Την παλιά εποχή το κυριότερο πρόβλημα στον άνθρωπο ήτανε η διατροφή και η διαβίωσή του. Προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να εργαστεί χωρίς να έχει κανένα διαθέσιμο μέσον για να διατηρηθεί στη ζωή. Όλα που είχε ανάγκη τα αναζητούσε από την ύπαιθρο. Είχε συναντήσει πολλές δυσκολίες και προσπαθούσε πως θα τις ξεπεράσει για να μην τραυματίσει την υγεία του και να χαθεί από τη ζωή του.
Την όλη προσπάθεια την είχε αναλάβει η οικογένεια και όλοι μαζί φέρνανε τη διατροφή τους στο σπίτι τους. Όλα τα μέλη της όταν μεγαλώνανε φεύγανε για τα χωράφια τους να τα καλλιεργούν για να έχουν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους και για την πρόοδό τους.
Το κάθε σπίτι γέμιζε από όλα τα παραγόμενα για να έχουν γιατί τότε δεν υπήρχανε μαγαζιά να τα πωλούν για να τα αγοράζουν. Μόνο μεταξύ των οικογενειών ανταλλάζανε ή πουλούσανε τις τροφές που είχανε ανάγκη. Το καλοκαίρι με τις καλοκαιρινές τροφές και το χειμώνα με τις χειμωνιάτικες είχανε να διαβιώνουν και ότι περίσσευε το πουλούσανε στους άλλους που δεν είχανε.
Εκτός από τα προϊόντα είχανε και ζώα να τρώνε τα χόρτα από τα χωράφια τους και συγχρόνως να αποκτούν τις αναγκαίες τροφές από αυτά, όπως: το κρέας, το γάλα, το τυρί, τα δέρματα που τα πουλούσανε για να φτιάχνουν τα υποδήματά τους τα μαλλιά των προβάτων που τα επεξεργαζόταν οι νοικοκυρές για να ντύνονται: κάλτσες, φανέλες, ζώνες κ.λπ. και στον αργαλειό: κουβέρτες κ.λπ. για να κοιμούνται.
Όμως διατηρούσανε αυτές τις εποχές και κατοικίδια ζώα κοντά στο σπίτι τους όπως: Μια ή δυο κατσίκες – κότες – μια ή δυο αγελάδες και ένα γάιδαρο για να τους εξυπηρετεί σε όλες τις μεταφορές από το σπίτι στα χωράφια και από τα χωράφια στο σπίτι.
Υπήρχε τότε και μια συνήθεια σχεδόν σε όλα τα σπίτια των χωριών να αγοράζουν από ένα μικρό γουρούνι να το μεγαλώσουν για να το σφάξουν τις γιορτές των Χριστουγέννων για να έχουν μπόλικο κρέας όλες τις Άγιες ημέρες. Επειδή δεν είχανε ψυγεία το κόβανε μικρά κομμάτια, το μισοψήνανε και το βάζανε στα πήλινα κουρούπια και το τρώγανε με την άνεσή τους.
Έτσι μόλις περνούσε το καλοκαίρι όσοι θέλανε να αγοράσουν μικρό γουρούνι για να το μεγαλώσουν πηγαίνανε σε αυτούς που διατηρούσανε μάνες γουρουνιών (χοίρων) στο χωριό τους ή στα διπλανά χωριά και το αγοράζανε. Εννοείται ότι από πριν είχανε δηλώσει προφορικά όσοι θέλανε από αυτόν να αγοράσουν ένα ή δυο για να τους περιμένει με σιγουριά:
Όταν ήτανε έτοιμα για πώληση και αφού είχανε ετοιμάσει το χώρο που θα το βάζανε για να το μεγαλώσουνε πηγαίνανε να το πάρουν. Ο καθένας μόνος του έπαιρνε ένα σακί (τσουβάλι) και με το γαϊδαρό του ξεκινούσε για τον πωλητή που τον περίμενε. Μόλις έφθανε, έπαιρνε το σακί και μαζί με τον πωλητή μπαίνανε στο χώρο που ήτανε όλα κοντά στη μάνα τους και με το χέρι του έλεγε αυτό θέλω να μου βάλεις μέσα στο τσουβάλι. Αφού το πλήρωνε το φόρτωνε κατάλληλα στον γάιδαρο και εφόσον ήτανε μακριά καθότανε και αυτός καβάλα στο σαμάρι και έφευγε για το σπίτι του να το αναθρέψει.
Το τάιζε εντατικά για να γίνει πολλές οκάδες να το σφάξει τα Χριστούγεννα με δικές του τροφές όπως: ακατάλληλα σιτηρά και όσπρια – βελάνια από πρινάρια και βελανίδια – περισσεύματα από λαχανικά – πίτουρα μέσα στο χουμά από το γάλα που τυροκομούσε κ.λπ.
Με την επιμελή περιποίηση που είχε γινότανε μεγάλο που του έφθανε το κρέας του για όλες τις γιορτές για την πολυμελή οικογένειά του. Ένας άλλος χωριανός έκανε το ίδιο αλλά μόλις έφθασε στο χωριό που ήτανε τα γουρουνάκια πήγε στο καφενείο και εκεί βρήκε τον πωλητή και κάθισε πρώτα να πιούνε καφέ. Μετά του λέει: πάρε το σακί και πήγαινε να μου φέρεις το γουρούνι που σου έχω παραγγείλει. Πράγματι, πήγε το έβαλε και το πήγε στο καφενείο που περίμενε ο αγοραστής. Αμέσως το πλήρωσε και έφυγε για το χωριό του.
Όμως αφού δεν ήτανε μπροστά να δει και να διαλέξει όποιο ήθελε αυτός του έβαλε το χειρότερο τον «γκανιά» ονομάζανε το τελευταίο που γεννούσε η γουρούνα που ήτανε ατροφικό και όσο να το τάιζες δεν γινότανε μέχρι τα Χριστούγεννα ούτε 20 οκάδες. Οι περισσότεροι το ξέρανε και ήτανε μπροστά όταν το αγοράζανε.
Ο αγοραστής μετά το κατάλαβε που έτρωγε πολλές τροφές και δεν μεγάλωνε. Οπότε πήγε και συνάντησε τον πωλητή και του έκανε παράπονα που του έδωσε το χειρότερό του γουρούνι αλλά ήτανε αργά. Απλώς του είπε να ερχόσουνα κοντά μου να πάρεις όποιο ήθελες όπως έκανε ο προηγούμενος. Το αποτέλεσμα ήτανε ότι το έσφαξε τις παραμονές των εορτών και δεν του έφθασε το κρέας για όλες τις γιορτές και αναγκάστηκε να αγοράσει επί πλέον κρέας από τον γείτονά του.
Από τότε και μετά που το μάθανε στις γύρω περιοχές όλοι ξυπνήσανε και ο γκανιάς έμενε στον κάτοχό του και αυτός είχε την έλλειψη κρέατος στην οικογένειά του. Αυτή η πράξη στη συνέχεια έγινε παροιμία: γουρούνι στο σακί και όλοι οι άνθρωποι την εφαρμόζανε γιατί είχε σπουδαίο νόημα προς αυτούς και την τηρούσανε σε όλες τις δοσοληψίες που είχανε μεταξύ τους ακόμα και όταν παντρευότανε.
Παρόμοιες περιπτώσεις με το σακί την παλιά εποχή είχανε συμβεί πολλές όπως: όταν θέλανε να αγοράσουν ορισμένα είδη που δεν τα είχανε π.χ.: πατάτες, κρεμμύδια, σιτηρά, όσπρια, μαλλιά, άχυρα, κρασί και πολλά άλλα. Λέγανε σε αυτούς που τα είχανε: να μου φέρεις ένα από αυτά χωρίς να είναι μπροστά να τα δούνε αν η ποιότητά τους είναι καλή και μετά να τα βάλουν μέσα στα σακιά να τα πάνε να τα ζυγιάσουν να τα πληρώσουν και να φύγουν.
Κάποτε ένας ηλικιωμένος όταν ζούσε στο χωριό του με την οικογένειά του είχε πει σε ένα χωριανό του όταν θα κουρέψεις τα πρόβατά σου να μου γεμίσεις δυο σακιά μαλλιά και να μου τα φέρεις στο σπίτι που τα θέλει η γυναίκα μου να τα επεξεργαστεί να υφάνει διάφορα στον αργαλειό που τα είχαμε ανάγκη.
Πράγματι όταν κούρεψε εκτέλεσε την παραγγελία και τα πήγε. Όταν έφθασε στο σπίτι του τα ζύγιασε με τον καμπανό, του έδωσε τον παρά και έφυγε. Την άλλη μέρα η γυναίκα του τα πήγε στη βρύση του χωριού για να τα πλύνει. Όταν άνοιξε και άδειασε τα μαλλιά αντίκρισε να έχουν μαζί πολλές κοπριές των προβάτων και λίγα διάλεξε για τον σκοπό που τα ήθελε.
Το βράδυ όταν έφθασε ο άνδρας της στο σπίτι τον ενημέρωσε για τα μαλλιά και μετά του είπε: Μανώλη, έπρεπε εσύ να πας στην μάνδρα του να τα διαλέξεις να τα τσουβαλιάσεις να τα ζυγίσεις, να τα πληρώσεις και να φύγεις.
Αυτό που μας κατάφερε ο χωριανός μας είναι αυτό που λέγανε οι παλιοί μας: «γουρούνι στο σακί», αλλά για εμάς είναι μαλλιά στο σακί. Άλλη φορά πρόσεχε να μην την ξαναπατήσεις όταν αγοράζεις.
Όμως είχε γίνει παλιά παρόμοια και άλλη πράξη με την ίδια παροιμία αλλά αυτή τη φορά με μια παντρειά που είχε γίνει με προξενιό. Πάλι ένας ηλικιωμένος όταν τον ρωτήσαμε για την παντρειά με προξενητή χαμογέλασε και μας είπε: Δεν θα πω για κανέναν άγνωστο αλλά για τον ίδιο τον αδελφό μου τον Ορέστη. Είχε αργήσει να παντρευτεί και πήρε την απόφαση να το πράξει.
Έτσι ανάθεσε σε γνωστό του προξενητή να του βρει γυναίκα. Περίπου σε ένα μήνα την βρήκε και ενημέρωσε τον αδελφό μου και αυτός την οικογένειά μας. Ένα Σάββατο πήγαμε μαζί και ο προξενητής στο σπίτι της να γνωρίσουμε τη νύφη και την οικογένειά της. Ο αδελφός μου και η κοπέλα καθίσανε στον καναπέ και εμείς στα γύρω πέτρινα καθίσματα. Μιλήσαμε για την προίκα της, για το σπίτι που θα μένουν και για την ημέρα του γάμου. Πράγματι, έγινε ο γάμος μετά από ένα μήνα και πήγανε στο σπίτι που τους έδωσε ο πατέρας της.
Μετά από λίγες ημέρες ο αδελφός μου πρόσεξε ότι η γυναίκα του κουτσαίνει. Και την ρώτησε: Μαγδαληνή, τι έχει το πόδι σου; Αυτή του ομολόγησε ότι από όταν γεννήθηκα το πόδι μου ήτανε πιο κοντό και αδύνατο. Αμέσως κάλεσε τον προξενητή και του είπε το γεγονός και ότι όταν πήγες και την ζήτησες δεν το πρόσεξες; Όχι του είπε, γιατί καθότανε στον καναπέ. Επίσης και στην εκκλησία δεν το είδα γιατί φορούσε μακρύ φόρεμα. Αργότερα όταν πήγαινε η γυναίκα του στη βρύση με την στάμνα να πάρει νερό ένας φίλος του την πρόσεξε που κούτσαινε και όταν συναντηθήκανε του είπε: Ορέστη, ο προξενητής σου σαν το γουρούνι στο σακί την έβαλε και σου την έφερε; Στραβός ήτανε και δεν την είδε που κούτσαινε;
Τελειώνοντας οφείλουμε να πούμε ότι οι δυο παραπάνω περιπτώσεις που έχουν σχέση με την παροιμία και έχουν συμβεί την παλιά εποχή μέσα στην οικογένεια σήμερα ενημερώνουν τους νέους να τις εκτελούν με ακρίβεια για να μην τύχουν να είναι θύματα στις δοσοληψίες που θα έχουν σε όλες τις συναλλαγές τους και περισσότερο όταν παντρεύονται.