Συνεχίζουν ακόμα οι ηλικιωμένοι να κάνουνε πολλές προσπάθειες να ενημερώνουν τους νέους για όλες τις παροιμίες και συνήθειες. Οι γονείς τους έχουν την υποχρέωση να τους ενημερώνουν για να γνωρίζουν ποιες ωφελούν και ποιες βλάπτουν για να είναι προσεκτικοί προκειμένου να ωφεληθούν. Όλες αυτές είναι αληθινές γιατί μόλις γινότανε το συμβάν αμέσως το αξιολογούσανε και έπαιρνε την ανάλογη τοποθέτηση για την πορεία του κάθε ατόμου.
Λένε ότι, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, όλες οι παροιμίες και οι συνήθειες τις συναντούμε μπροστά μας κάθε μέρα σε ότι εργασία και αν εκτελούμε άσχετα αν τις καταλαβαίνουμε εκείνη την ώρα ή αργότερα μετά το αποτέλεσμά τους. Σήμερα θα δώσουμε την ευκαιρία και συγχρόνως την χαρά να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να την γνωρίσουν οι νεότεροι την παλιά φράση που λέγανε συνήθως στην Κρήτη: «είναι τσαμούρης ο άνθρωπος ή το τσαμούρικο ζώο». Στα χωριά εκείνη την εποχή η κάθε οικογένεια έσπερνε τα σιτηρά της για να το ψωμί της και διατηρούσε τον ανάλογο αριθμό πρόβατα ή κατσίκια κ.λπ. για τα τυροκομικά της, το περιβόλι για όλα τα λαχανικά της και το αμπέλι για τα σταφύλια, κρασί, σταφίδες κλπ. για τις ανάγκες της διατροφής της. Επίσης και το κάθε χωριό είχε τον αγροφύλακα για την προστασία όλων των παραπάνω από αγροζημιές και κλοπές και κάθε τέσσερα ή πέντε χωριά είχανε και το σταθμό χωροφυλακής για την αστυνόμευση της περιοχής. Όλες οι οικογένειες με τον ίδιο τρόπο προσπαθούσανε να αποκτούν τα εισοδήματά τους για να μπορούν να διαβιώνουν άνετα και ότι περισσεύανε τα πουλούσανε για να έχουν καλύτερη πρόοδο.
Όμως από τα ζώα που διατηρούσε η οικογένεια (πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, γάιδαρο) ορισμένα από αυτά μεταξύ των και με τον κάτοχό τους είχανε διαφορετική συμπεριφορά. Ήτανε πιο ζωηρά στη μάνδρα, στην εξοχή και φέρνανε σε απόγνωση τον κάτοχό τους ότι κάτι κακό θα του κάνουνε και θα είναι εις βάρος του. Αυτά τα ζώα τα ονομάζανε τσαμούρικα. Ήτανε δηλαδή ιδιότροπα, ζημιάρικα, πιο ζωηρά από τα άλλα κλπ. Θα αναφέρουμε ορισμένες από αυτές που αντιμετώπιζε ο κάτοχός τους και οι χωριανοί τους όπως τα πρόβατα και τα κατσίκια στην αρμεγή τους ήτανε πιο ζωηρά από τα άλλα ή φεύγανε μόνα τους από τη μάνδρα και πηγαίνανε στα γειτονικά σπαρτά και ο αγροφύλακας έστελνε τον κάτοχό τους στο αγρονομείο. Την ίδια ζωηράδα είχανε και ορισμένες αγελάδες στο όργωμα, στο αλώνι και στον στάβλο τους. Ο δε γάιδαρος κλωτσούσε ή δάγκωνε όποιον τον πλησίαζε. Το αφεντικό του τον φοβότανε γατί ήξερε ότι θα τον ραβδίσει με το ξύλο που κρατούσε. Κάποτε τα πρόβατα ενός βοσκού πήγανε στο σπαρτό ενός χωριανού του και το φάγανε. Πήρε τη θέση του ο αγροφύλακας και του είπε: «χωριανέ, έχεις πολλά τσαμούρικα πρόβατα και αυτά σου κάνουν τις ζημιές. Γι’ αυτό να τα πας στο χασάπη να τα σφάξεις γιατί μια μέρα δεν θα έχεις κανένα πρόβατο, όλα τα λεφτά θα πάνε να πληρώνεις τις ζημιές που σου κάνουνε.» Ένας άλλος χωριανός είχε ένα τσαμούρη γάιδαρο και όταν τον έδενε να βοσκήσει με τα δόντια του έκοβε το σχοινί και πήγαινε στα διπλανά χωράφια. Ο αγροφύλακας πήρε πάλι θέση και του είπε: να πάρεις πιο χονδρό και σκληρό σχοινί για να γλιτώνεις το αγρονομείο.
Επίσης θα αναφέρουμε και πως έκανε την εμφάνισή της η συνήθεια του τσαμούρη και εις τον άνθρωπο. Εδώ χρειάστηκε να κάνουμε συνάντηση με ένα ηλικιωμένο που γνωρίζει και συχνά μας ενημερώνει για πολλές παροιμίες και συνήθειες που εμείς δεν τις γνωρίζουμε με τις λεπτομέρειές τους και μας είπε πολλές, τι σημαίνει τσαμούρης άνθρωπος και επιπλέον αστειευόμενος είπε ότι: «μάλλον ορισμένοι χωριανοί ζηλέψανε την ζωηράδα των ζώων τους και γίνανε και αυτοί τσαμούρηδες». Στη συνέχεια είπε ότι τσαμούρης είναι αυτός που με την ζωηράδα που έχει ενοχλεί χωρίς λόγο τους χωριανούς του άνδρες και γυναίκες και παιδιά με πονηρό σκοπό και προσπαθεί να τους εκθέσει και αυτός να ικανοποιηθεί. Είναι όπως λέγανε παλιά το πειραχτήρι, ο μπερμπάντης, ο μουντάρης του χωριού, της γειτονιάς. Τους ενοχλεί και τους φέρνει σε αναστάτωση και διερωτώνται γιατί το κάνει αυτό; Όταν το επαναλαμβάνουν πάνε στην αστυνομία να τους συμμορφώσει. Ακόμα πράττουν και μικροκλοπές κάθε φορά και σε άλλους για να μην εντοπιστούν. Και στο σχολείο όταν πήγαινα είπε ένα χωριανάκι έφευγε κρυφά από το θρανίο του και έριχνε κάτω ή έκρυβε τα μολύβια, τις γομολάστιχες, τα τετράδια των μαθητών και ψάχνανε να τα βρούνε. Ο ίδιος ήτανε που πήγαινε και στις αυλές των χωριανών και έκανε διάφορες ζημιές και η αστυνομία τον είχε εντοπίσει ότι είναι ο τσαμούρης του χωριού. Τελειώνοντας είπε: «Δυστυχώς όταν μεγαλώνανε οι τσαμούρηδες και παντρευότανε το ίδιο κάνανε και τα παιδιά τους.» Σήμερα αυτή η συνήθεια δεν λέγεται και όλοι την αγνοούν εκτός ελαχίστων που είναι ενημερωμένοι από τους γονείς και τους παππούδες τους. Όμως εκτελείται κάθε μέρα από αρκετούς νέους αλλά δεν τους αποκαλούν τσαμούρηδες παρά μόνο τους παρατηρούν ή αν το επαναλαμβάνουν παίρνει η πράξη τους το δρόμο της δικαιοσύνης.