Πριν οι αναγνώστες της φιλόξενης εφημερίδας διαβάσουν όσα ακολουθούν, θα τους παρακαλούσα ν’ ανατρέξουν στο ιστορικό διήγημα με τον τίτλο «Μέρα του μεσημεριού στο ντάμι του θείου Σιδερή», στο κλασικό βιβλίο «Εν Ρεθύμνω» της Μαρίας Τσιριμονάκη. Όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει παλιότερα, θ’ αναρωτιούνται ασφαλώς τι σημαίνει «ντάμι», αφού η λέξη αρχίζει να γίνεται άγνωστη ακόμη και στους Μικρασιάτες τρίτης και τέταρτης γενιάς. Μέχρι και στο βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, στο σχετικό απόσπασμα από τα «Ματωμένα χώματα» της Διδούς Σωτηρίου, δίνεται η εξήγηση «ζυγαριά» (!), τόσο εμπερίστατα...
«Ντάμι» λοιπόν στη διάλεκτο της Μικρασίας είναι το «καλύβι» της διαλέκτου του βορειοανατολικού Αιγαίου και το «μετόχι» της κρητικής. Είναι ένας αγροτικός οικίσκος, χτισμένος στα χωράφια, στον οποίο διανυκτέρευαν οι οικογένειες κατά τις εποχές της βεντέμας, του θερισμού, του αλωνίσματος και του τρύγου. Μερικές φορές ξεκαλοκαίριαζαν κιόλας, όταν το καλύβι κτισμένο κοντά σε νερό, οπότε φύτευαν και τα μποστανικά της χρονιάς.
Η λέξη ντάμι προέρχεται από την τουρκική «dam», που σημαίνει καλύβα, στάβλος ή απλώς σκεπή. Σ’ ένα τέτοιο κτίσμα αναφέρεται η αείμνηστη Ρεθεμνιώτισσα, σ’ ένα ντάμι σαν τα πολλά του Μασταμπά, όπου κατάφεραν τελικά να κουρνιάσουν οι Μικρασιάτες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, που δεν πήραν δηλαδή στη μοιρασιά ούτε κάποιο μαγαζί αλλά ούτε κι ένα στοιχειώδες κατάλυμα. Και το έχτισαν μόνοι τους, με πλίθρες, με χαρτόνια και με τσιγκοβάρελα.
Ετούτοι εδώ στον Μασταμπά είχαν πάρει απλά λίγη γη. Λίγη γη από τα «σεπέρια», θυμίζω για τους παλιότερους. Γιατί «σεπέρια» δεν είχαν μόνο τα Περιβόλια και τα Μισίρια, «σεπέρια» είχαμε και γύρω απ’ τα τείχη της πόλης. Εδάφη δηλαδή οριακά, από εκείνα που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα «αμμούτσες», μη παραγωγικά ή στα όρια της παραγωγικότητας, με την προϋπόθεση ότι θα τους γινόταν πλούσια προσθήκη οργανικής ύλης.
Σ’ ένα από εκείνα τα ντάμια, το Μιχαλαίικο, όχι του παππού Σιδερή, πιο κάτω από τον φούρνο του Σταματάκη, αλλά του Νικόλα και της Ασημίνας, πίσω από το «Αρρένων», είχε γεννηθεί ο Λευτέρης. Μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυο δεκαετίες μετά τον ξεριζωμό και πριν οι ξεσπιτωμένοι προλάβουν να «γίνουν κάτι» στη νέα τους πατρίδα. Που για την ακρίβεια, ποτέ δεν «έγιναν κάτι», δεν προλάβαιναν άλλωστε μέσα στο εχθρικό περιβάλλον που βρέθηκαν, με πολλούς από τους ντόπιους να τους αποκαλούν με σφιγμένα τα χείλη «πρόσφυγ(γ)ες», μπλέκοντάς τους στο θολωμένο από ρατσισμό μυαλό τους με τις σφήκες...
Και κάποιους από τους «καπεταναίους τουρκοφάγους» να τους απειλούν και να αναρωτιούνται φωναχτά γιατί πολέμησαν, αν όχι για να διώξουν τους «Τούρκους» και να τους πάρουν τις περιουσίες τους. Οπότε, τι γύρευαν εδώ αυτοί οι «τουρκόσποροι», που διεκδικούσαν ανταλλαγές περιουσιών και άλλα κουραφέξαλα; Κι ας είχαν αφήσει πίσω τους πολλαπλάσιες περιουσίες, γόνιμα εδάφη, και μαντριά, που θα τα ζήλευαν κι οι μεγαλύτεροι κουραδάτορες της Κρήτης.
Σ’ αυτό το περιβάλλον οι συφοριασμένοι της Μικρασίας δεν μπόρεσαν και δεν πρόλαβαν να γίνουν «κάποιοι», έδωσαν όμως, στα παιδιά τους τα εφόδια να το κάνουν τα ίδια, αντιγράφοντας την εργατικότητα και ακολουθώντας τις αρχές τους. Και τα παιδιά τους, μ’ αυτή την σκευή, έγιναν γρήγορα όχι απλά «κάτι τις», αλλά οι καλύτεροι του τόπου, με τον κόπο τους και με το κεφάλι ψηλά. Δε χρειάστηκε να σβήσουν από τα χέρια τα δακτυλικά τους αποτυπώματα, από τη σκαλίδα, για να πρασινίσουν τα σεπέρια, όπως οι γονέοι τους, με την καπνοκαλλιέργεια στη αρχή και την αμπελοκαλλιέργεια στη συνέχεια. Η επόμενη γενιά έμαθε τέχνες, τρώγοντας πολύ ξύλο, σαν τσιράκια που δούλευαν, αλλά ανεβαίνοντας στη συνέχεια την ιεραρχία σε καλφάδες και φτάνοντας σε μαστόρους περιωπής.
Δείτε τους με τη σειρά: πρώτος ο Λευτέρης στα υδραυλικά. Ύστερα ο Δημήτρης, στα υδραυλικά κι αυτός. Στη συνέχεια ο Σιδερής, σουβατζής στην αρχή και υδραυλικός αργότερα, που όμως βιάστηκε να φύγει. Ακολουθεί ο Μανόλης, ο γραμματισμένος της οικογένειας, που κατάφερε να προχωρήσει στο Γυμνάσιο, άθλος πραγματικός για ένα προσφυγόπουλο. Και τελευταίος ο Γιάννης, ο ειδήμων των σιδηροκατασκευών. Για ολόκληρο αυτό το κοπελομάνι, ο Λευτέρης στάθηκε δεύτερος πατέρας, μιας κι ο Νικόλας, ο φυσικός τους πατέρας, ήταν ανάπηρος κι έφυγε νωρίς. Ακριβώς στις 8/9 Μαΐου του 1977.
Δείτε το Λευτέρη. Ξεσκολίζοντας από το δημοτικό μπήκε τσιράκι στα υδραυλικά του Βαγγέλη Ψαρρού, απέναντι από τον Κήπο. Και ταυτίστηκε με το επάγγελμα αυτό στη συνείδηση του Ρεθύμνου. Θες βρύση, θες σωλήνες, θες είδη υγιεινής, θες περίεργα εξαρτήματα, στου Μιχάλα πήγαινε, σου λέγανε και σου λένε ακόμη. Ανατρέχω στις τοπικές εφημερίδες του 1966, πριν από 54 δηλαδή χρόνια και διαβάζω: Υδραυλικό κατάστημα Ελευθ. Ν. Μιχάλα Τηλ. 93.16 Πεταλάδικα. Αναλαμβάνει κάθε είδους υδραυλικές εργασίες».
Λίγες μέρες αργότερα, στις 29 Ιουνίου, η διαφήμιση είχε εμπλουτιστεί, ακολουθώντας τη διεύρυνση των εργασιών της επιχείρησης: «Υδραυλικόν κατάστημα και ειδών υγιεινής». Χρειάστηκε βέβαια να υπηρετήσει σκληρά την ύδρευση και την αποχέτευση των κατοικιών και των καταστημάτων του Ρεθύμνου ο Λευτέρης ο Μιχάλας, για να φτάσει ν’ ανοίξει δική του επιχείρηση. Πέρασε το νερό από τις βρύσες των δρόμων στις κουζίνες των σπιτιών, έτσι που να μη χρειάζεται οι νοικοκυρές και τα παιδιά να πιάνουν σειρά ανά γειτονιά, με τη στάμνα, για να το φέρνουν μέσα στα σπίτια.
Δίπλα σχεδόν στο μαγαζί του Λευτέρη πολλοί τραβούσαν νερό από την Πηγάδα της Μεγάλης Πόρτας. Εκείνη ακριβώς την εποχή ήταν που ο Λευτέρης όχι μόνο τους εξασφάλιζε τρεχούμενο νερό, αλλά και μετέτρεπε τους «απόπατους» σε «λουτροκαμπινέδες», εφοδιάζοντάς τους με όλα τα καλούδια που μπορούσαν να φανταστούν: με νιπτήρες, με αφοδευτήρες, με μπιντέδες, ακόμη και με μπανιέρες! Κι αυτό όχι μόνο στο Ρέθυμνο, αλλά και στην επαρχία αργότερα, όπου εφοδίαζε με σωλήνες τις τοπικές αρχές. Κι αυτές, πρωτοστατώντας στην εθελοντική εργασία των χωριανών τους, έφερναν το νερό από τις πηγές στο βουνό έξω από τα σπίτια τους, κι ύστερα από λίγο και μέσα σ’ αυτά.
Τα παραπάνω σε μια δύσκολη εποχή. Διαβάζω σε διπλανές διαφημίσεις του 1966, όταν ο Λευτέρης ξεκινούσε την καριέρα του, και θυμάμαι σαν παιδί, οκτώ τότε χρόνων: «Μοναδική ευκαιρία για εργασία», μια καταχώρηση που αναφέρεται σε δουλειά παραδουλεύτρας σε αθηναϊκό σπίτι. «Πεταλώματα» και «Σκυτοτομές» και «Σχοινοπλοκεία» στα γειτονικά μαγαζιά των Πεταλάδικων, μαζί μ’ αμόνια και φυσερά και χάνια ακόμα. «Αναγκαστική απαλλοτρίωσις» της ΔΕΗ, προκειμένου να τοποθετηθούν στύλοι και να προχωρήσει ο εξηλεκτρισμός στα Κατωμέρια και στον Μυλοπόταμο. «Ηλεκτρικαί συσκευαί Τσιμπούκα». «Παλλάδιον Λύκειον» Σπανογιάννη, στις δόξες του. «Δομικά προϊόντα Ελλενίτ Αφοί Δελήμπαση» για στέγαση όχι μόνο στάβλων αλλά και πολλών σπιτιών (με πλήρη άγνοια, τότε, των συνεπειών στην υγεία).
«Πισσάν. Επαναστατικό, καταπληκτικό, μοναδικό», το τριμμένο σαπούνι των Πίσσα-Παλιεράκη, με το οποίο προσπάθησαν να αποκρούσουν την εισβολή των απορρυπαντικών, των πολυδιαφημιζόμενων «σκονών». Και «Πάνθεον το νέον ζυθεστιατόριον», του Γ. Κυριανιτάκη, που προσφέρει μεταξύ άλλων γεύματα για γάμους και βαφτίσεις. Όχι για 1500 άτομα, όπως σήμερα, όχι για 1000 ή 500, αλλά για 40, άντε για 60. Πού να βρεθούν χρήματα για περισσότερα...
Κάπου τόσα άτομα -φαντάζομαι- θα είχε κι ο Λευτέρης Μιχάλας, στις 14 Ιουνίου 1971, όταν συνδέθηκε με τη Στέλλα του. Μόνο που το τραπέζι δεν έγινε στο «Πάνθεον», στην Προκυμαία, στρώθηκε πίσω από τον Οίκο Παιδείας, στο κατάστρωμα της οδού Σάθα, από το Μιχαλαίικο μέχρι τον πλάτανο και του Ρουσσάκη το καφεπαντοπωλείο. Από εκεί, από αυτή την οικογένεια, ήταν άλλωστε που διάλεξε τη Στέλλα του. Δεν ήταν επίσημο και καθωσπρέπει γεύμα, σαν άλλα της εποχής, ήταν όμως πιο εύθυμο, πιο μουσικό, με περισσότερο τραγούδι και κέφι και με την πεποίθηση και τη θέληση για καλύτερες μέρες σχηματισμένες στο πρόσωπο καθενός και καθεμιάς, ακόμη και των παιδιών. Όπως ακριβώς στο «Ντάμι του θείου Σιδερή»!
Κι ύστερα ήρθαν τα παιδιά, τέσσερα, ζωή να ’χουν, να προοδεύουν και να ανασταίνουν τα ονόματα των παππουδογιαγιάδων αλλά και του αείμνηστου πια Λευτέρη. Ν’ ανασταίνουν την ευθύτητα και τη δημοκρατικότητά του και το παράδειγμα, τόσο της επαγγελματικής ευθύτητας και ποιότητας, όσο και της ενασχόλησης με τα κοινά, ιδιαίτερα με τους συλλόγους των αξέχαστων πατρίδων.
Σ’ αυτά τα τέσσερα παιδιά θα ’θελα ν’ αφιερώσω, αντί παραμυθίας, μια κλασική μικρασιάτικη παροιμία, όπως θα το έκανε κι ο Λευτέρης: «Εγώ να πω ντάμι και συ βρες την πόρτα». Να είναι δηλαδή, όπως ο πατέρας τους, μυαλωμένα και φρόνιμα τόσο, ώστε να μη χρειάζονται πολλά για ν’ αντιληφθούν κάτι. Όπως ακριβώς το έκανε ο γονιός τους, μ’ ένα απλό κοίταγμά του.
Να τον θυμούνται, κι αυτά κι η Στέλλα, με το χαρακτηριστικό του αυτό κοίταγμα και χαμόγελο, που έκρυβε πολλή πείρα και μεγάλο αγώνα ζωής. Και να τον μνημονεύουν. Όπως θα το κάνουν στον Προφήτη Ηλία μεθαύριο Κυριακή 14 Ιουνίου, 49 ακριβώς χρόνια από τότε. Από τότε που δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίησή του κάτω απ’ τη γαλάζια γραβάτα και το περιποιημένο μουστάκι. Όπως θα τον θυμούνται και τ’ αδέρφια του, σαν δεύτερο πατέρα τους, που έφυγε, όπως και ο Νικόλας τους, μέρα σημαδιακή, 43 ακριβώς χρόνια μετά από εκείνον.