Το παρελθόν που αφήσανε πίσω τους αρκετοί ηλικιωμένοι που είναι σήμερα στη ζωή δεν το ξεχνούν. Λένε ότι ακόμα σηκώνουμε το βαρύ φορτίο από τα πολλά βιώματα που περάσαμε από όταν γεννηθήκαμε και δεν έχουνε ελπίδες ότι μία ημέρα θα συναντήσουνε καλύτερες ημέρες να ηρεμήσει το κορμί τους. Όλοι θυμούνται το χωριό τους που είχανε μεγαλώσει. Δεν ξεχνούν τους γονείς τους που κάθε ημέρα ήτανε στα χωράφια να βόσκουν τα πρόβατά τους να καλλιεργούν τα σπαρτά, να τα θερίσουν, να τα αλωνίζουν και να φυτεύουν τα λαχανικά τους στα περβόλια και το αμπέλι τους. Το ίδιο δεν ξεχνούν τα ζώα τους «προβατίνες, κατσίκες» που τρώγανε το γάλα, το τυρί, το κρέας και την προβιά που κάνανε το τουλουμοτύρι κ.λπ. Μα είναι δυνατόν να ξεχάσουνε και τους καφενέδες του χωριού τους με το τεζάκι που είχε επάνω το μπουκάλι της ρακής, ένα κουτί λουκούμια και ένα κουτί με τσιγάρα. Επίσης δίπλα το τζάκι να ψήνει ο καφετζής τους καφενέδες, τα καθίσματα από άρτικα και ξύλινα και τα ξύλινα τραπέζια. Εκείνο που πιο πολύ δεν ξεχνούν είναι και ο γάιδαρός τους που τους βοηθούσε σε όλες τις εργασίες χειμώνα –καλοκαίρι.
Μόνο τα βράδια και τις γιορτές οι άνδρες συνηθίζανε να πηγαίνουν στους καφενέδες για καφέ –ρακή και να αγοράσουν τσιγάρα για να έχουν κοντά στις εργασίες τους. Αν είχανε χρόνο κάνανε μεταξύ τους αστεία για να ξεχνούν την κούραση και τα βάσανά τους.
Δεν τους φθάνανε όλα τα παραπάνω βιώματα που ζήσανε για τόσα πολλά χρόνια απρόοπτα τους ήρθε και άλλο μεγάλο φορτίο στην πλάτη τους να βιώσουνε και την γερμανική κατοχή. Περισσότερα σημάδια άφησε στα βασανισμένα κορμιά όλων. Οι ελπίδες για καλύτερη ζωή άρχισε να χάνεται από όλους. Όμως αντέξανε και σε αυτά τα λίγα χρόνια που κράτησε και μετά που φύγανε πήρανε μεγάλη ανάσα ότι κάτι το καλύτερο θα γνωρίσουν μπροστά τους. Είχανε πίστη όπως λέγανε στην θεία δύναμη και δεχθήκανε την βοήθειά της.
Η υπομονή και η επιμονή τους έφερε να φύγουν από τα αυτοσχέδια μέσα και να γνωρίσουν τα καλύτερα της νέας τεχνολογίας και τους φέρανε στην πρόοδο που επιθυμούσανε. Συγχρόνως οι γονείς των οικογενειακών φροντίσανε τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα – τέχνες και σε όλα τα επαγγέλματα που θα ακολουθήσουν για να έχουν πρόοδο και για να φύγουν από την παλιά βασανισμένη και τυραννισμένη ζωή. Αυτά τα παιδιά είναι σήμερα οι ηλικιωμένοι που τα διηγούνται με πίκρες και με αναστεναγμούς για να τα σεβαστούν και τα δικά τους προκειμένου να κυκλοφορούν μέσα στην κοινωνία που είχανε όνειρο να τα δούνε.
Σίγουρα αυτή η σκληρή δοκιμασία τους κράτησε δυνατούς να τα λένε χωρίς να σταματούν για να τα πιστέψουν. Η καλή τους τακτική και το καλό τους κουμάντο τους έφερε σήμερα να είναι με επιχειρήσεις και με ευπρεπή επαγγέλματα και οι ίδιοι με συντάξεις να κυκλοφορούν στην κοινωνία χωρίς ντροπή ότι τα βρήκανε έτοιμα από άλλους.
Σήμερα η ηλικία τους αναγκάζει να κάνουνε παρέα με αυτούς που ζήσανε όλη αυτή την περιπέτεια στη ζωή τους για να απολαμβάνουν την ξεκούραση με τον καφέ που τους φέρνει στο μυαλό τους όλες τις αναμνήσεις που έχουν βιώσει.
Για όλα τα παραπάνω βιώματα και για πολλά άλλα μας τα κάνετε γνωστά, πρόσφατα οι πέντε ηλικιωμένοι που συναντήσαμε στο κοσμικό καφενείο στην Καλλιθέα κοντά στον Άγιο Γεώργιο. Όλοι τους ήτανε χαρούμενοι και γελαστοί αλλά ο ελληνικός καφές που απολαύσανε τους ανάγκασε η σκέψη τους πάλι να ταξιδέψει στην παλιά εποχή για ορισμένα αυτή τη φορά χαρούμενα βιώματα που παραμένουν άγνωστα και στη συνέχεια γίνανε παροιμίες και συνήθειες αλλά δεν γνωρίζουν το νόημα τους. Έτσι θυμηθήκανε αρκετά από αυτά αλλά δόθηκε το δικαίωμα να πει ο κ. Κυριάκος ένα δικό του που το γνώριζε από όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και το είπε: ότι ένας βοσκός είχε πει στον καφετζή της γειτονιάς του ότι την παραμονή της Παναγίας θα σφάξει τρεις προβατίνες να τις πουλήσει και όποιος θέλει να αγοράσει κρέας αλλά να το δηλώσει. Ο κ. Νικόλας που είχε μεγάλη οικογένεια δήλωσε ότι θα πάρει μια ολόκληρη και όταν θα την φέρει θα έρθει να την πάρει. Όμως επειδή άργησε υπήρχε κίνδυνος να πάνε μύγες στο κρέας και την έβαλε μέσα σε μια σακούλα «σακί» για να προστατευθεί και τον περίμενε. Στο καφενείο ήτανε μια παρέα και συνεννοηθήκανε να του κάνουνε πλάκα (αστείο). Ένας λοιπόν έβαλε μέσα σε μια άλλη σακούλα μια μεγάλη κίτρινη κολοκύθα, την φόρτωσε στο γάιδαρό του και την πήγε στο σπίτι του. Τον φώναξε από τον δρόμο: Νικόλα, σου έφερα την προβατίνα που παρήγγειλες, έλα να την πάρεις. Πήρε το σακί, το άνοιξε και είδε την κολοκύθα. Κατάλαβε ότι του κάνανε πλάκα και δεν θύμωσε αλλά του είπε:
«Καλό αστείο μου κάνατε δεν θυμώνω μέρες που είναι. Μετά γύρισε ο ίδιος πίσω και του πήγε την κανονική προβατίνα στο σακί και τον κάλεσε μέσα στο σπίτι και τον κέρασε χαρούμενος. Μετά έμεινε να το λένε ως συνήθεια: μια προβατίνα στο σακί και όταν το μάθανε στα άλλα χωριά κάνανε και αυτοί το ίδιο αλλά ορισμένοι που δεν είχανε κολοκύθες και λέγανε, «μακάρι εμένα να μου βάζανε δυο που δεν έχω». Τελειώνοντας την παρέα όλοι τους μείνανε ευχαριστημένοι από αυτό το αστείο και μείνανε σύμφωνοι ότι συνέχεια θα λένε χαρούμενα βιώματα για να γελούνε και για να ξεχνούνε την κούραση και την φτώχεια τους.
Σήμερα αυτή την συνήθεια καθόλου δεν την λένε οι νεότεροί μας αφού εμείς δεν τους έχουμε ενημερώσει για να την γνωρίζουν.