ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένα σπίτι στο διάβα του χρόνου

0

  Τα σπίτια στη μικρή μας πόλη ήταν χτισμένα με σύστημα συνεχές. Το ένα ακουμπούσε στο άλλο και εκτείνονταν σε ύψος μέχρι τρεις ορόφους. Δεν υπήρχαν υπόγεια.

 Αιωνόβια ξύλινα δοκάρια γαντζωμένα στους χοντρούς πέτρινους μεσότοιχους στήριζαν τα σανιδένια πατώματα και ελαφρές αντισεισμικές κατασκευές (τσατουμάδες) τα διαχώριζαν σε δωμάτια. Ψηλοτάβανα, με οροφές σε διαφορετικά επίπεδα είχαν άπλετο φως και αέρα, όχι μόνο από τα παράθυρα που ήταν πολλά και μεγάλα, αλλά και από φεγγίτες.

Οι οροφές, κατασκευασμένες από λεπίδα, προφύλασσαν από τη ζέστη το καλοκαίρι και έμενε το σπίτι ζεστό το χειμώνα.

 Ξύλινες εσωτερικές σκάλες οδηγούσαν στους ορόφους και στο ταβάνι. Οι νοικοκυρές επισκέπτονταν εύκολα την ταράτσα τους, να στεγνώσουν ένα ρούχο, να ανταλλάξουν μια κουβέντα με τη γειτόνισσα, να μαζέψουν λίγο ήλιο το χειμώνα και να απολαύσουν από ψηλά τη θέα του Βρύσινα και το γαλάζιο της θάλασσας.

 Όταν το σπίτι είχε αυλή η εξώπορτα ήταν μεγάλη, διπλή, για να περνά άνετα η άμαξα και τα ζώα των ενοίκων.

 Χτισμένη από Ενετούς η πόλη, πέρασε στα χέρια των Τούρκων το δέκατο όγδοο αιώνα και δεν άλλαξε στο βασικό σκελετό της, ώσπου το 1923 περιήλθε στους  Έλληνες.

 Σε ένα τέτοιο σπίτι γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μια διπλή ξύλινη βαριά αυλόπορτα, με μπρούτζινα πόμολα και ρόπτρο άνοιγε σε μια στεγασμένη στα πρώτα μέτρα είσοδο. Ένα κατάλευκο πηγάδι, μια χειροκίνητη μεταλλική αντλία, που έριχνε νερό σε μια μεγάλη κατάλευκη μαρμάρινη γούρνα και ένα μαρμάρινο αγγείο για το πότισμα των ζώων ήταν τα πρώτα που συναντούσες.

Μια πλακόστρωτη υπαίθρια αυλή, με ένθεν και ένθεν ανθόσπαρτες αλτάνες, ένα φούλι με χοντρό λόγω ηλικίας κορμό, ένα γιασεμί και θάμνοι οδηγούσαν στην κύρια κατοικία και την αποθήκη. Δεξιά μια πέτρινη σκάλα με ξύλινη κουπαστή και κάγκελα κατέληγε σε βεράντα και την είσοδο του σπιτιού, ενώ στο τέρμα της αυλής μια διπλή, ψηλή, με γυάλινους φεγγίτες πόρτα οδηγούσε στο ισόγειο της οικοδομής.

Στο πρώτο μέρος του ισογείου, το βόρειο, στάβλιζαν τα ζώα τους οι θείοι μου ,όταν έρχονταν από το χωριό.  Το νότιο ήταν η αποθήκη μας.  Χωρίζονταν με ξύλινη πόρτα και ήταν μεγαλύτερο. Μια ημικύκλια τοξοειδής καμάρα, χτισμένη με τεράστιες σμιλευμένες πέτρες στο μέσον, δυο θολωτά καγκελόφραχτα χαμηλά παράθυρα και μια χαμηλή θολωτή πόρτα, που έπρεπε να σκύβεις για να περάσεις οδηγούσαν στην εσωτερική αυλή που ήταν κατά το ήμισυ στεγασμένη. Στο χώρο αυτό εκτρέφαμε κότες, κουνέλια και κάποτε περιστέρια που, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα τα κατοχικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. 

Η πέτρινη σκάλα οδηγούσε στη βεράντα και την είσοδο της κύριας κατοικίας. Ένας διάδρομος με δύο πόρτες στην ανατολική πλευρά οδηγούσε σε ένα μεγάλο, ψηλοτάβανο γύρω στα 5 μέτρα, άπλετα φωτιζόμενο μεσημβρινό  δωμάτιο. Ήταν δωμάτιο για όλες τις ώρες, το καθιστικό μας. Είχε δύο πόρτες, μία προς την κουζίνα και μία προς το υπνοδωμάτιο.

Η κουζίνα πλακόστρωτη, φωτεινή, με μεγάλο παράθυρο στο φωταγωγό και μια πόρτα που οδηγούσε στον στεγασμένο καμπινέ και στο νότιο υπαίθριο ταρατσάκι. Ήταν απόλαυση να ακουμπάς στην ξύλινη κουπαστή, στο κάγκελο και να παρακολουθείς από ψηλά την κλώσα να βόσκει τα κοτοπουλάκια της, τα περιστέρια να ερωτοτροπούν  και τα κουνελάκια να λιάζονται στη γωνιά.

 Ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση  χωρούσε άνετα τα 7 μόνιμα μέλη της οικογένειας και ακόμα άλλα δύο συγγενικά, που δεν έλειπαν από την καθημερινή μεσημεριανή μας μάζωξη. Στο βάθος η παραστιά τριών πήλινων τσουκαλιών, η πιατοθήκη στη γωνιά και δίπλα ο μαρμάρινος ευρύχωρος νεροχύτης, με το ντεπόζιτο και τη βρυσούλα του. Νερό για τη λάτρα της κουζίνας είχαμε πάντα άφθονο από το πηγάδι, ενώ πόσιμο νερό παίρναμε κάθε πρωί από την βρύση της πλατείας. Η μεταφορά του νερού ήταν αποκλειστικό έργο των παιδιών.

 Πρωί-πρωί πηγαίναμε τα άδεια λαγήνια στη βρύση της πλατείας. Τα τοποθετούσαμε στη σειρά  με τα άλλα λαγήνια της γειτονιάς, για να παίρνουμε προτεραιότητα. Το νερό ερχόταν γύρω στις οχτώ. Ξυπνούσαμε όμως πολύ ενωρίτερα για να προλάβουμε να φέρουμε νερό στο σπίτι πριν πάμε Σχολείο.

Το μαγείρεμα γινόταν στην παραστιά με ξύλα. Οι γκαζιέρες έκαναν την εμφάνισή τους αργότερα. Κάτω από την παραστιά ήταν προσεκτικά  στοιβαγμένα τα καυσόξυλα και το αγκάθι για προσάναμμα. Στη γωνιά ένα πιθάρι σκεπασμένο είχε το λάδι και δίπλα το ψυγείο του πάγου. Ένα παραπάνω πρόβλημα για τη σπιτονοικοκυρά ήταν και η μεταφορά κάθε πρωί της παγοκολόνας. Δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί τα ηλεκτρικά ψυγεία. Στον απαραίτητο εξοπλισμό κάθε κουζίνας ήταν και η κλούβα με τη σήτα για να προστατεύονται οι τροφές, που κρεμόταν στο γάντζο της οροφής.

Η μεγάλη παλιά σανιδένια πόρτα που επικοινωνούσε η κουζίνα με το υπόλοιπο σπίτι έκλεινε μόνο όταν η μαμά τηγάνιζε…

Το πρώτο δωμάτιο μπαίνοντας από το διάδρομο ήταν το μεγαλύτερο του σπιτιού, είχε δύο βορεινά παράθυρα που έβλεπαν στη βεράντα και ήταν το σαλόνι μας. Η δεύτερη πόρτα ήταν του υπνοδωματίου, που είχε πόρτα και στο καθιστικό μας.

Ήταν ένα σπίτι σίγουρα μικρό για την πολυάριθμη οικογένεια. Αυτό ήταν φανερό, όσο τα παιδιά μεγάλωναν. Με τη σώφρονα καθοδήγηση από τους γονείς, τη σωστή εκμετάλλευση του χώρου και κυρίως με την άπλετη ανεκτικότητα και καλή διάθεση όλων των μελών της οικογένειας, ο καιρός περνούσε χωρίς  παράπονα και μεμψιμοιρίες. Όλα τα δωμάτια της κύριας κατοικίας γίνονταν τη νύχτα και υπνοδωμάτια. Σε όλα υπήρχαν κρεβάτια, που εξαφανίζονταν την πρωτοχρονιά και σε άλλες χρονιάρες ημέρες, όπως του Ευαγγελισμού και μέρες, που είχαν την ονομαστική γιορτή τους ο μπαμπάς, η αδελφή και τα άλλα μέλη της οικογένειας.

 Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοικτό. Δεχόμαστε πάντα επισκέψεις. Όλη η γειτονιά, συγγενείς και φίλοι έρχονταν έπαιρναν το πρώτο μικρό γλυκό τους, το λικέρ ή τσικουδιά, αργότερα το μεγαλύτερο γλυκό ή τυλιγμένη την σοκολάτα τους και έφευγαν με την άφιξη του επόμενου επισκέπτη. Η σάλα όλο το απόγευμα δεν έμενε χωρίς επισκέπτη. Η συνήθεια να κουβαλά ο επισκέπτης μαζί του και μια κούτα σοκολάτες δεν υπήρχε τότε. Μόνο αν είχε προγραμματιστεί και ένα μεζεδάκι το βράδυ, τότε οι προσκεκλημένοι έρχονταν αργά και συνήθως κρατούσαν ένα γλυκό ή άλλο δωράκι.

 Τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μαζί με όλα τα άλλα κακά, άλλαξαν και τη χρήση του ισογείου. Το καζάνι που υπήρχε στο ισόγειο, στη γωνιά για να βράζει το νερό για την μπουγάδα του πλυσταριού έγινε μεγαλύτερο και η δροσερή αποθήκη μετατράπηκε σε τυροκομείο. Κατασκευάστηκαν  πάγκοι μεγάλοι, καλούπια για την κατασκευή τυριών, ράφια για την τοποθέτηση και ωρίμανσή τους, κεσέδες πήλινοι και κεσεδάκια για την κατασκευή γιαουρτιού, βαρέλια και άλλα χρειώδη. Η αυλή απέκτησε άλλη ζωντάνια. Η οικογένεια σύσσωμη με την καθοδήγηση του πατέρα στρώθηκε στη δουλειά. Τα μεγαλύτερα παιδιά πρόσφεραν αρκετό έργο, χωρίς αυτό να επηρεάζει απογοητευτικά την πρόοδό τους στο σχολείο.

 Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, η προστασία της ασφάλειας τους οδήγησε στην απόφαση να αφαιρεθεί η εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ταβάνι. Η μητέρα μας στερήθηκε την απόλαυση του καφέ και την κουβεντούλα με τη γειτόνισσα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά δεν ξέρω αν επιτεύχθηκε. Τα παιδιά βρίσκαμε τρόπους να σκαρφαλώνουμε στα ταβάνια.

 Είχαμε ο καθένας τις προτιμήσεις του. Το καλοκαίρι μου άρεσε να απομονώνομαι κάτω από το θολωτό της υπαίθριας σκάλας. Η κατασκευή μιας λιλιπούτειας πόλης με οδικό δίκτυο, υδραγωγείο, σπίτια και κατοίκους τζιτζίκια που θήρευα ήταν αυτό που με απορροφούσε τα ζεστά μεσημέρια, ενώ τις ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές ηλιόλουστες ημέρες έτρεχα σαν κασκαντέρ στον μαντρότοιχο που χώριζε την αυλή μας από την αυλή του γείτονα και αποσυρόμουν στο μικρό ταρατσάκι πάνω από το στέγαστρο της εισόδου.

 Ο αδελφός μου, περίπου 8 ετών, όταν γινόταν εργασίες συντήρησης και βελτίωσης στο ισόγειο και την αυλή του σπιτιού, πήδησε πάνω στην άμμο από τη στέγη, εξ μέτρα περίπου, για να προσποιηθεί τον αθλητή, χωρίς ευτυχώς συνέπειες.  

 Τα χρόνια περνούν. Όλα αλλάζουν. Δεν είχα την εύνοια να ζω στο αγαπημένο μου Ρέθυμνο. Κάθε φορά που το επισκέπτομαι δεν παραλείπω να περάσω από το πατρικό μου. Ο ιδιοκτήτης του τώρα είναι ανιψιός μου αγαπημένος. Ο χώρος  αλλάζει. Άλλα τα κτίσματα, άλλη η χρήση τους, άλλη η όψη της γειτονιάς. Τα σπίτια έγιναν  ξενοδοχεία και studios, έγιναν και ταβέρνες. Η είσοδος του σπιτιού μου σώζεται. Τη μεγάλη αυλόπορτα δεν την περνούν πια τα ζώα των θείων μου. Πανύψηλοι νέοι και καλλίγραμμες τουρίστριες όλων των φυλών, οικογένειες άγνωστες και φοιτητές είναι οι ένοικοι της γειτονιάς.  Έριξα και μια ματιά. Υπάρχει ακόμα εκεί ψηλά το γωνιακό πελέκι με το μονόγραμμά μου: Α Β Σ 1945.  Το σκάλισα παιδί της τετάρτης Δημοτικού. Ιούνη του 45. Τότε που οι τελευταίοι Γερμανοί κατακτητές  αποχωρούσαν από το νησί μας. Τότε μπορούσα να τρέχω πάνω στον υψηλό μαντρότοιχο, τώρα τον θυμάμαι με νοσταλγία.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ