Τούτες τις μέρες του κορονοϊού, που οι τουρίστες είναι είδος δυσεύρετο και οι παραλίες μας άδειες, μου έρχονται στο νου τα παιδικά μου χρόνια, εδώ στα Περιβόλια.
Αν και γεννήθηκα στο Ρέθυμνο, στο Σπήλι συγκεκριμένα, φύγαμε νωρίς για την πρωτεύουσα. Εκεί τελείωσα το Λύκειο και επανήλθα, μόνιμα πλέον, ως φοιτητής στο Ρέθυμνο. Τα καλοκαίρια, όμως, πάντα επιστρέφαμε στην Κρήτη. Με το να είναι και οι δυο γονείς μου εκπαιδευτικοί, κάθε χρόνο φεύγαμε από την Αθήνα για το Ρέθυμνο κατά τις 20 του Ιούνη και επιστρέφαμε στα τέλη του Αυγούστου. Σχεδόν δύομισι μήνες, δηλαδή, καλοκαιρινές διακοπές.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια, τη δεκαετία του ’70, δεν είχαμε δικό μας σπίτι και μέναμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στα Περιβόλια, εκεί που σήμερα είναι η οδός Κιλελέρ. Ήταν ένα μικρό, παλιό, διώροφο σπιτάκι, που υπολοιπόταν κατά πολύ από τις ανέσεις του σπιτιού μας στην Αθήνα, αλλά στα παιδικά μας μάτια φάνταζε σωστό παλάτι! Μια εσωτερική ξύλινη σκάλα συνέδεε τους δύο ορόφους του σπιτιού, που χωρίζονταν με ξύλινο πάτωμα με μισοδόκια. Στο ισόγειο, που αποτελούταν από έναν ενιαίο χώρο, που είχε χρήση καθιστικού και μια υποτυπώδη κουζίνα, κοιμόντουσαν ο παππούς και η γιαγιά. Στη δική μας, πενταμελή οικογένεια, είχαν παραχωρήσει τον πάνω όροφο. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, που χωριζόταν στη μέση με ένα ξύλινο, πρόχειρο, χώρισμα. Στο πρώτο μέρος, σε ένα λευκό, ξύλινο, ημίδιπλο κρεβάτι κοιμόμουν εγώ με τον αδερφό μου τον Βαγγέλη. Στο δίπλα, κυρίως δωμάτιο, κοιμόντουσαν οι γονείς μας, ενώ σε μια σιδερένια κούνια κοιμόταν ο μικρότερος αδερφός μας, ο Μάρκος.
Το σπίτι ήταν χτισμένο ακριβώς μπροστά στον αιγιαλό. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ο παραλιακός δρόμος και μόνο τα σεπέρια (αμμόλοφοι) μας χώριζαν από τη θάλασσα. Το υπνοδωμάτιο των γονιών μου είχε μια ξύλινη, βορινή πόρτα που έβλεπε στη θάλασσα. Αυτή την είχαμε μόνιμα ανοιχτή για να μπαίνει το δροσερό αεράκι της θάλασσας, αφού η ζέστη του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορη! Τις πρώτες μέρες των διακοπών μας δεν μπορούσα με τίποτα να κλείσω μάτι, ιδίως το βράδυ, αφού ο φλοίσβος του κύματος ήταν τόσο ενοχλητικός! Μερικές ημέρες μετά, απλώς με νανούριζε, ακόμα κι αν είχε φουρτούνα και τα κύματα έφταναν μόλις μερικά μέτρα από το σπίτι!
Στην αυλή υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο, ένα κολλόδεντρο, που το καλοκαίρι οι καρποί του, στο μέγεθος του κερασιού, αλλά με κιτρινομουσταρδί χρώμα, ωρίμαζαν και έπεφταν κάτω και αλίμονό σου αν τους πατούσες. Κολλούσαν στη σαγιονάρα και δεν έφευγαν με τίποτα. Είχε βέβαια μια πολύ παχιά σκιά κι αυτός, προφανώς, ήταν ο λόγος που δεν το είχαν κόψει. Ο κορμός του είχε μια έντονη κλίση, επειδή μια γερμανική βόμβα είχε πέσει δίπλα του κι έτσι είχε γείρει. Κάτω από τη σκιά του περνούσαμε όλη τη μέρα μας. Εκεί παίρναμε το πρωινό μας, εκεί το μεσημεριανό, εκεί βεγγερίζαμε το βράδυ.
Παραδίπλα στην αυλή ήταν ένα δωμάτιο που η γιαγιά μου το χρησιμοποιούσε σαν κουζινάκι. Εκεί μέσα ήταν η χαρά μου να «κουσκουτεύω», να εξερευνώ, δηλαδή, αφού εκεί είχαν αποθέσει ό,τι άχρηστο ή λιγότερο άχρηστο υπήρχε. Το ενδιαφέρον μου κέντριζε μια στίβα παλιών περιοδικών, με επικρατέστερα το «Ρομάντσο» και τη «Βεντέτα», που ή γιαγιά μου, προφανώς, τα διάβαζε και μετά τα κρατούσε χωρίς να ξέρω την αιτία.
Στην άκρη της αυλής υπήρχε η δική μας χωματερή ή ΧΥΤΑ αν προτιμάτε. Κάδοι σκουπιδιών του Δήμου δεν υπήρχαν ούτε για αστείο, οπότε εκεί εναποθέταμε τα οικιακά απορρίμματα. Όταν ο όγκος μεγάλωνε η γιαγιά μου έβαζε φωτιά και ό,τι καιγόταν κι ό,τι έμενε άκαφτο. Το πλαστικό δεν ήταν πολύ διαδεδομένο ακόμα, οπότε δεν θεωρώ ότι δημιουργούσαμε μεγάλο οικολογικό πρόβλημα. Αλλά ποιος νοιαζόταν για την οικολογία εκείνη την εποχή; Το μόνο που φοβόταν η γιαγιά και τον φόβο αυτόν είχε περάσει και σε εμάς, ήταν τα άδεια γκαζάκια. Αυτά τα απομάκρυνε από τη φωτιά για να μην σκάσουν.
Την πρώτη μέρα της άφιξής μας, μας υποδέχονταν ο παππούς και η γιαγιά. Ο παππούς μόνιμα ξιπόλυτος, αφού όλη τη μέρα ήταν στο περιβόλι και πότιζε. Τον ζήλευα πραγματικά έτσι όπως ήταν, γι αυτό κι εγώ έβγαζα από την πρώτη κιόλας μέρα τα παπούτσια μου. Όμως οι παιδικές μου πατούσες, δεν θα ήμουν πάνω από δέκα χρονών, ήταν τρυφερές και αμάθητες. Τα μικρά αγκαθάκια, που ήταν γεμάτος ο τόπος με τσιμπούσαν και περπατούσα χοροπηδώντας σαν τους Αναστενάρηδες! Μερικές ημέρες αργότερα βέβαια δεν ένιωθα τίποτα.
Στη θάλασσα πηγαίναμε ανελλιπώς κάθε μέρα. Κατά τις δέκα το πρωί ήμασταν έτοιμοι και ξεκινούσαμε οικογενειακά. Πριν φύγουμε από το σπίτι ο πατέρας φρόντιζε να γεμίσει δύο πλαστικές λεκάνες με νερό κάτω από τον ήλιο, ώστε να είναι χλιαρό κατά την επιστροφή μας για να ξεπλυθούμε. Βέβαια, πηγαίναμε στη θάλασσα ξιπόλυτοι. Παίρναμε φόρα και ανεβαίναμε γρήγορα στα σεπέρια με την καυτή άμμο και από την κορφή, με τσουλήθρα φτάναμε στην παραλία. Και βέβαια, δεν δίναμε καμία σημασία στα κρινάκια που ήταν σε αφθονία σε όλο το μήκος των σεπεριών. Καθόμασταν στη θάλασσα περίπου μέχρι τη μία το μεσημέρι. Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω τα παιχνίδια μας! Άλλωστε όλη η παραλία ήταν δική μας. Κανείς δεν μας ενοχλούσε, αφού η κάθε παρέα-οικογένεια απείχε πάνω από πενήντα μέτρα από την άλλη. Το μεσημέρι επιστρέφαμε στο σπίτι, ξεπλενόμασταν στο χλιαρό νερό της λεκάνης, τρώγαμε και μετά υποχρεωτικά μεσημεριανός ύπνος. Το απόγευμα κατά τις πέντε, πάλι θάλασσα, τουλάχιστον για δύο ώρες. Τα τελευταία χρόνια είχαμε ανακαλύψει και μια ξύλινη βαριά πόρτα, που τη χρησιμοποιούσαμε σαν θαλάσσιο στρώμα-βάρκα. Την βάζαμε στα κεφάλια μας και σαν τους ιθαγενείς με την πιρόγα, την πηγαίναμε στη θάλασσα.
Θάλασσα χωρίς ψάρεμα, βέβαια, δεν μπορούσε να διανοηθεί. Με μια μικρή πετονιά στα χέρια, δεν θα ήταν πάνω από δυο μέτρα, όρθιος, με το νερό της θάλασσας μέχρι πιο πάνω από τα γόνατα, έμαθα να ψαρεύω τα «μουρμουράκια» που ήταν κοπάδια ανάμεσα στα πόδια μας και πολλές φορές μας τσιμπούσαν κιόλας. Δόλωμα έβαζα το κόκκινο σκουλήκι που υπήρχε άφθονο μέσα στην υγρή άμμο. Έμαθα από άλλους που έβλεπα να ανοίγω μια λακούβα εκεί που σκάει το κύμα κι αυτό εμφανιζόταν από μόνο του. Η ψαριά τις περισσότερες φορές ήταν ικανοποιητική και ζωντανά ακόμα τα μικρά ψαράκια τα έβαζα σε ένα πλαστικό κουβαδάκι που είχα στην παραλία γεμάτο με θαλασσινό νερό, μέχρι να τα πάω με καμάρι της μάνας μου και να τα ρίξει κατευθείαν στο τηγάνι.
Σχεδόν καθημερινό βάσανο ήταν οι πίσσες που ήταν γεμάτη εκείνα τα χρόνια η παραλία, αφού, όπως μας έλεγε ο παππούς, τα καράβια έριχναν ανοιχτά τα καύσιμά τους και τα έβγαζε σαν πίσσα το κύμα στην αμμουδιά. Όπου και να πατούσες μετά από θαλασσοταραχή πάταγες πίσσες. Στο σπίτι, λοιπόν, ο πατέρας είχε πάντα ένα μπουκαλάκι με πετρέλαιο, μαζί με βαμβάκι και η πρώτη μας δουλειά επιστρέφοντας ήταν να καθαρίσουμε τα πόδια μας.
Το απόγευμα οι ασχολίες μας ήταν διάφορες. Πηγαίναμε συχνά και «βοηθούσαμε» τον παππού να ποτίσει το περιβόλι. Η χαρά μου, σαν μεγαλύτερος, ήταν να βγάζω το νερό με το γεράνι από το πηγάδι. Δύσκολη δουλειά που απαιτούσε δεξιοτεχνία για να πέσει, ο δεμένος με το σχοινί κουβάς, με τη σωστή πλευρά στο πηγάδι και όχι στο πλάι. Είχε, βέβαια, και μοτέρ στο άλλο πηγάδι ο παππούς. Κι εκεί μόνο εγώ πατούσα το πράσινο και κόκκινο κουμπί, μέσα στο μικρό σπιτάκι, για να ξεκινήσει και να σταματήσει η άντληση.
Και βέβαια είχαμε και τα χοχλιδάκια! Γεμάτα καλαμένιους φράχτες τα Περβόλια, για να προστατεύουν τις καλλιέργειες από τους δυνατούς ανέμους. Και πάνω στα καλάμια μυριάδες μικρά, λευκά χοχλιδάκια. Δεν χρειαζόμασταν πάνω από δέκα λεπτά να γεμίσουμε μια μεγάλη σακούλα, να τα πάμε της μάνας μας, να τα βράσει, να βάλει μπόλικο αλάτι και ξίδι και να περάσουμε όλο το βράδυ προσπαθώντας με τη οδοντογλυφίδα να τα βγάλουμε.
Και πού και πού βάζαμε τα καλά μας, καλούσαμε ταξί «στο στενό της Λαδιά» (εκεί έμενε τότε η δημοσιογράφος Εύα Λαδιά) να μας κατεβάσει στο Ρέθυμνο, στην προκυμαία. Να κάνουμε δύο-τρεις φορές πάνω κάτω την παραλία, να χαζέψουμε τους πρωτοεμφανιζόμενους τουρίστες με τα «παράξενα» ρούχα, να καθίσουμε να πιούμε κανένα αναψυκτικό ή να φάμε κανένα παγωτό και να γυρίσουμε πάλι πίσω στο «παλάτι» μας. Πάντα περνούσαμε και από το ζαχαροπλαστείο του θείου μας του Σκαρτσίλη στον Πλάτανο για να πάρουμε τις ξαδέρφες μας, τη Βάσω και τη Δήμητρα να κάνουμε μαζί τη βόλτα μας. Και πάντα τρώγαμε ένα χωνάκι παγωτό ή ένα «μπολ» ή ένα γαλακτομπούρεκο. Δεν μπορώ βέβαια να ξεχάσω και τα φρέσκα και μυρωδάτα αρτουλάκια που μας έφερνε ο πατέρας από τον φούρνο του Ζαχάρη στη Μεγάλη Πόρτα όταν κατέβαινε τα πρωινά στην πόλη για να αγοράσει τις προμήθειες του σπιτιού.
Καμιά φορά πηγαίναμε και αγοράζαμε και σουβλάκια, που τα τελευταία χρόνια έψηνε ο Μακρυγιάννης ο Αριστείδης σε μια ψησταριά έξω από το καφενείο του. Που να σημειώσω εδώ ότι ήταν και μπακάλικο. Πρώτη φορά έβλεπα όσπρια σε τσουβάλια, που τα αγόραζες με το κιλό. Στην Αθήνα πηγαίναμε και αγοράζαμε τα τυποποιημένα στα σακουλάκια.
Αρκετές φορές πηγαίναμε και στον Πλατανέ να επισκεφθούμε, βράδυ πάντα, την αδερφή της γιαγιάς μου την Αγάπη και τον άντρα της τον Ιγνάντη. Μέγας περιβολάρης ο Μικρασιάτης Ιγνάντης, είχε πάντα ένα δωμάτιο του σπιτιού γεμάτο καρπούζες που μοσχοβολούσαν. Έκοβε μία κατευθείαν και την τρώγαμε λαίμαργα εν ριπή οφθαλμού. Και μετά συνεχίζαμε μη ηλιόσπορους που φύτευε για να κάνουν σκιά αφενός στα περβολικά και αφετέρου παρέα στη συζήτηση. Σωροί στα πόδια μας τα φλούδια από τους λιόσπορους που ξεκαρπουλίζαμε όλο το βράδυ, αφού η θεία η Αγάπη έκοβε το κεφάλι του ήλιου στα τέσσερα κι έδινε από ένα κομμάτι στον καθέναν μας. Ο Ιγνάντης είχε κι ένα ποδήλατο, από αυτά τα παλιά, τα γερμανικά που λέγαμε. Η χαρά μου να το καβαλήσω και να πηγαίνω πάνω κάτω στον χωματόδρομο μπροστά στο σπίτι μέχρι να φύγουμε. Η αναχώρησή μας για τα Περιβόλια γινόταν κάπου στα μεσάνυχτα. Με τα πόδια, βέβαια, επιστρέφαμε! Με φακούς στο χέρι, δρόμο δρόμο, να παραπονιόμαστε, πότε θα φτάσουμε και αν είναι ακόμα μακριά το σπίτι μας…
Με αυτά και με αυτά περνούσαν οι καλοκαιρινές μας διακοπές στα Περιβόλια του Ρεθύμνου. Κι εκεί στα τέλη Αυγούστου που ετοιμάζαμε τις βαλίτσες μας για να επιστρέψουμε στη «βάση» μας, μια ανείπωτη θλίψη με έπιανε. Το επόμενο καλοκαίρι φάνταζε τόσο μακρινό!!!