ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μου φαίνεται σα να ’ταν χτες μα παν 33 χρόνια: Κέντρο Νέων Δήμου Ρεθύμνης (1987-)

0

Ιστορικές περιηγήσεις (28)

 

Γιορτή κοπής εθιμικής πίτας την περασμένη εβδομάδα στο Κέντρο Νέων του Δήμου Ρεθύμνης, που εδώ και μερικά χρόνια αναφέρεται και ως «Κέντρο δια βίου μάθησης». Ο φίλος δάσκαλος χορού Γιώργος Σπυρλιδάκης μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει κι εγώ δεν μπορούσα να αρνηθώ, παρόλη την κούραση από την «καταιγίδα των πιτών» της εποχής. Όμως φαίνεται ότι χρειάζονται κι οι πίτες, όπως άλλωστε και οι συνεστιάσεις των κάθε λογής Συλλόγων, με τα «γαμοπίλαφα» και τα «λυρομπάντουρά τους, ώστε να συσφίγγονται οι σχέσεις των μελών και των φίλων.

Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόταση επίσης, γιατί με το Κέντρο Νέων με συνδέουν βαθιοί δεσμοί. Είχα προσληφθεί σ’ αυτό το έτος 1987 για ένα εξάμηνο, ως πρώτος συντονιστής του. Θυμάμαι ακόμα τον Μανό Αστρινό να με «ανακρίνει» σε συνέντευξη, ως πρόεδρος της επιτροπής που είχε ορίσει ο τότε δήμαρχος Ρεθύμνου Χρήστος Σκουλούδης, ρίχνοντάς με στα βαθιά με την ερώτηση πώς θα αντιμετώπιζα τον προφανή κίνδυνο να συρρεύσουν στο κοινό του Κέντρου τα janky’s του τόπου και οι dealers των κάθε μορφής ουσιών, καλυπτόμενα από την ανωνυμία του πλήθους. Κι εγώ του είχα απαντήσει ότι, ας συρρεύσουν πρώτα τα πλήθη των νέων, που οι γονείς τούς απαγόρευαν να συχνάζουν στην κακόφημη συνοικία που στεγαζόταν το Κέντρο Νέων (οδός Μεσολογγίου, όπισθεν οδού Χειμάρας), μα εγώ θα έχω πάρει τα μέτρα μου ώστε η ατμόσφαιρα να μην τους επιτρέπει την είσοδο ή τουλάχιστον την παραμονή.

Ο μακαρίτης ο Μανός φαίνεται ότι εκτίμησε την απάντησή μου, όπως και τα τρία διπλώματα που είχα καταθέσει, αφού η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε πανεπιστημιακό πτυχίο. Και με προσέλαβε, με σύμβαση έργου, γεγονός που δεν μου πρόσθεσε ούτε ένα ένσημο, όταν αργότερα μου χρειάστηκαν μερικά για τη σύνταξη. Όταν όμως εξήγησα στην επιτροπή πρόσληψης το σχέδιο οργάνωσης του Κέντρου που είχα στο μυαλό μου, το οποίο περίγραφα και στο χαρτί που τους μοίρασα, τα μέλη της και πρώτος ο Μανός «έστησαν το μάτι», κατά το κρητικώς λεγόμενο. «Κομμούνα έχεις σκοπό να το κάνεις;», με ρώτησε με απόλυτη ειλικρίνεια κι εγώ εξίσου ειλικρινά του είχα απαντήσει: «Ας το πούμε κι έτσι, αν πολιτισμός είναι κομμούνα»!

Κατόπιν αυτού και προκειμένου να μη χάσουν ένα κορόιδο, που είχε σκοπό να βάλει πλάτη σε κάτι που τους έμοιαζε τελικά καλό, με προσέλαβαν. Κι όταν τους εξήγησα ότι δεν φτάνει ένας για να στήσει κάτι εκ του μηδενός, προσέλαβαν και τη δεύτερη επιτυχούσα, τη φίλη Κική Χαϊδεμενάκη, σύζυγο του Ανδρέα Ξανθού. Κούνια που τους κούναγε! Η Κική ήταν πραγματική «κομμούνα», μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Κι εκείνη δεν ήταν light όπως εγώ, αλλά το εννοούσε! Θυμάμαι ακόμα έναν καυγά μας, όταν απαιτούσε να γιορτάσουμε στο Κέντρο Νέων την επέτειο του Πολυτεχνείου, κι εγώ της απαντούσα προβοκατόρικα με το σύνθημα «Το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή» για να το γιορτάζουμε με γιορτές!

Σταματώ εδώ, για να κάνω μια παρέκβαση. Τα Κέντρα Νέων είχαν ιδρυθεί ως «Κέντρα Εργαζόμενης Νεολαίας» από τον τότε υφυπουργό Νέας Γενιάς Γιώργο Παπανδρέου (μετέπειτα πρωθυπουργό), επί πρωθυπουργίας του πατέρα του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είναι συμπτωματικό λοιπόν που αντιμετωπίζονταν από την κοινωνία, όπως άλλωστε και τα ΚΑΠΗ, ως «πασοκικά». Αποτελούσαν εξαιρετικά προοδευτικές για την εποχή τους κοινωνικές δομές στην Ελλάδα, τις οποίες ο υφυπουργός θα πρέπει να είχε γνωρίσει στις χώρες της Σκανδιναβίας αλλά και στην τότε Δυτική Γερμανία, όπου ευημερούσαν και ευημερούν μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα χωρίς αντίστοιχους θεσμούς, που αναπτύσσουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Την εποχή εκείνη, που είχα ψάξει το θέμα, με είχαν αφήσει άναυδο: εργαστήρια κάθε είδους τέχνης, επαγγελματικά και καλλιτεχνικά, ομάδες ορειβασίας και χιονοδρομίας, ακόμη και σπηλαιολογίας κ.λπ. Το Υφυπουργείο λοιπόν Νέας Γενιάς είχε χρηματοδοτήσει ανά την Ελλάδα μερικές δεκάδες δήμων, που είχαν επιδείξει ενδιαφέρον, μεταξύ των οποίων και τον «σκουλουδικό» δικό μας. Με τα χρήματα αυτά ο Δήμος μπόρεσε να αγοράσει το κέλυφος του σαπουναριού και να το ανακατασκευάσει, για χρήση όχι μόνο του Κέντρου, όπως αποδείχτηκε, αλλά, προσωρινά και του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου και της πάλαι ποτέ «Δημοτικής Πινακοθήκης Λευτέρης Κανακάκης».

Και στην περίπτωση βέβαια αυτή δεν μπορούσε παρά να ισχύσει το λαϊκό ρηθέν «ουδείς αγνωμονέστερος από τον ευεργετηθέντα αχάριστο». Έτσι, όταν το Λαογραφικό Μουσείο μετακόμισε στις δικές του εγκαταστάσεις, η «Δημοτική Πινακοθήκη», που έκτοτε έχει μετονομαστεί δύο φορές, επεκτάθηκε  στους χώρους του και αργότερα και στους χώρους του Κέντρου Νέων που την φιλοξενούσαν. Πάλι καλά που ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Αρχοντάκης είχε φροντίσει να αγοράσει τα κτήρια μεταξύ των οδών παρόδου Γερακάρη και Τομπάζη και στη συνέχεια να τα εντάξει σε Κοινοτικό Πρόγραμμα προς επισκευή. Έτσι το Κέντρο Νέων δεν ετελεύτησε το ζην, όπως συνέβη με τα υπόλοιπα ανά την Ελλάδα. Και εφόσον αναφέρθηκα στην επισκευή του σημερινού κτηρίου, καλό είναι να καταγράψω ότι από την οροφή του ενός προς επισκευήν κτηρίου το συνεργείο της Αρχαιολογίας είχε αφαιρέσει για συντήρηση μια οροφογραφία του Γεωργίου Γαληνού, της οποίας διαθέτω φωτογραφία και η οποία ουδέποτε επεστράφη...

Κάνω εδώ μια παρεμβολή για να επισημάνω πόσο οραματικός (ή αν θέλετε «στον κόσμο του») ήταν ο «Γιωργάκης», στην πραγματικότητα πολύ μπροστά από την ελληνική κοινωνία, και ως υφυπουργός αλλά και αργότερα ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι το Κέντρο Νέων του Ρεθύμνου πήγαινε καλά, είχε ζητήσει να κατέβει στο Ρέθυμνο και να μιλήσει στα μέλη του για την αποποινικοποίηση του χασίς. Ήταν η εποχή που πέραν της Ολλανδίας, το είχε νομιμοποιήσει και η μεταφραγκική Ισπανία. Πώς να του εξηγήσω τώρα εγώ, και μάλιστα μέσω αντιπροσώπου, ότι ο αγώνας μας στο Ρέθυμνο δινόταν, όχι για τη νομιμοποίηση του χασίς, αλλά για να αφήσουν οι Ρεθεμνιώτες τα παιδιά τους να συχνάζουν στην οδό Μεσολογγίου; Πίσω από την διαβόητη οδό Χειμάρας, που την εποχή εκείνη έπνεε με τα λοίσθια αλλά θεωούνταν ακόμη ενεργή με τα πορνεία της; Κι ότι δίναμε μάχη για να προσθέσει ο Δήμος έναν προβολέα στον στύλο της ΔΕΗ, προκειμένου το στενό της «Φραγκοκλησιάς» να φωτίζεται και να ξεφοβηθούν;

Στην πρώτη του περίοδο το Κέντρο Νέων λειτούργησε σε εθελοντική βάση. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ τον Βαγγέλη Παπιομύτογλου να προσφέρει δωρεάν μαθήματα γραφικών τεχνών και να τυπώνει με τους μαθητές του σε μεταξοτυπία τις αφίσες των εκδηλώσεών μας, μεταξύ των οποίων και μια συναυλία ροκ συγκροτήματος στην τότε «Ευφροσύνη». Πώς να ξεχάσω και τον Γιώργο Κατσαντώνη να παραδίδει τα ατελείωτα μαθήματά του ζωγραφικής, τριών και πλέον ωρών, δύο φορές την εβδομάδα. Μάλιστα μια Δευτέρα είχε παρουσιαστεί ξεμαλλιασμένος για μάθημα, παρότι το προηγούμενο βράδυ είχε αναγκαστεί να διανυκτερεύσει στον ντεραπαρισμένο σκαραβαίο του, στα όρια των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Επιστρέφοντας από το λιμάνι, όπου είχε πάει την καλή του Φρόσω στο καράβι, είχε ξεφύγει και έπεσε στο ρέμα. Δεν είναι τυχαίο που μ’ αυτό το πάθος του δημιούργησε μελλοντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων τη Χρυσούλα Καραδάκη.

Καλλιτέχνες φωτογράφοι βγήκαν και από τα τμήματα φωτογραφίας του αξέχαστου Μιχάλη Φραγκομανωλάκη, που εκείνον επέμενε η τότε ΝΕΛΕ να τον πληρώνει, κι αυτός με τη σειρά του επέμενε να καταθέτει τα χρήματα για τη δημιουργία σκοτεινού θαλάμου, με εκτυπωτές και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Κι ακόμη τα διέθεσε για να μετακαλέσει στο Ρέθυμνο για σεμινάρια τον δάσκαλο -τότε και σήμερα- φωτογραφίας Πλάτωνα Ριβέλη, σ’ ένα αξέχαστο σε πολλούς διήμερο σεμινάριο φωτογραφίας. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που η καθηγήτρια Κατερίνα Παττακού ζήτησε μετάθεση στην Αθήνα, προκειμένου να μπορεί να τον παρακολουθήσει περισσότερο και να εξελιχθεί φωτογραφικά η ίδια!

Κι άλλοι πολλοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο τότε Κέντρο Νέων. Ο Σήφης, που η ασθενική μνήμη μου δεν με βοηθά με το επίθετό του, προσέφερε μαθήματα κεραμικής σε εκατοντάδες μαθητές, κουβαλώντας με το Pony του τον πηλό από τη Μεσσαρά, όπου έμενε. Αυτό μέχρι που η «Δημοτική Πινακοθήκη» απαίτησε το σταμάτημα του τόσο επιτυχημένου εργαστηρίου και τη μετακόμισή του στις δικές της εγκαταστάσεις, μαζί με τους τροχούς και τους φούρνους που είχαμε καταφέρει να αποκτήσουμε, εμείς ξέρουμε πώς. Το ίδιο δυστυχώς συνέβη και με τη φωτογραφία.

Αναφέρω εδώ ένα περιστατικό. Στον Δήμο είχε φτάσει ένα έγγραφο που ζητούσε να καταγράψουμε τις ανάγκες μας, προκειμένου να μας εγκρίνει για την ικανοποίησή τους ποσό μέχρι 2.000.000 δραχμές. Για να διευκρινίσω την προσφορά, οι μηνιαίοι μισθοί στο ελληνικό δημόσιο κυμαίνονταν τότε περί τις 40.000 δραχμές. Το έγγραφο πέρασε από Άννες και Καϊάφες, που όλοι φρόντισαν να το καθυστερήσουν, ώστε να λήξει η προθεσμία και να μη χρειαστεί να κάνουν κάποια ενέργεια. Ελάχιστες μέρες πριν λήξει, φρόντισαν να μας το κοινοποιήσουν στο Κέντρο με τον τότε κλητήρα. Μαζευτήκαμε όλοι το ίδιο βράδυ, συντονιστές, επιμορφωτές και οι μαθητευόμενοι, και βάλαμε τις ανάγκες μας στο χαρτί, με σειρά προτεραιότητας και την άλλη μέρα τρέξαμε στην Γεωργία Κελέκη. Εκείνη, προς τιμήν της, έκανε αμέσως έγγραφο, συνοδευόμενο από τα σχετικά σχέδια που απαιτούνταν, και τα προώθησε στο Υφυπουργείο. Κάπως έτσι τα καταφέραμε και εξοπλιστήκαμε, αφού μέχρι τότε το κτήριο μόνο καρέκλες περιείχε. Και μιλάμε για πολλές καρέκλες, σαν να υπολόγιζαν να λειτουργήσει μέσα του ένα τεράστιο καφενείο!

Για να δώσω μια ακόμα εικόνα της εποχής, θα γράψω ότι οι μαθητευόμενοι της φωτογραφίας (όπως και κανένας άλλος από εμάς, άλλωστε) δεν διέθεταν φωτογραφικές μηχανές, οι οποίες τω καιρώ εκείνω θεωρούνταν και φορολογούνταν ως «είδη πολυτελείας». Όταν λοιπόν το Τελωνείο Ρεθύμνου κατέσχεσε το λαθρεμπορικό φορτίο φωτογραφικών μηχανών ενός πλοίου, που ξεφόρτωνε καλαμπόκι από τη Βουλγαρία στο Ρέθυμνο, εμείς απαιτήσαμε τη λεία μας και αποκτήσαμε έτσι έξι, αν θυμάμαι καλά, μηχανές. Αυτές ήταν που δανείζονταν οι μαθητές μας για να φωτογραφήσουν και να δημιουργήσουν όμορφα έργα, πολλά από τα οποία είχαν βραβευτεί σε πανελλήνιες εκθέσεις, όπως σε μία στην Αλεξανδρούπολη, στην οποία είχα συμμετάσχει κι ο ίδιος.

Οι υπάλληλοι του Δήμου όπως ήταν φυσικό δεν καλόβλεπαν το Κέντρο Νέων. Το ίδιο όμως και η δημοτική ηγεσία, η οποία ανέθεσε στην μακαρίτισσα δημοτική σύμβουλο Νότα Βαβουλέ-Μυλωνάκη, ως πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου, να μας «συμμαζέψει», κατά το κοινώς λεγόμενο. Η αείμνηστη συμπολίτισσα όχι μόνο δεν μας έκοψε τα φτερά, αλλά το ευχαριστιόταν κιόλας, και συχνά πυκνά «τσίτωνε» τους τότε «προοδευτικούς» του Διοικητικού Συμβουλίου, που λειτουργούσαν τελικά ως τροχοπέδη του. Αρκεί να πω ότι είχαμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε στο χώρο μας τούς τότε «ραδιοφωνατζήδες» του Ρεθύμνου, για να συστήσουμε έναν σταθμό στον οποίο να τους συστεγάσουμε. Ήταν βέβαια η εποχή που ο Δήμος Αθηναίων προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει την ελεύθερη ραδιοφωνία και το εγχείρημα έκρυβε αρκετούς κινδύνους.

Τα μέλη του Κέντρου Νέων, πολλοί από τους οποίους φοιτητές, που ζούσαν στο άνυδρο την εποχή εκείνη πολιτιστικό περιβάλλον του Ρεθύμνου, ανταπέδωσαν τη φιλοξενία και προσφορά μας με πολλούς τρόπους. Θυμάμαι πρόχειρα τον Δημήτρη Παπαζαχαρίου, σήμερα πανεπιστημιακό καθηγητή στην Πάτρα, να διοργανώνει εβδομάδες κινηματογράφου, με βιντεοκασέτες που δανειζόταν όχι μόνο από τα βιντεοκλάμπ του Ρεθύμνου αλλά και της Αθήνας: «Εβδομάδα Μπέργκμαν», «Εβδομάδα Τζάρμους», «Εβδομάδα Χίτσκοκ» κ.λπ.

Αποφασιστικό ρόλο στη στήριξη του Κέντρου Νέων και στην επιβολή του στη ρεθεμνιώτικη νεολαία έπαιξε ο Αντώνης Σαβοϊδάκης, ο οποίος αποτελούσε την «ψυχή» του, χωρίς ποτέ να αμειφθεί με μία δεκάρα γι’ αυτό. Αυτός έτρεχε με την κλούβα του στο Ηράκλειο να αγοράσει φθηνά βιβλία για την Βιβλιοθήκη μας από εκποιήσεις, αυτός είχε αναλάβει τον εφοδιασμό του κυλικείου, αυτός αγόραζε περιοδικά από του Ρεράκη, αυτός έγραφε «πειρατική» μουσική για το κασετόφωνό μας. Στη συνέχεια ήρθαν και άλλοι: η κυρία Ελένη Καραγιώργου, η επονομαζόμενη και «μαμά» του Κέντρου Νέων, ήρθε με μετάταξη από την Αθήνα. Ο Θωμάς Κρεβετζάκης, αρχικά φοιτητής και μαθητευόμενος στα εργαστήρια του Κέντρου, που στη συνέχεια έγινε επιμορφωτής, με καθήκοντα ουσιαστικά συντονιστή. Αρκεί να πω ότι επί των ημερών του οργανώναμε προβολές με τον βιντεοπροβολέα σε χωριά του Ρεθύμνου κι ότι επιχειρήσαμε να ιδρύσουμε μικρά «Κέντρα Νέων» σε μερικά απ’ αυτά. Κάπως έτσι ήταν που προέκυψε ο «Φάλκονας» στην Καρωτή, χάρη και στο ανοιχτό και διορατικό μυαλό του τότε δημάρχου Επισκοπής, Λεωνίδα Δαμανάκη.

Καθηγητές του τότε Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου προσέφεραν μαθήματα ζωγραφικής και κοινωνιολογίας, οι περισσότεροι δωρεάν. Ο αρχικά μαθητής μας, τότε φοιτητής, και σήμερα πανεπιστημιακός καθηγητής Άρης Τσαντηρόπουλος ανέλαβε τη φωτογραφία, μέχρι που μας τον «τσίμπησε» κι αυτόν η Πινακοθήκη. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι ο εξαιρετικός αυτός επιστήμονας περνούσε τόσο φτωχικά χρόνια, εξαιτίας της αδυναμίας της οικογένειάς του να τον συνδράμει στις σπουδές του, ώστε, υποψήφιος διδάκτορας ων, ανέλαβε να βάψει τα νεοαποκτηθέντα ταμπλό του Κέντρου. Καλό είναι, νομίζω, να υπενθυμίζουμε στη σημερινή πανεπιστημιακή νεολαία, του έτοιμου καφέ στο χέρι, που παραπονιέται για πολλά, τον αγώνα με τον οποίο σπούδασαν κάποιοι από τους καθηγητές τους.

Ένα στοιχείο που, νομίζω, έκανε το Κέντρο Νέων πετυχημένο ήταν οι παιδαγωγικές συνεδριάσεις των επιμορφωτών μεταξύ του, παρουσία και των επιμορφούμενων. Κάθε μήνα η παρουσία όλων ήταν απαραίτητη στην απολογιστική συνάντηση. Με τον τρόπο αυτό και με την προϋπόθεση που θέταμε ότι, για να μπορεί να κάνει κάποιος χρήση των προνομίων του Κέντρου (καφετέρια, προβολές, εκδρομές, συναυλίες κ.λπ.) έπρεπε να παίρνει μέρος σε κάποια από τις ομάδες του, προέκυψε μια υγιής και παραγωγική παιδαγωγική ατμόσφαιρα. Το γεγονός ότι τρεις διαφορετικοί δάσκαλοι προσέφεραν μαθήματα ζωγραφικής, μαζί με δύο δασκάλους φωτογραφίας και άλλους δύο κεραμικής, δημιουργούσε όχι μόνο άμιλλα αλλά και συνέργειες. Θυμάμαι εκδρομές του Κέντρου Νέων με συμμετοχή δύο διαφορετικών ομάδων, όπως μια αξέχαστη στις Μαργαρίτες, από τις ομάδες κεραμικής και φωτογραφίας και μια άλλη στον Πίκρη.

Αργότερα την δημοτική καθοδήγηση του Κέντρου ανέλαβαν δυο νέοι άνθρωποι, με ευρείς ορίζοντες, η Ελένη Τζέτζου και ο Χρήστος Λιονής, από τη συμπολίτευση και αντιπολίτευση αντίστοιχα. Κι οι δυο τους αφιέρωσαν πολλές ώρες για την αναδιοργάνωσή του και μαζί μ’ αυτούς κι εμείς. Τα μαθήματα διευρύνθηκαν, επαγγελματικά βέβαια προσφερόμενα πια, κι όχι εθελοντικά, όπως τα περισσότερα μέχρι τότε, και οι τομείς ενδιαφέροντος επεκτάθηκαν, όπως για παράδειγμα με την εμψύχωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και τη διοργάνωση Παγκρήτιων Συναντήσεων, σε συνεργασία με τον «Φάλκονα». Και κάθε χρόνο, λίγο πριν το καλοκαίρι, η ετήσια έκθεση των μαθητών του Κέντρου Νέων αποτελούσε γεγονός για το Ρέθυμνο. Στη συνέχεια προστέθηκαν κι άλλοι «επιμορφωτές», όπως ονομάζονταν πια επίσημα: ο Μανόλης Ζαχαράκης (ο «παππούς» του Κέντρου), ο Γιώργος Σπυρλιδάκης, η Άννα Γαλλιάκη, ο Μάρκος Σηφακάκης (που τον είχαμε στο Κέντρο από παιδάκι του δημοτικού, και η μάνα του μας φώναζε να τον διώχνουμε να πηγαίνει σπίτι για διάβασμα!), η Κατερίνα Δραμιτινού, η Μαρία Μοσχονά, ο Μανόλης Σκευάκης, ο Γιώργος Ξενικάκης και άλλοι, που τα ονόματά τους δυσκολεύομαι αυτή τη στιγμή να ανακαλέσω στην μνήμη μου.

Θα κλείσω το σημερινό σημείωμα-κατεβατό, που όμως, μετά από 37 χρόνια, υπέχει και ρόλο ιστορικού σημειώματος, με μια διαπίστωση: το Κέντρο Νέων αποτελεί όλες αυτές τις δεκαετίες αφανή κοιτίδα πολιτισμού για την πόλη μας. Διετέλεσα διοργανωτής του και μέλος στη συνέχεια τεσσάρων Διοικητικών Συμβουλίων. Γνωρίζοντάς το λοιπόν καλύτερα από τον καθένα, νομίζω ότι δικαιούμαι να εκφέρω την παραπάνω αξιολογική κρίση. Σκέφτομαι τον Μανόλη Ζαχαράκη και την θεατρική παιδεία που έχει προσφέρει σε εκατοντάδες Ρεθεμνιωτών όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς κανείς να σκεφτεί να τον τιμήσει για την προσφορά και αφοσίωσή του αυτή. Σκέφτομαι τον Γιώργο Σπυρλιδάκη, με τους χιλιάδες νέους (και όχι μόνο...) στους οποίους έχει διδάξει κρητικούς και ελληνικούς γενικότερα χορούς, πολλοί από τους οποίους μπόρεσαν να καλύψουν τα έξοδα των σπουδών τους χορεύοντας στις «κρητικές βραδιές» των ξενοδοχείων. Ο Γιώργος κάνει πραγματική επαγγελματική κατάρτιση στο Κέντρο Νέων εδώ και δυόμιση δεκαετίες, χωρίς ποτέ να διεκδικήσει κανένα τέτοιο τίτλο. Σκέφτομαι τη Μαρία Μοσχονά με τους εκατοντάδες Ρεθεμνιώτες, που έμαθαν απ’ αυτήν βιβλιοδεσία, όπως και τους φοιτητές και αναπληρωτές καθηγητές στο Ρέθυμνο, που δεν ξεχνούν τις δημιουργικές τους στιγμές στο Ρέθυμνο, στα εργαστήριά της. Και σκέφτομαι την κυρία Ελένη Καραγιώργου, που είχε μαζέψει με την καλοσύνη της στο Κέντρο Νέων κάμποσους διαταραγμένους νέους, προσφέροντάς τους θαλπωρή και ουδέποτε διεκδικώντας δάφνες κοινωνικής προσφοράς, όπως συμβαίνει σήμερα με ένα σωρό υπηρεσίες, οι οποίες μάλιστα είναι εντεταλμένες γι’ αυτό.

Στις δύο τελευταίες δημαρχιακές θητείες δεν επιλέχτηκα να υπηρετήσω το συμβούλιο του Κέντρου Νέων, ένα όργανο που θα έπρεπε να είναι εργασίας και όχι τιμητικό. Κι αυτό γιατί στους δημοτικούς μας άρχοντες δεν είναι αρεστοί όσοι, αντί άκριτα να τους χειροκροτούν, έχουν άποψη, έστω και αν «βάζουν πλάτη» για να την υλοποιήσουν, χωρίς φανερά ή κρυφά ανταλλάγματα. Νομίζω όμως ότι έτσι είναι καλύτερα για όλους. Δεν θα ήθελα να ξαναζήσω καταστάσεις, όπως παλιότερα, που έπρεπε να λειτουργώ ως φόβητρο, προειδοποιώντας κάθε τόσο για κινδύνους εισόδου ναρκωτικών, ως αποτέλεσμα της μη ελεγχόμενης επί πολλά χρόνια λειτουργίας του Κέντρου, ή υπογραμμίζοντας ότι η τακτική είσπραξης συνδρομών χωρίς αποδείξεις δεν είναι σωστή.

Χαίρομαι τον τελευταίο καιρό να βλέπω το Κέντρο να ξαναζωντανεύει, μετά από χρόνια υποτονικής λειτουργίας, με εκδηλώσεις να πραγματοποιούνται στον χώρο του και νέα τμήματα να λειτουργούν. Ευχαριστούμαι να βλέπω ότι ξαναλειτούργησε η θέρμανση, μετά από πολλούς κρύους χειμώνες. Κι εύχομαι η προσπάθεια να έχει συνέχεια.  Έστω κι άτυπα θα είμαι κοντά του και θα τιμώ την προσφορά των επιμορφωτών του, καλώντας τους πάντα να την προβάλλουν προς τα έξω, ώστε να μπορούν να απαιτούν περισσότερα από την κοινωνία και τους φορείς της.

Καλό χρόνο Γιώργο, Μανόλη, Μαρία και στα άλλα τα παιδιά!

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ