Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Γι’ αυτό όπως μας διδάσκει η παροιμία από το καλοκαίρι και το φθινόπωρο κάθε χρόνο την παλιά εποχή η κάθε οικογένεια ενδιαφερότανε να προμηθεύεται από την ύπαιθρο τα ξύλα που είχε ανάγκη για το τζάκι της προκειμένου να εξασφαλίζει την θέρμανση του σπιτιού της και για το καθημερινό μαγείρεμά της. Έτσι ο κάθε οικογενειάρχης ξεκινούσε α πό το σπίτι του μαζί με τον γάιδαρό του για το χωράφι του να κόψει από άγρια δέντρα τα ξύλα που ήθελε να έχει για τον χειμώνα. Όταν δεν είχε άλλες εργασίες έφευγε αφού έπαιρνε μαζί του τα εργαλεία που είχε για να τα κόψει και για να τα τεμαχίζει. Αυτά ήτανε: το μανάρι «τσεκούρι, μεγάλο και μικρό και ο σάρακας (πριόνι) μεγάλος και μικρός. Τα έκοβε πρώτα από το δέντρο με την μανάρα ή με τον σάρακα ανάλογα πως τον διευκόλυνε ή αν είχε και από τα δύο μέσα, αλλιώς με το ένα.
Στη συνέχεια τα τεμάχιζε με τα μικρότερα μέσα του ενός ή του άλλου. Ορισμένοι είχανε μόνο το ένα από τα δύο εργαλεία γιατί δεν είχανε χρήματα να τα αγοράσουν ή όταν τα στυλιάρα τους είχανε σπάσει οπότε κάνανε τον τεμαχισμό τους με το ένα. Προτιμούσανε να τα κόβουν σε μεγάλο μήκος για να μπορούν να τα φορτώνουν στα σαμάρια του γαϊδάρου ή του μουλαριού για να τα πάνε στην αυλή του σπιτιού τους που εκεί τα τεμαχίζανε σε μικρότερα για να χωρούν στο τζάκι τους. Τηρούσανε με ακρίβεια όταν τα κόβανε από τα δέντρα να είναι λίγωση του φεγγαριού για να προσφέρουν δυνατή φλόγα. Τον χειμώνα ανάβανε το τζάκι τους με αρκετά ξύλα για να ζεσταίνονται και συγχρόνως εκεί μαγειρεύανε οι νοικοκυρές το φαγητό της οικογένειάς τους. Όταν έφευγε το κρύο του χειμώνα είχανε άλλο τζάκι στην αυλή για να εκτελούν το μαγείρεμά τους, τα δε τσεκούρια και τα πριόνια τα κρεμούσανε στον τοίχο της αποθήκης για να τα χρησιμοποιήσουν τον επόμενο χρόνο.
Μετά από πολλά χρόνια που ζούσανε οι άνθρωποι με το τζάκι και από εκεί αποκτούσανε τον χειμώνα την θέρμανσή τους και για όλες τις εποχές το μαγείρεμά τους έφθασε εις το τέλος τους και άρχισε η νέα εποχή. Τη θέση του τζακιού την πήρε η ξυλόσομπα σε διάφορα είδη και μεγέθη οπότε από εκεί αποκτούσανε τη θέρμανση και το μαγείρεμά της η κάθε οικογένεια. Τα ξύλα πάλι τα αποκτούσε με την ίδιο τρόπο. Μετά από λίγα χρόνια φθάσανε και τα πιο σύγχρονα μέσα για την κοπή των ξύλων και η μεταφορά τους εις το σπίτι γινότανε με το αυτοκίνητο όπως συνεχίζεται και σήμερα.
Όμως οι ηλικιωμένοι που είναι σήμερα στη ζωή δεν ξεχνούν την παροιμία και ακόμα συνεχίζουν να την λένε όπου βρεθούν. Θυμούνται αυτό το βίωμά τους και χαίρονται που απαλλαχθήκανε από αυτούς τους κόπους για να ζεσταθούν και για να μαγειρεύουν.
Αργότερα τις ονομασίες για τον σάρακα και για το τσεκούρι με μεταφορική έννοια έγινε συνήθεια να λένε για τον άνδρα και για τη γυναίκα με αυτές τις ονομασίες όταν: λέγανε πολλά λόγια μεταξύ των, ήτανε υβριστές, είχανε υπερβολική κακία κ.λπ. με τον σύντροφό τους ή στο περιβάλλον που ζούσανε. Τους αποκαλούσανε ότι είναι σάρακας (φανερά ή κρυφά) και γι’ αυτό έφυγε από τη ζωή η γυναίκα ή ο άνδρας. Και στο καφενείο οι άνδρες όταν περνούσε μαυροφορεμένη γυναίκα ή άνδρας λέγανε σιγανά, «αυτόν ή αυτήν ο σάρακας την έφαγε ή τον έφαγε τον κακομοίρη ή την κακομοίρα και έφυγε από τη ζωή κ.λπ.» ορισμένες φορές το λέγανε και ως αστείο μεταξύ των για να γελούνε.
Και για το τσεκούρι οι άνδρες λέγανε όταν κάποιος του έκανε ζημιές στα σπαρτά του ή όταν του έκλεβε από τα υπάρχοντά του κ.λπ. ότι θα του κόψω τα πόδια ή τα χέρια με το μαναράκι όταν θα τον πιάσω δήλωνε στον αγροφύλακα και στον Ενωμοτάρχη.
Σήμερα για την κοπή των ξύλων χρησιμοποιούνται τα μέσα της νέας τεχνολογίας που απαιτούν λίγους κόπους από τον άνθρωπο. Μόνο στα χωριά ορισμένοι που αγαπούν το τζάκι συνεχίζουν ακόμα να κόβουν τα ξύλα με τον σάρακα και με το τσεκούρι για την θέρμανσή τους και για να ψήνουν λίγο κρέας για μεζέ, πατάτες οφτές και κάστανα.
Τους νέους μας κανείς υπεύθυνος δεν τους ενημερώνει και δίκαια, έχουν άγνοια για όσα αναφέρουμε αλλά και ούτε πιστεύουν ότι οι πρόγονοί τους έχουν βιώσει τόσα πολλά στη ζωή τους.