Θυμάσαι, μητέρα, ήταν ένα Κυριακάτικο πρωινό,
η πρώτη ελεύθερη Kυριακή μετά τη φυλακή
κι ήρθες κοντά μου, στο σπίτι μας, όλα τ’ αδέρφια
κι ήταν σιμά κι ο πατέρας, ο Mάνος κι η Mαρίνα,
οι ίδιες παλιές στιγμές, με τα μύρια τιτιβίσματα
και μ’ έντυσες, μητέρα, κι έλουσες τα μαλλιά μου κι είδα,
είδα στη θάλασσα των ματιών σου χαρά μεγάλη
κι ύστερα, ύστερα άπλωσες το χέρι σε μένα
κι εγώ μητέρα, σου άφησα την καρδιά μου
και σ’ ακολούθησα, σ’ ακολούθησα μητέρα!
Κι ήταν, ένα ηλιόλουστο πρωινό του Mάρτη
κι η Άνοιξη είχε φουντώσει στον κήπο του σπιτιού μας
κι είχε στολίσει, με χάρη, κάθε λουλούδι με τα χρώματά της
κι η γη κι ο αέρας μύριζαν φρεσκοσκαμμένο χώμα
και με πήρες από το χέρι, μητέρα,
καθώς καμπάνες της εκκλησιάς καλούσαν,
προσπαθώντας να ενώσουν την Άνοιξη,
με τις ψυχές των ανθρώπων, μητέρα,
να γίνουν η σκάλα προς τα ουράνια κι ύστερα,
ύστερα από τόσες δοκιμασίες, ναι, μητέρα...
πέρασα το κατώφλι της εκκλησιάς
κι άναψα ένα κεράκι ελπίδας στο εικόνισμα του Aγίου
και προσκύνησα με βουρκωμένα μάτια για όλους μας,
για τα νιάτα, που χάνονται καθημερινά,
δίνοντας τη δροσιά της ζωής τους στα Nαρκωτικά.
Kι έσφιξες το χέρι μου, μητέρα, κι είδα,
είδα για πρώτη φορά χαρά κι ελπίδα στα μάτια σου,
στα πρόσωπα όλων, στο πρόσωπο του πατέρα
κι αυτή η αγάπη σας, ήταν για μένα, τη μικρή σας,
που είχε χαθεί και βρέθηκε από Eκείνον,
Eκείνον, που έκλαψε για μένα... το είδα μητέρα!