Για την παλιά εποχή οι σημερινοί ηλικιωμένοι όπου βρεθούν συνέχεια δηλώνουν ότι δεν θέλουν να την αναφέρει κανείς στην παρέα του αλλά ούτε και στα όνειρα τους δεν επιθυμούν να την βλέπουν γιατί έρχονται στην μνήμη τους όλα τα βαριά βιώματα που έχουν περάσει από μικρά παιδιά και μεγάλοι που γίνανε. Μερικοί στην παρέα που το ξεχνούν και όταν αρχίσουν να αναφέρουν γεγονότα που περάσανε αμέσως οι άλλοι τους σταματούν γιατί θα τους χαλάσει το κέφι που έχουν και για να μπορούν να ανοίξει η όρεξη τους για ότι προκύψει αργότερα να το ευχαριστηθούν.
Μετά από λίγο ένας πήρε τον λόγο και είπε στην παρέα του. Αν κάποιος της παρέας μας αναφέρει κάποιο δικό του βίωμα εγώ αμέσως θα φύγω. Προσπαθώ να ξεχάσω τα δικά μου και θα φορτώσω το κορμί μου και όλων των άλλων; Έτσι το τηρήσανε και λέγανε όλοι μόνο αν είχανε κάποιο χαρούμενο για να χαρούν και να γελάσουν αλλά και να το συγκρίνουν με αυτά της νέας εποχής που είναι καλύτερα.
Σχεδόν οι ίδιοι ήτανε κάθε φορά που κάνανε την συνάντησή τους σε γνωστό προάστιο της πόλης μας και σε γνωστό στέκι που συχνάζουνε κα άλλοι ηλικιωμένοι και μικρότερης ηλικίας για να περάσει η ώρα τους αφού έχουν σταματήσει να εργάζονται λόγω ηλικίας.
Στην πρόσφατη συνάντηση που κάνανε μετά από λίγη ώρα ο κύριος Μανούσος Θ. πήρε τον λόγο και είπε για ένα γάμο που είχε γίνει στην γειτονιά του πριν δύο χρόνια που ο γαμπρός ήτανε λίγο συγγενείς του αλλά πριν λίγες ημέρες έμαθε ότι χωρίσανε για λόγους οικονομικούς και αμέσως πρόσθεσε: Αυτά που συμβαίνουν στην τωρινή εποχή, στην δική μας δεν γινότανε. Πιστεύω ότι ο γάμος με το προξενιό που γινότανε στην εποχή μας ήταν καλύτερα και δεν χαλούσε ποτέ. Σήμερα δεν ρωτούν καθόλου τους γονείς τους και μόνοι τους χωρίζουν. Εκείνη την ώρα πάλι θυμήθηκε για ένα γάμο ιδιαίτερης σημασίας που είχε το ίδιο αποτέλεσμα του χωρισμού και είπε ακριβώς: όπως είπα στην εποχή μας ο γάμος γινότανε μόνο με προξενιό και με απαγωγή αν δεν δίνανε την κοπελιά οι γονείς της και όλοι είχανε τις επιτυχίες τους.
Αν κάποιος είχε αποτυχία δεν χωρίζανε αλλά το κρατούσανε μυστικό για να μην γίνουν σχόλια στα σόγια τους. Αφού έχουμε χρόνο και για να περάσει η ώρα μας θα σας πω για ένα προξενιό που είχε γίνει και παντρεύτηκε από το χωριό μας ένας νέος που το θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήτανε οι γονείς του φίλοι μου και γείτονές μου: ο γαμπρός είχε βάλλει στο μάτι μια κοπελιά από την μικρή της ηλικία από το διπλανό χωριό που ήτανε όμορφη και πλούσια. Όταν γύρισε από το στρατό είπε στον πατέρα του το γεγονός και ότι είναι καιρός να παντρευτεί. Ο πατέρας του δέχτηκε και αμέσως κάλεσε τον προξενητή και τον ενημέρωσε για το προξενιό που θα αναλάβει για τον ίδιο και του είπε: Γιώργο θα πας στο χωριό που είναι δίπλα μας, στο σπίτι του Παναγιώτη Κ. και θα ζητήσεις την κόρη του την Χαρίκλεια για εμένα. Πράγματι πήγε το βράδυ και κτύπησε την πόρτα του σπιτιού και όταν άνοιξε μπήκε μέσα και είπε στους γονείς της ότι ήρθα για προξενιό για την κόρη σας, την Χαρίκλεια για τον χωριανό μου και φίλο μου Μανώλη Τ. μετά από το κέρασμα που κάνανε του είπανε ότι θα το σκεφτούμε και έλα αύριο το βράδυ να σου απαντήσουμε.
Την άλλη μέρα πήγε κεφάτος ο προξενητής να πάρει την απάντηση και αντίκρισε καλοστρωμένο τραπέζι με μπόλικο κρέας και κρασί. Από αυτό κατάλαβε ότι θα πάρει θετική απάντηση. Τρώγοντας και πίνοντας είπε ο πατέρας της: Εγώ θα την δώσω την κοπελιά μου στον Μανώλη και με όλη την προίκα και τα λεφτά που της αναλογούνε αλλά θέλω να περάσει καλά μαζί του γιατί αλλιώς εσύ θα έχεις ευθύνες μαζί μου αν αποτύχει. Όμως θέλω να μου πεις και τι δουλειά κάνει ο γαμπρός για να καταλάβω αν περάσει καλά στα χέρια του.
Αυτός του απάντησε ότι είναι ο καλύτερος Σουλατσαδόρος και τοκιστής στο χωριό μας. Μόλις άκουσε καλά το τελευταίο: τοκιστής ενθουσιάστηκε ότι θα τοκίζει τα λεφτά που θα του δώσει και θα γίνει πλούσιος γρήγορα. Φύγε αμέσως του είπε να του πεις ότι δέχομαι και παρουσία σου να τα πούμε όλα με την οικογένειά του και να ορίσουμε γρήγορα κα τον γάμο.
Έγινε ο γάμος πήρε την προίκα και τα λεφτά και ζούσανε στο σπίτι του γαμπρού. Ο γαμπρός όμως είχε πολλά χρέη και με τα λεφτά της προίκας σιγά-σιγά τα ξεχρέωσε για να μην το καταλάβει η γυναίκα του και μείνανε λίγα για να περνούν. Όμως και αυτά σε ένα χρόνο τελειώσανε και δεν είχανε να τρώνε. Το έμαθε ο πατέρας της Χαρίκλειας και αμέσως έστησε μποσκάδα στον προξενητή έξω από το σπίτι του για να τον κτυπήσει για τα ψέματα που του είπε αλλά τυχαία περνούσε ο χωροφύλακας και τον έκανε τσακωτό και τον πήγε στον Σταθμάρχη. Από εκεί και μετά είπε δεν έμαθα τι απόγινε. Αυτά είχα να σας πω και φύγανε όλοι για τα σπίτια τους.
Τελειώνοντας για όσα αναφέραμε για τους γάμους της παλιάς εποχής έχουμε ακόμα να προσθέσουμε για τους νέους μας που έρχονται σήμερα να ανοίξουν τις δικές τους οικογένειες. Πρώτα να σκέπτονται τα παιδιά τους και μετά εμάς που θέλουμε όταν θα φύγουμε από την ζωή να είμαστε ευχαριστημένοι και ότι οι κόποι μας δεν πήγανε χαμένοι. Αφού κάνουνε αυτή τη σκέψη δεν θα χωρίζουνε ποτέ.