ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Όταν ο Μούρµουρας...άρχισε να µουρµουρίζει!!!

0

Περί τα τέλη του περασμένου Σεπτέμβρη (2019) στην εκπομπή «Διάφανη Πόλη» του Ρ/Σ 9,80, η δημοσιογράφος Εύα Λαδιά, η οποία πρόσφατα είχε επιστρέψει από τις θερινές διακοπές της στο όμορφο νησί της Λέσβου, έριξε την βόμβα της!!!

- Γιατί ρε παιδιά να μην φτιάξουμε κι εμείς εδώ στο Ρέθυμνο ένα Μουσείο για τον Μούρμουρα, όπως έχουν κάνει στη Λέσβο για τον δικό τους «Μούρμουρα»... τον Θεόφιλο;

Δεν χρειαζόμουν κάτι περισσότερο...

Κοίταξα τον Δημήτρη Κορωνάκη και τον Σταύρο Ρακιντζή με νόημα και ήταν εκείνη η ματιά μια υπόσχεση ότι τις επόμενες ημέρες και ώρες θα ξεκινούσαμε από το Studio Ρέθυμνο ενημερωτικές εκπομπές, κάθε Παρασκευή στην ώρα τη δική μου, ένα οδοιπορικό για να γνωρίσουμε στους Ρεθεμνιώτες τον λαϊκό μας ζωγράφο Δημήτρη Τεργιακή - Μούρμουρα. Και αυτό, γιατί παρά του ότι οι περισσότεροι Ρεθεμνιώτες κάτι ήξεραν... κάτι είχαν ακούσει... κάποιους πίνακες είχαν στην κατοχή τους ή κάποιους άλλους είχαν θαυμάσει στις λιγοστές εκθέσεις που είχαν προηγηθεί...

- Για τον Μούρμουρα.

- Τον Άνθρωπο.

- Τον Πρόσφυγα.

- Τον βασανισμένο βιοπαλεστή και κυνηγημένο για τις πολιτικές του απόψεις, λίγοι έως ελάχιστοι γνώριζαν!!!

Έτσι κι έγινε.

Αμέσως την επόμενη ημέρα, συναντήθηκα με τον γιο του λαϊκού μας ζωγράφου Γιάννη Μούρμουρα, στον επίσης λαϊκό καφενέ - εστιατόριο του Γρηγόρη Κουκουβάγια στη γειτονιά της Μικρής Παναγίας. Ρώτησα τον Γιάννη γενικά για τον πατέρα του. Όχι για τους πίνακές του... Ήθελα ν’ ακούσω από τον ίδιο τον γιο του ποιος ήταν, από που έφτασε ως εδώ... ποια ήταν η καταγωγή του και από που κρατούσε η σκούφια του. Ήθελα να ρωτήσω πολλά και να ακούσω περισσότερα από τον ίδιο τον γιο του.

Αυτός με κοίταξε με παράπονο και γεμάτος συγκίνηση. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσαν τα υγρά μάτια του. Κατόρθωσε να ψελλίσει τα παρακάτω λόγια:

- Μανώλη... Ό,τι κι αν σου πω κάτι θα παραλείψω γι’ αυτό αύριο έλα πάλι εδώ να πιούμε καφέ και θα έχω φέρει μαζί μου ένα τετράδιο που ο γέρος μου ξεκίνησε να γράφει χειρόγραφα την αυτοβιογραφία του τον Ιούλη του ‘80.

Πράγματι. Την επόμενη συναντηθήκαμε στου Γρηγόρη και με ευλάβεια που αρμόζει μόνο σε ένα χαμένο ευαγγέλιο, μου παρέδωσε έναν κίτρινο φάκελο (ντοσιέ) όπως αυτά που κουβαλάν όλοι οι γραμματιζούμενοι της πολιτείας μας. Έξω από τον φάκελο, γραμμένο με κεφαλαία γράμματα, ήταν το όνομά του:

ΜΟΥΡΜΟΥΡΑΣ

Δεν σας κρύβω, ότι άνοιξα τον φάκελο με αγωνία αλλά και φόβο μαζί. Αγωνία γιατί κατάλαβα σε τι βαθιά νερά θα έπεφτα και φόβο γιατί δεν ήξερα αν θα μπορούσα να διαχειριστώ ένα τόσο βαρύ φορτίο μνήμης και αναμνήσεων!!! Προσπέρασα πολύ γρήγορα δημοσιεύματα εφημερίδων, ρεκλάμες από αντικερί, επαίνους από θεσμούς του Δήμου και της Νομαρχίας. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο το μπλε τετράδιο... με την αυτοβιογραφία του Μούρμουρα.

Με χέρια τρεμάμενα, το άνοιξα και προσπάθησα να το φιλομετρήσω. Ταυτόχρονα, ήθελα και να συλλαβήσω κάποιες λέξεις από αυτό το παράθυρο του χρόνου. Στάθηκε αδύνατο. Ο «αλήτης» είχε ξεθωριάσει τις σελίδες, το μελάνι και το περιεχόμενο. Όμως, δεν είχε ξεθωριάσει τον Μούρμουρα!!!

Βρήκα τη δύναμη και ρώτησα τον Γιάννη πόσους πίνακες του έχουν απομείνει από τον αείμνηστο πατέρα του και τι σκόπευε να κάνει μ’ αυτούς. Η απάντησή του ήταν αυθόρμητη και ειλικρινής.

- Μανώλη, όσοι πίνακες μου έχουν απομείνει θέλω να τους δωρίσω στον Δήμο Ρεθύμνου. Εγώ είμαι πια μόνος μου... Τα χρόνια περνούν γρήγορα και θέλω έναν χώρο για να στεγαστούν οι πίνακες του γέρου μου. Αν θέλει ο Δήμος, εγώ είμαι διατεθειμένος να τους δωρίσω. Ζητώ όμως να γίνει ένας μόνιμος χώρος, ο οποίος θα είναι για τους λαϊκούς καλλιτέχνες και θα φέρει το όνομα του γέρου μου.

Άλλο που δεν ήθελα!!! Τον ρώτησα εάν μπορούσα να ενεργήσω εκ μέρους του και μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών να κάνουμε μία προσπάθεια μήπως μπορέσουμε να φτιάξουμε στο Ρέθυμνο ένα Μουσείο, όπως αυτό της Μυτιλήνης, έτσι όπως το είχε προτείνει η Εύα Λαδιά στο ραδιόφωνο.

Ο Γιάννης συμφώνησε και μάλιστα πρότεινε πως αν δεν βρεθεί χώρος δημοτικός, διαθέτει το σπίτι του το πατρικό στα «Χαράκια», λίγο πιο πάνω από τη «Χωράφα του Χολέρα», δυτικά της Φορτέτζας, ώστε ο Δήμος να το εκμεταλλευτεί, να το αναπαλαιώσει και να γίνει εκεί το Μουσείο.

Πήρα υπό μάλης τον κίτρινο φάκελο και έφυγα... Τις επόμενες ημέρες επικοινώνησα με τους Γιώργο Φρυγανάκη, Νίκο Δερεδάκη, Χάρη Στρατιδάκη και Χάρη Παπαδάκη. Τους ενημέρωσα για την πρόθεση του Γιάννη Μούρμουρα και τους ρώτησα έαν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε μια ομάδα εργασίας για το αντικείμενο, καθώς και για την ενημέρωση των αρμόδιων φορέων του Δήμου μας. Συμφώνησαν όλοι.

Παράλληλα ξεκίνησε η πραγματοποίηση τεσσάρων εκπομπών στη «Διάφανη Πόλη», με αναφορές στην αυτοβιογραφία του Μούρμουρα. Και στις 19 Νοεμβρίου 2019 έστειλα προσωπικό μήνυμα (SMS) στον Δήμαρχό μας Γιώργη Μαρινάκη, ζητώντας του μία συνάντηση για να τον ενημερώσουμε για την ιδέα, το εγχείρημα και την προσπάθεια.

Μέχρι σήμερα αυτή η συνάντηση δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατή, λόγω φόρτου εργασίας και υποχρεώσεων του Δημάρχου μας. Προσωπικά πιστεύω, ότι ο Δήμαρχος μόλις βρει έστω και λίγο χρόνο, θα επικοινωνήσει μαζί μας.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι για το αντικείμενο είναι ενημερωμένος και ο αντιδήμαρχος κ. Θωμάς Κρεβετζάκης, καθώς και αρκετοί Τοπικοί και Δημοτικοί Σύμβουλοι.

Προσπάθησα όσο λιτά μπορούσα να ενημερώσω μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Ρέθεμνος» τους δημότες της πολιτείας μας για την προσπάθεια αυτή, ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση ενός Μουσείου για τη στέγαση των πινάκων του λαϊκού μας ζωγράφου Δημήτρη Τεργιακή - Μούρμουρα, έτσι όπως θα το δουν, θα το αντιληφθούν και θα το ολοκληρώσουν οι ειδικοί του Δήμου μας.

Αν κάποιοι αρχίζουν να μουρμουρίζουν γι’ αυτό, ας αναλάβουν πρωτοβουλίες και πράξεις...

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΡΓΑΚΗ

Το έτος 1903 γεννήθηκα από γονείς αγράμματους. Ο πατέρας μου ήταν βοσκός Ασιάτης. Η μάνα μου ήταν από την οικογένεια του Ανδρέα Μούρμουρα, που ήταν από τη Μάνη της Ελλάδας. Ποιοι ήταν οι λόγοι που τους έφεραν στη Μικρά Ασία, δεν έμαθα ποτέ. Ήρθαν δυο αδέρφια και μία αδερφή. Παντρεύτηκαν. Έκαναν παιδιά και μάλιστα ο παππούς μου έκανε μια σεβαστή περιουσία, αλλά ανάμεσα σε δύο Τουρκοχώρια. Η τοποθεσία στους πρόποδες ενός βουνού και τα δυο χωριά λεγόντουσαν ‘‘Κοτσά -  Μεμέτηδες’’.

Ο άλλος αδελφός και αυτός παντρεύτηκε. Έκανε δύο παιδιά, αλλά ακολούθησε «άλλον» δρόμο στη ζωή. Έγινε ληστής και οι Τουρκικές Αρχές τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.

Η γυναίκα του απέθανε και τα δύο παιδιά του τα μεγαλώσαμε εμείς. Ο πατέρας μου ήταν Παλαιοφωκιανός. Ο πατέρας του έκανε ένα παιδί, το Γιωργάκη Τεργιακή και πέθανε. Η δε μάνα του Γιώργη Τεργιακή, ξαναπαντρεύτηκε με άλλον και έκανε πολλά παιδιά. Ο παππούς υποχρεώθηκε και πήρε τον πατέρα μου και τον μεγάλωσε. Όταν ήταν ικανός να ζήσει πήγε παραγιός σε έναν Τούρκο, τον Σαλί Εφέντη. Δίπλα στον Σαλί, έμεινε 14 χρόνια ως παραγιός. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του Τούρκου και τον έβαλε ως επιστάτη στην περιουσία του. Ο πατέρας μου ήταν Γιασαξής (επικεφαλής) σε όλους του βοσκούς του Τούρκου. Μια μέρα πηγαίνοντας σ’ αυτά τα δυο Τουρκοχώρια ‘‘Κοτσά - Μεμέτηδες’’, που τον είχε στείλει ο Σαλί Εφέντης για να συναντήσει κάποιον άλλον Τούρκο Μπέη, συνάντησε τον Ανδρέα Μούρμουρα (τον παππού μου), που ήταν ο μόνος χριστιανός ανάμεσα σε δύο Τουρκοχώρια...

Έκαναν τσιγάρο και ο Μούρμουρας τον κάλεσε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του, αφού αντάμωσαν δύο χριστιανοί. Το σπίτι ήταν ένας Κουλές με δύο-τρία πατώματα. Ο Μούρμουρας είχε 12 αγόρια και 4 κορίτσια. Όταν ήθελε αναχωρήσει, κάλεσε έξω τον γέρο Μούρμουρα και του λέγει:

- Εγώ αγάπησα την κόρη σου. Αν θέλεις να μου τη δώσεις, είμαι πρόθυμος να την παντρευτώ.

Οι δύο άντρες, αφού συμφώνησαν να δώσει ο Μούρμουρας την κόρη του, του είπε:

- Είμαι πολύ φτωχός. Έχω 16 παιδιά. Έχω λίγη περιουσία. Αλλά πολλά παιδιά. Το μόνο που θα σε δώσω, είναι σαράντα ρίζες ελιές. Τίποτε άλλο.

Ο γέρος μου αγάπησε την κόρη και δέχτηκε χωρίς απαιτήσεις. Όταν γύρισε στο σαράι του αφεντικού του του Σαλί Εφέντη, του ξεμυστηρεύτηκε την αδυναμία του. Ότι, ήθελε να παντρευτεί και ήταν αποφασισμένος να αποχωριστούν ύστερα από 14 χρόνια που ήταν μαζί αφεντικό και παραγιός. Τώρα χωρίζουνε.

Ο Τούρκος, που του είχε μεγάλη αδυναμία του λέει:

- Άμε βρε Γιώργη να διαλέξεις 150 πρόβατα και να μου τα φέρεις εδώ να τα δουν τα μάτια μου.

Τότε ο πατέρας μου επισκέφθηκε τα κοπάδια των προβάτων, διάλεξε τα 150 πρόβατα, τα πήγε κάτω από το σεράι και του φώναξε:

- Έβγα να δεις αφεντικό.

Τότε βγήκε στο παράθυρο, κοίταξε τα πρόβατα και του είπε με βροντοφωνή:

- Χαλάλι σου Γιώργη!!! Πάρτα και πήγαινε να παντρευτείς και να δεις χαΐρι και προκοπή. Περίμενέ με να σε αποχαιρετήσω αφού θα χωριστούμε.

Ο Μπέης κατέβηκε. Σε ένα σακουλάκι είχε 900 λίρες χρυσές. Του τις έδωσε. Τον αγκαλιάζει και του λέγει:

- Λυπούμαι που χωρίζουμε, αλλά αυτή είναι η ζωή Γιώργη!!!

Και αφού αποχαιρετιστήκανε, έβαλε μπροστά τα πρόβατα και έφυγε προς την κατεύθυνση του πεθερού του που είχε στο νου του να κάνει.

***

Όταν έφτασε στον Κουλέ του Μούρμουρα, βγήκαν και τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι όλοι του σπιτιού. Τότε φωνάξανε έναν παπά από το Μπαγιάρ - Ασί, που ήταν λίγο μακρυά, και κατοικούσαν πολλοί χριστιανοί. Τον καβάλησαν σε ένα άλογο και τον έφεραν εις τον Κουλέ του Μούρμουρα και τον στεφάνωσαν. Εκεί κάθισε δυο-τρεις μέρες. Άφησε τα πρόβατα και κατέβηκε εις τις Νέες Φώκαιες. Βρήκε έναν Τούρκο που είχε μια περιουσία μονοκράτητη και ήθελε να του την πουλήσει. Ήτανε:

- 150 δέντρα ελιές.

- 5 στρέμματα αμπέλι.

- 2 μικρά σπιτάκια

και μια μεγάλη έκταση από βουνά - βοσκοτόπια για τα πρόβατα. Όπως την ήθελε ήταν!!!

Συμφώνησαν και την αγόρα δίδοντάς του 300 λίρες εμπρός στο συμβολαιογράφο στις Νέες Φώκαιες. Η περιουσία αυτή ήταν μακρυά από την πολιτεία. Πέρα από τέσσερις ώρες. Σε μια τοποθεσία που λέγονταν Ασύρα.

Αφού του παρέδωσε ο Τούρκος τα κλειδιά των δύο σπιτιών, ήταν ο Γιώργης ο ιδιοκτήτης αυτής της περιουσίας. Ήταν μακρυά από την περιουσία του Μούρμουρα. Περί τις δώδεκα ώρες απόσταση. Αφού ξεκίνησε και έφτασε στο σπίτι του Μούρμουρα, περίλαβε την κόρη του που ήταν 14 ετών και αυτός άνδρας 20 ετών, τα πρόβατά του και έφυγε για την καινούργια κατοικία που ήταν δική του.

Εκεί έζησαν σε μια απόλυτη μοναξιά, σε ένα βουνό μακρυά από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκεί έκαναν πολλά πρόβατα. Πλήθυναν τα δέντρα, το αμπέλι και ζούσαν καλά μέχρι που η οργή των Τούρκων μεγάλωσε και έβαλαν σε σκέψη να μας διώξουν από τη Μικρά Ασία.

Από το εσωτερικό της Ασίας άρχισαν να διώχνουν όλους τους χριστιανούς, και άρχισαν να έρχονται προς τα παράλια που ήταν και οι Φώκαιες. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε όλοι γιατί βλέπαμε, πως αυτοί που είχαν διωχθεί, δεν τους άφηναν να πάρουν από τα υπάρχοντα που ο καθένας είχε πάρει, τίποτα... Έφευγε μόνο για να γλιτώσει τη ζωή του. Αφού μάθαμε τα συμβαίνοντα ήρθαμε στις Νέες Φώκαιες για να συναντηθούμε με έναν κουμπάρο εμπορευούμενο που είχαμε. Μαζί που φεύγαμε, παιδιά -  γυναίκες, σέρναμε και καμιά δεκαριά πρόβατα. Πήγαμε στο σπίτι που είχαμε. Αμέσως ο πατέρας μου πήγε και επισκέφθηκε τον κουμπάρο Θεόδωρο Πεπονά...

Συνεχίζεται.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ