Ακόμα ανησυχούν οι σημερινοί ηλικιωμένοι ότι δεν θα προλάβουν να ενημερώσουν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και ορισμένοι τα δισέγγονά τους για όλα τα βιώματά τους που είναι ανάγκη να τα ξέρουν για να εκτιμήσουν πρώτα τη ζωή που διατηρήσανε με αγώνες για να τους την προσφέρουν δώρο και επιπλέον τα δημιουργήματά τους για να ζούνε πιο άνετα. Για τον λόγο αυτόν δεν σταματούν να τα λένε και να τα γράφουν για να μην χαθούν οι κόποι τους.
Παρακαλούν την θεία δύναμη να τους δώσει παράταση ζωής και αμέσως μετά θα προσευχηθούν και θα φύγουν για την αιώνια ζωή τους. Θα έχουν πάλι το παράπονο ότι στερηθήκανε πολλά και τα σώματά τους θα είναι πληγωμένα εκεί που θα κείτονται. Παρά που σήμερα έχουν από όλα όμως όπου καθίσουν η σκέψη τους γυρίζει συχνά πίσω στην βασανισμένη και στερημένη ζωή που βιώσανε από παιδιά και μετά όταν μεγαλώσανε. Στη συνέχεια παρά που αποκτήσανε από όλα η παντέρμη η σκέψη τους δεν σταματά και κάνει το ταξίδι της σε κάποιο συνήθως παιδικό βίωμά τους και ο πόνος χτυπά στην πληγή που της άφησε.
Λόγω των ημερών του Πάσχα που γιορτάσαμε αυτές τις ημέρες πάλι η σκέψη τους έφυγε και πήγε πολλά χρόνια πίσω επειδή είδανε πολλά παιχνίδια να έχουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους που αυτοί ούτε στη φαντασία τους δεν το περιμένανε ότι θα δούνε μπροστά τους πολύ περισσότερα: στα παιχνίδια, στα καινούρια ρούχα και παπούτσια και το σπίτι τους να είναι γεμάτο από τρόφιμα. Αυτά και πολλά άλλα περάσανε από την σκέψη ενός ηλικιωμένου 88 ετών που τα έζησε όλα και όπως μας είπε το σώμα του είναι γεμάτο πληγές και είναι αδύνατον να θεραπευθούν μέχρι να φύγει για την άλλη του ζωή. Όμως χαίρομαι που τα έχουν σήμερα όλα αλλά γιατί να μην είχα την τύχη να τα ζήσω και εγώ;
Και όμως ξαφνικά θυμήθηκε ένα και το μοναδικό από το παιχνίδι που παίζανε τα παιδιά την κατοχή κατά τις ημέρες του Πάσχα που σκόρπιζε λίγη χαρά μέσα στο σπίτι τους και μας το περιέγραψε ως εξής:
Την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο είχανε τη συνήθεια να σφάζουνε οι οικογένειες που είχανε ζώα χοίρους ή αρνί ή κατσίκι για να ψήσουνε το Πάσχα να φάνε μετά την Ανάσταση. Όσοι δεν είχανε αγοράζανε όσο μπορούσανε ή τους δίνανε αυτοί που είχανε ζώα. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε κοντά στους γονείς μας ή στους συγγενείς ή στους χωριανούς κατά την ώρα που σφάζανε και τους ζητούσαμε να μας δώσουνε όπως την λέγανε τότε την φούσκα του ζώου «ουρήθρα» για να την κάνουμε μπαλκόνι να παίζουμε. Μόλις την παίρναμε την πηγαίναμε στη μάνα τους και αυτή την έπλυνε με στάχτη από το τζάκι πολλές φορές μέσα και έξω για να φύγει η μυρωδιά που είχε και γινότανε πιο ελαστική. Στη συνέχεια με το στόμα την γεμίζαμε αέρα όσο άντεχε και δέναμε το στόμιό της με σπάγκο και παίζαμε στην αυλή ή μέσα στο σπίτι μας. Ο πιο ζωηρός από τα αδέλφια ή την παρέα που κάναμε στη γειτονιά για να προξενήσει γέλια μεταξύ όλων αντί για αέρα τη γέμιζε με νερό και με το ένα χέρι κρατούσε το στόμιό της και με το άλλο πίεζε το μπαλόνι για να βγει το νερό να τους καταβρέξει για να γελούνε να περνούνε την ώρα τους σαν διασκέδαση. Υπόψιν ότι ανάλογα με την ηλικία και με το είδος του ζώου ήτανε και το μέγεθος του μπαλονιού μεγάλο ή μικρό. Αυτό λοιπόν είπε ήτανε το μπαλόνι που είχαμε τα χρόνια της κατοχής και τίποτε άλλο.
Τελειώνοντας πρόσθεσε ότι σήμερα είναι πολλά τα είδη πλαστικών μπαλονιών σε μέγεθος και σε χρώματα και όλα τα μικρά παιδιά χαίρονται να εκτελούν παιχνίδια μεταξύ τους και επιπλέον στολίζονται από όλα αυτά τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, στα σπίτια, στα σχολεία, στα μαγαζιά, στους δρόμους και παντού όπου συχνάζουν άνθρωποι και σκορπούν χαρά σε όλους. Οι φούσκες των ζώων αποτελούν πλέον παρελθόν, όμως, οι νέοι οφείλουν να ενημερωθούν για το βίωμα των προγόνων τους και να χαίρονται που η εποχή τους είναι καλύτερη από την παλιά. Κοντά τους χαιρόμαστε και εμείς οι ηλικιωμένοι έστω και στα τελευταία μας χρόνια να χαρούμε και να ευχαριστούμε τον θεό που φθάσαμε σε αυτήν την εποχή και θα φύγουμε χαρούμενοι.