Ο Παπά Θεμιστοκλής χτυπούσε την καμπάνα στις 5 το πρωί. Βαθύ σκοτάδι ακόμη και τσουχτερό κρύο. Μα ποιος νοιαζόταν. Ήταν Χριστούγεννα!
Και εκείνη την ώρα ξυπνούσε σχεδόν όλο το υπόλοιπο χωριό, γιατί οι νοικοκυρές των σπιτιών είχαν ξυπνήσει νωρίτερα! Είχαν να ετοιμάσουν το τραπέζι που έπρεπε να είναι στρωμένο γύρω στις 7 το πρωί για την πρώτη οικογενειακή χριστουγεννιάτικη μάζωξη.
Εκεί, γύρω στις 5 σηκωνόμουν βιαστικά για να βάλω τα καινούργια μου ρούχα και να πάω ως σωστό «παπαδάκι» έγκαιρα στην εκκλησία. Εκείνη την ώρα ξεκινούσαν τα δικά μου ευτυχισμένα Χριστούγεννα.
Καθώς κατέβαινα το δρόμο για την εκκλησιά, όλα τα φώτα στα σπίτια ήταν αναμμένα. Στα ρουθούνια μου έφτανε η μυρωδιά των ξύλων που έκαιγαν στα τζάκια και τις ξυλόσομπες και ταυτόχρονα η ευωδία από τη σούπα που ετοιμάζονταν σε κάθε σπίτι!
Εκείνες οι μυρωδιές που γέμιζαν τους δρόμους του παγωμένου χωριού δεν θα φύγουν ποτέ από την όσφρηση μου όσο θα ζω. Μένουν ανεξίτηλες μνήμες μιας πραγματικότητας που πέρασε στην λήθη του χρόνου που τρέχει και φέρνει συνεχείς αλλαγές και διαφοροποιήσεις στα πως και στα γιατί της εορταστικής αντίληψης των πραγμάτων σήμερα.
Η εκκλησία ασφυκτικά γεμάτη. Ψαλμωδίες, μοσχοθυμίαμα, χαρούμενος κόσμος, θρησκευτική κατάνυξη, μοναδική λαμπρότητα μόνο από την παρουσία των ανθρώπων και την ίδια την ξεχωριστή γιορτή που αποτελούσε βίωμα! Ήταν Χριστούγεννα και όλοι μαζί ήμασταν χαρούμενοι! Μόνο και μόνο γιατί ήταν Χριστούγεννα!
Η απόλυση από την εκκλησία, τα αγκαλιάσματα και οι ασπασμοί έδιναν τη θέση τους στο στρωμένο τραπέζι! Ζεστή σούπα! Είτε από κόκορα, είτε από χοιρινό κεφάλι, δεν είχε σημασία! Ήταν η σούπα των Χριστουγέννων. Εμείς στο σπίτι μας προτιμούσαμε αυτή η σούπα να είναι από ξυνόχοντρο. Και νομίζω οι περισσότεροι εκείνο το πρωί, προτιμούσαν τον ξυνόχοντρο που είχαν ετοιμάσει στα σπίτια τους από το καλοκαίρι και τον είχαν αποξηράνει κατάλληλα για τον χειμώνα.
Και μετά το υπόλοιπο της ημέρας στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στα Μουρτζανά! Με θείους, θείες και ξαδέρφια! Η γιαγιά μας περίμενε όλους με ένα δίσκο γεμάτο με μύγδαλα, σταφίδες, καρύδια, συκοπιταρίδες και αποξυμένη μουσταλευρία! Της φιλούσαμε το χέρι, παίρναμε την ευχή της και ακολούθως ήταν η σειρά του παππού, επίσης με χειροφίλημα και βεβαίως τα μικρά λαμβάναμε και την «καλή μας χέρα»! Δηλαδή, το φιλοδώρημα του παππού και της γιαγιάς σε χρήμα! Ιεροτελεστία κανονική!
Ας μην μιλήσουμε για το τραπέζι του μεσημεριού… κυρίαρχο στοιχείο το χοιρινό στη σούβλα, τα απάκια, τα λουκάνικα που οι θείες είχαν ετοιμάσει μόνες τους, τα καλιτσούνια και αμέτρητοι άλλοι μεζέδες! Στιγμές μοναδικές μιας άλλης εποχής και βιώματα παιδικά που έρχονται τέτοιες ημέρες και σε συνεπαίρνουν γιατί θέλεις να καταλάβεις πως είναι Χριστούγεννα. Και να βάλεις μέσα στο χρόνο του σήμερα, την διαφορετικότητα του χθες, που πήρε μαζί του την παιδική σου αθωότητα και τους ανθρώπους που γέμιζαν τη ζωή σου τότε που νόμιζες πως όλοι και όλα θα είναι πάντα εκεί!
Το βράδυ, πάλι, έπαιρναν σειρά οι Μανώληδες. Τα σπίτια με Μανώλη, δηλαδή τα πιο πολλά της γειτονιάς, ήταν ανοιχτά και ο κόσμος μπαινόβγαινε! Σοκολατάκι, λικέρ, μελομακάρονο και κουραμπιές, απαραίτητο κέρασμα. Τα τραπέζια γεμάτα από φαγητά και κρασί. Οι τσικουδιές άφθονες! Οι δρόμοι γεμάτοι από κόσμο που έμπαιναν από σπίτι σε σπίτι για να ανταλλάξουν ευχές! Πανηγύρι κανονικό! Στην γειτονιά μου ξεκινούσαμε από του Μανώλη του Μπιστολοστελιανού, μετά στου Κανέλη, μετά στου Μανώλη της Ευρυδίκης, μετά στου Μανώλη της Σταυρούλας, στου Αναγνωστομανώλη, στου Μανώλη του Μισοχαραλάμπη, στου Μπαντουρομανώλη και τέλος στου Μανώλη της Καλλιόπης! Μια γειτονιά, μια οικογένεια!
Και μέσα σε όλο αυτό εγώ είχα ένα παιδικό καημό! Να μην φάω πολύ! Ήθελα να «αφήσω χώρο» για τον κουραμπιέ της Καλλιόπης! Τώρα μεταξύ μας, ουδείς κουραμπιές τη γλύτωνε όπου και αν πήγαινα! Αλλά τα λοιπά τα απέφευγα! Διότι ήξερα πως ερχόταν στο τέλος ο πιο μεγάλος και ο πιο εύγεστος, μυρωδάτος κουραμπιές! Το σπίτι του Κεφαλο - γιάννη και της Κεφαλο-καλλιόπης ήταν η τελευταία Χριστουγεννιάτικη στάση! Για να ευχηθούμε χρόνια πολλά στον γιό τους το Μανώλη! Εκείνος ο κουραμπιές ήταν το ωραιότερο δώρο που φύλαγα στον εαυτό μου! Η Θεία Καλλιόπη, που δεν ήταν θεία μου με τη στενή έννοια αλλά γειτόνισσα, φίλη και συγχωριανή της μαμάς, είχε επίσης το μεγαλύτερο και πιο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο! Έμενα ώρες να το χαζεύω και να ονειρεύομαι! Και εκείνος ο κουραμπιές, έκλεινε με τον πιο γλυκό τρόπο τα Χριστούγεννα κάθε χρονιάς των παιδικών μου αναμνήσεων!
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια, η εφηβεία μας βρήκε αλλιώς και η ενηλικίωση αλλιώτικα.
Άλλαξαν όλα και διαμορφώθηκαν μνήμες. Και έτσι έρχεται και η νοσταλγία για τους ανθρώπους. Γιατί όλα και όλα είναι οι άνθρωποι. Γι’ αυτούς τα γράφω όλα αυτά.
Γιατί εγώ έπαψα να είμαι παιδί, γιατί οι πιο πολλοί από αυτούς είναι γείτονες με τους Αγγέλους και όχι δικοί μου, γιατί μου λείπουν και γιατί… είναι Χριστούγεννα! Και για όλα αυτά που πέρασαν και έφυγαν μόνο οι μνήμες και ένα κεράκι για τις ψυχές τους, κρατάνε ζωντανές τις εικόνες όσων ζήσαμε, όσων χάσαμε, όσων θα θέλαμε να μείνουν για πάντα ως είχαν!
Αλλά ο χρόνος τρέχει! Και εμείς μαζί του, οφείλουμε έστω και για μια μέρα να μην ξεχνούμε πως είναι Χριστούγεννα!
Και αυτή την ημέρα μόνο η αγάπη έχει θέση στην ζωή μας!
Γι’ αυτό, θυμηθείτε τα παλιά, χαρείτε τα τωρινά και δημιουργείστε μνήμες μοναδικές για σας και για τα παιδιά σας!
Γιατί απλά είναι… Χριστούγεννα!
Και είναι ό,τι πιο όμορφο και πιο ελπιδοφόρο υπάρχει σε αυτή τη ζωή!
Χρόνια Πολλά και ευτυχισμένα Χριστούγεννα σε όλους σας!