ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Κινήσεις αμάχων

0

Τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα στην ανατολική πλευρά της Ηπείρου μας και οι εικόνες βίαιης απομάκρυνσης οικογενειών από τις εστίες τους, οδηγούν τη μνήμη σε ανάλογα πολεμικά γεγονότα με πρωταγωνιστές εμάς τους Έλληνες.

 Οι γονείς μας έζησαν τη φρίκη της μικρασιατικής καταστροφής. Εμείς, οι παλαιότεροι την Ιταλική φασιστική επίθεση και την κατάληψη της χώρας μας, από τον σιδερένιο Γερμανικό στρατό. Πώς να ξεχάσεις τις σειρήνες του σαράντα… Το καταφύγιο που τρέχαμε παιδιά της πρώτης Δημοτικού… Τις μανάδες μας να ανταγωνίζονται ποια θα πλέξει γρηγορότερα το πουλόβερ για τους φαντάρους στο Αλβανικό μέτωπο.

 Τον ενθουσιασμό της χώρας μας το 40 διαδέχθηκε η καταχνιά της άνοιξης του επόμενου έτους. Ο δικέφαλος ιανός, το Μάη του 41 ήταν ορατός και στο τελευταίο προπύργιο της χώρας μας την Κρήτη. Τα σχολεία έκλεισαν. Οι συμπολίτες μας για μεγαλύτερη ασφάλεια εγκατέλειπαν μαζικά τα σπίτια τους και έφευγαν σε συγγενικά τους πρόσωπα στα χωριά.

Εμείς, επταμελής οικογένεια με πέντε παιδιά, όλα της πρώτης δεκαετίας  της ζωής τους, πήγαμε στην αδελφή της μητέρας μας στο Άδελε. Το σπίτι ήταν χτισμένο στο άκρο του χωριού, με αυλή και μεγάλο περιβόλι. Στα βορεινά εκτείνονταν ελαιώνες, στη συνέχεια αμπελώνες και μποστάνια που κατέληγαν στην πλατιά αμμουδιά και το πέλαγος.

  Οι συγχωριανοί έλεγαν ότι είχε αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο να γίνει απόβαση του εχθρού από τη θάλασσα. Θα έλθει έλεγαν, από τον αέρα. Εξηγούσαν και τον τρόπο που όφειλαν να αμυνθούν. Οι νέοι του χωριού, όσοι πρόφτασαν να επιστρέψουν από την Αλβανία, οπλισμένοι με όσα όπλα διέθεταν ακροβολίστηκαν και έπιασαν ο καθένας ένα δένδρο, ένα κατσόπρουνο στον κάμπο.

Δόθηκαν και σε μας, τον άμαχο πληθυσμό οδηγίες. Ο θείος Κωστής είχε πάντα στο σπίτι ένα περίστροφο. Η θεία Κατίνα έβαλε στη μέση της τον ''μπασαλή'', ένα Κρητικό μαχαίρι με φιλντισένια λαβή και η μαμά πήρε στο χέρι της την ''κοπανίδα'' της μπουγάδας. Όλοι ήμασταν έτοιμοι, για την περίπτωση που ένας αναπάντεχος επισκέπτης θα έπεφτε από τον ουρανό στο περιβόλι μας.

Ο καιρός ήταν υπέροχος. Το βράδυ ο έναστρος ουρανός ευνοούσε την παραμονή μας στο ύπαιθρο. Στρώσαμε κουβέρτες και πέσαμε για ύπνο κάτω από τρεις μεγάλες μανταρινιές. Μας ξύπνησαν πυροβολισμοί ασταμάτητοι και τα ουρλιαχτά των στούκας που άρχισαν αξημέρωτα τις εφορμήσεις τους. Σε λίγο ο τρόμος των επιθετικών αεροπλάνων και οι ριπές πυροβολισμών εκόπασαν, ενώ τεράστια αεροπλάνα με βόμβο βαρύ, πετώντας πολύ χαμηλά, άδειαζαν πάνω από τα κεφάλια μας ανθρώπους, που μετατρέπονταν αμέσως σε λευκές αιωρούμενες ομπρέλες, που οδηγούνταν από τον αέρα στον κάμπο. Εκεί τους περίμεναν κρυμμένοι οι νέοι της περιοχής. Εκεί έγινε το μακελειό.

Το δειλινό οι σκηνές στην είσοδο του χωριού ήταν συγκλονιστικές. Οι μαχητές γύριζαν στα σπίτια τους φορτωμένοι ο καθένας με πέντε έξι όπλα στους ώμους. Οι άμαχοι, τα γυναικόπαιδα τους υποδέχονταν στο  καλντερίμι, στην κατηφόρα στην είσοδο του χωριού, κάτω από την καμάρα, σαν σε αψίδα.

Μαζευτήκαμε όλοι οι κάτοικοι του χωριού κάτω από μια γέφυρα. Γύρω περιφρουρούσαν νέοι συγχωριανοί οπλισμένοι. Στο βάθος ένας αιχμάλωτος Γερμανός αξιωματικός καθόταν στο πεζούλι υπό την επιτήρηση ένοπλων παλληκαριών. Κάποιοι από τους συγχωριανούς πλησίασαν να τον χλευάσουν ή να τον χτυπήσουν. Μια δυνατή φωνή τους σταμάτησε λέγοντας σε οπλισμένους και αόπλους ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν αιχμάλωτος και όφειλαν να τον σεβαστούν.

 Ο κοινοτάρχης ανακοίνωσε τα δυσάρεστα: ‘’Οι Γερμανοί από τα Ανατολικά κινούνταν προς την περιοχή μας''. Στο σπίτι η κουβέντα στράφηκε στα απαραίτητα: Έπρεπε να σώσουμε τους εαυτούς μας και όσα από τα υπάρχοντά μας μπορούσαμε. Σκάψαμε ένα λάκκο στο περιβόλι και βάλαμε ένα πήλινο δοχείο με το περίστροφο και ότι τιμαλφή είχαμε. Αυτό έγινε ενώπιον όλων των μελών της οικογένειας. Τα παιδιά ήμαστε παρόντες σε όλα όσα έγιναν. Όλοι ξέραμε και αυτό θα έμενε μεταξύ μας. Κανείς τότε δεν ήξερε ποιοί θα επιζούσαν από την επικείμενη καταστροφή.

 Η αγωνία ήταν στο κατακόρυφο, όταν η πόρτα του σπιτιού χτύπησε αφύσικα δυνατά. Ήταν η πρώτη Γερμανική περίπολος. Μπήκαν στο σπίτι με προτεταμένα τα όπλα. Ο επικεφαλής της περιπόλου με πιστόλι στο χέρι και σκληρή, επιτακτική φωνή μίλησε προς όλους στη γλώσσα του και από τις απότομες κινήσεις του καταλάβαμε ότι έπρεπε να μαζευτούμε στη γωνιά. Μείναμε όλοι μπροστά στο τζάκι ακίνητοι. Πρώτος στάθηκε ευθυτενής ο σπιτονοικοκύρης θείος Κωστής με την παραδοσιακή Κρητική ενδυμασία του. Ήταν μόνιμα βρακοφόρος ο θείος Κωστής. Τελευταίος στη σειρά ο πατέρας, με τον ασαράντιστο Βενιαμίν της οικογένειας στην αγκαλιά του. Ενδιάμεσα η θεία Κατίνα με τη μαμά και εμείς τα παιδιά κολλημένα το ένα στο άλλο και ο Γερμανός επικεφαλής απέναντί μας με το πιστόλι στο χέρι. Οι στρατιώτες οπλισμένοι διασκορπίστηκαν στα δωμάτια και άνοιγαν με θόρυβο όλα τα ντουλάπια και τις κασέλες του σπιτιού. Δεν βρήκαν τίποτε ''ύποπτο'' και προχώρησαν προς την έξοδο.  Ο επικεφαλής αξιωματικός με το όπλο του τώρα εστραμμένο στο έδαφος,  πλησίασε τον πατέρα μου, θώπευσε το μάγουλο του μικρού Βαγγέλη και ακολούθησε τους στρατιώτες του. Εμείς μείναμε για αρκετή ώρα  κοιτάζοντας άναυδοι ο ένας τον άλλο.

 Η παραμονή της οικογένειας στο Άδελε ήταν πια ανασφαλής. Το χωριό ήταν πεδινό. Τα ορεινά χωριά θεωρήθηκαν περισσότερο ασφαλή και αποφασίστηκε η οικογένεια να μετακινηθεί στο πατρικό μας χωριό, την Καρέ. Ξεκινήσαμε νύχτα με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με τα απαραίτητα και με τα πόδια, ακολουθώντας πέτρινα μονοπάτια κατευθυνθήκαμε προς νότο. Βραδιαστήκαμε στο μέσο της διαδρομής σε ένα μικρό χωριό τα Χάρκια. Ο πατέρας είχε μια γνωστή οικογένεια στο χωριό αυτό και αποφάσισε να μείνουμε σ’ αυτούς για ένα υπνάκο. Ανεβήκαμε θυμάμαι μια κρεμαστή ξύλινη σκάλα και περάσαμε μέσα από ένα ορθογώνιο άνοιγμα σε μια χαμηλοτάβανη σοφίτα με σανιδένιο πάτωμα. Πάνω στις σανίδες αυτές ξαπλώσαμε όλοι στρωματσάδα. Κοιμήθηκα, αλλά στον ύπνο μου έβλεπα όνειρο ότι συνεχίζαμε να περπατάμε. Την επομένη, όταν μπήκαμε πάλι στο δρόμο για την Καρέ, καλά-καλά δεν είχα ακόμα ξυπνήσει. Περπατούσα κοιμώμενος... Ποτέ δε μπόρεσα να ξεκαθαρίσω αν το όνειρο που έβλεπα πάνω στη σοφίτα ήταν άλλο από αυτό που ζούσα στην πραγματική πορεία αυτής της διαδρομής.

Στην Καρέ είχαμε πολλούς συγγενείς. Βρεθήκαμε σε ένα ζεστό περιβάλλον. Οι κατακτητές δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί. Η ζεστή αγκαλιά του παππού, οι θείοι, οι θείες , τα ξαδέλφια, οι συγχωριανοί και οι διάλογοι μαζί τους σε έκαναν να ξεχάσεις τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα που έζησες. Δεν μείναμε πολύ στην Καρέ. Αρκετά όμως για να αφήσει τα ίχνη της. Ο πατέρας μόλις εγκατασταθήκαμε, αμέσως την επομένη αξημέρωτα κίνησε για το Ρέθυμνο. Μέτρησε τα πράγματα, την καταστροφή που είχε και προσωπικά υποστεί και πήρε την απόφαση να δραστηριοποιηθεί χωρίς  καθυστέρηση. Λίγες ημέρες έμεινε μόνος στην βομβαρδισμένη έρημη πόλη και όταν έκρινε ότι δεν υπήρχε πια κίνδυνος για την οικογένειά του ήλθε στην Καρέ και μας έφερε πίσω στο σπίτι μας στο Ρέθυμνο.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ