυριάννα. Κρατούσε κάτω από τον ζυγό του όλη σχεδόν την επαρχία Ρεθύμνου. Αιμοβόρος και ασελγής, είχε διαπράξει πλείστα κακουργήματα εναντίον των χριστιανών.
[3] Ο Ζερβονικόλας καταγόταν από την Αττική και ήταν υπηρέτης στην Κωνσταντινούπολη της κόρης του Δασκαλογιάννη. Μιλούσε άπταιστα τα τουρκικά και διακρινόταν για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Με την έκρηξη της επανάστασης και με δαπάνη της κόρης του Δασκαλογιάννη, στρατολόγησε είκοσι εκλεκτούς άνδρες και μαζί με άλλους μετέβησαν στα Σφακιά για να βοηθήσουν στην επανάσταση.
[4] Ο Αλέξανδρος Μαυροθαλασσίτης καταγόταν από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στη Σάμο γνωρίστηκε με Κρητικούς και όταν πληροφορήθηκε την έκρηξη της επανάστασης στο νησί δεν δίστασε να έρθει να αγωνιστεί για την ελευθερία του. Είχε ψηλό και μεγαλοπρεπές ανάστημα και αγαθή ψυχή. Ήταν επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 150 ανδρών, πολλοί εκ των οποίων κατάγονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
[5] Οι αδελφοί Δεληγιαννάκηδες ήταν συνολικά έξι αδέρφια, όλοι τους άνδρες: Γεώργιος, Στρατής, Εμμανουήλ, Ιωσήφ, Θεόδωρος και Βαρδής. Η καταγωγή τους ήταν από το χωριό Ασφένδου Σφακίων. Ο Γεώργιος, από την αρχή κιόλας της επανάστασης, λόγω των ικανοτήτων του και της ανδρείας του προήχθη σε Πεντακοσίαρχο. Σκοτώθηκε σε μάχη στον Αρμενόκαμπο τον Οκτώβρη του 1822. Ο Ιωσήφ έλαβε αργότερα τον βαθμό του Συνταγματάρχη του ελληνικού Στρατού.