Ήμουν φτωχός και έζησα/και τον Θεό δοξάζω
ποτέ άλλοτε εις τη ζωή/πείνα να δοκιμάσω.
Ανάθεμά σε κατοχή/που μ’ άφησες σημάδια
τα βλέπω όταν κάθομαι/και αγρυπνώ τα βράδια.
Θεέ μου που μας έπλασες/ζητάμε να μας βοηθήσεις
όλος ο κόσμος και η οικογένειά μου/πείνα να μην γνωρίσει.
Ένας παππούς που είναι σήμερα 94 ετών και που έχει ρίζες από την Μ. Ασία μας περιγράφει με πολλούς αναστεναγμούς την φτώχεια και την πείνα που έζησε μαζί με τους Μικρασιάτες γονείς του στο σπίτι τους που τους είχε δώσει η πατρίδα μας.
Μετά από χρόνια είπε πήραμε την πρώτη καλή ανάσα ότι κερδίσαμε τη ζωή μας που κινδύνευε να χαθεί και αισιοδοξούσαμε όλοι μας για ένα καλύτερο μέλλον στο νέο τόπο της διαμονής μας. Όμως ήτανε για λίγα χρόνια ύστερα από το δεύτερο χτύπημα που μας βρήκε στη διαβίωση από την βάρβαρη γερμανική κατοχή.
Ο αγώνας της κακής μας διαβίωσης άρχισε από όταν βρεθήκαμε μέσα σε μία σπηλιά του χωριού μας για να σωθούμε. Οι τρεις βόμβες που πέσανε κοντά στο χωριό μας αναγκαστήκαμε να φύγουμε χωρίς να πάρουμε τροφές και ρούχα κοντά μας. Έτσι είχαμε ελάχιστη διατροφή για κάμποσες ημέρες και μας ανάγκαζε η πείνα να τρώμε από τις άγριες τροφές των ζώων που τις βρίσκουμε στη γύρω περιοχή χωρίς να έχουν φθάσει στην ωρίμανσή τους βελανίδια, χαρούπια, χόρτα κ.λπ.
Μετά όταν γυρίσαμε στο σπίτι, οι γονείς μου κάνανε θυσίες να καλλιεργούν διάφορα περβολικά, να διατηρούν δύο ή τρεις προβατίνες ή κατσίκες, να σπέρνουν όπως πρώτα σιτηρά για το ψωμί και τις ελιές για λάδι, γιατί υπήρχε ο φόβος μήπως χαθεί η ζωή μας. Όλα ήτανε περιορισμένα.
Όταν φύγανε οι Γερμανοί μπήκαμε πάλι πιο δυνατά στον αγώνα με καλύτερη όρεξη και άρχισε να βελτιώνεται η διαβίωσή μας. Όσο περνούσανε τα χρόνια και εμείς μεγαλώναμε και βοηθούσαμε τους γονείς μας για ακόμα περισσότερη παραγωγή σε ότι σπέρνανε, φυτεύανε και στα ελαιόδεντρα που είχαμε για το λάδι. Από όλα αυτά όταν είχαμε μεγάλη παραγωγή τα πήγαινε ο πατέρας στο εμπόριο για τις οικονομικές μας ανάγκες προκειμένου και εμείς αργότερα να δημιουργηθούμε. Και τα πέντε αδέρφια μου ακολουθήσανε το επάγγελμα του γεωργού και του κτηνοτρόφου.
Εγώ το 1947 πήγα στο γυμνάσιο γιατί μου αρέσανε τα γράμματα και αργότερα οι γονείς μου προσπαθούσανε και έπιασα δουλειά εκεί που θέλανε να έχεις τελειώσει το γυμνάσιο. Από το σχολείο που πήγαινα μου έμεινε ένα μεγάλο στίγμα και το θυμούμαι ακόμα: όταν στο διάλειμμα έβλεπα τα άλλα παιδιά να τρώνε κουλούρι καβουρμά και εγώ δεν είχα λεφτά να το πάρω.
Όχι μόνο αυτό και στο δωμάτιο που έμενα τουρτούριζα από το κρύο του χειμώνα γιατί η μάνα μου, δεν είχε και άλλο σκέπασμα να μου δώσει. Όσο για το φαγητό ορισμένες φορές και αυτό ήτανε λίγο και από την πείνα δεν μπορούσα να διαβάσω και να κοιμηθώ.
Και η μάνα μου την κατοχή τραβούσε πολλά μέσα στην οικογένειά μας. Εκτός από το σπίτι είχε συμμετοχή στο θέρισμα, στο αλώνισμα, στο περιβόλι και στο μάζεμα των ελιών. Για να αντέξει σε όλα πολλές φορές την έβλεπα που έκανε το σταυρό της και έλεγε: Χριστέ μου, να μας βοηθήσεις να φύγουνε γρήγορα οι Γερμανοί για να δούμε μια άσπρη ημέρα στο σπίτι μας και να μην ξαναδούμε πείνα και όλος ο κόσμος.
Ακόμα θυμάμαι είπε ότι ένα βράδυ πριν κοιμηθούμε εμείς πεινούσαμε και ζητούσαμε φαγητό να μας βάλει η μάνα και δεν είχε. Αυτή πήγε στην αποθήκη και μας έφερε χαρούπια και είπε να φάτε από δυο και να πάτε να κοιμηθείτε. Πάλι ένα άλλο βράδυ φωνάξαμε: «μάνα, πεινούμε». Στενοχωρημένη έφυγε και πήγε στον αδελφό της και του ζήτησε αλεύρι δανεικό. Το έβαλε σε μια φαγιάντσα με νερό και αλάτι, το ανακάτεψε καλά και μας έκανε τηγανίτες. Έβαλε επάνω τους πετιμέζι και μας είπε ελάτε να φάτε και αμέσως για ύπνο.
Και ακόμα ένα άλλο που το θυμήθηκα τώρα. Όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο μέσα στην πάνινη τσάντα που βάζαμε τα βιβλία μας έβαζε μέσα η μάνα πότε-πότε και δύο χαρούπια ή σύκα ξερά να τρώμε στο διάλειμμα. Και όταν φθάναμε έξω από την πόρτα της αυλής του σχολείου είχε ένα καζάνι με βρασμένο γάλα από σκόνη και με το κατσαρόλι που κρατούσαμε, πίναμε ένα γεμάτο χωρίς βούτημα.
Πρέπει να πω ότι όπως η οικογένειά μου πέρασε άσχημα τα χρόνια της κατοχής ήτανε και άλλες στο χωριό μου που ζήσανε το ίδιο. Υπήρχανε όμως και ορισμένες που είχανε πολλές περιουσίες, πολλά πρόβατα και πολλές ελιές. Πιστεύω ότι αυτοί δεν καταλάβουνε πως είχαμε κατοχή.
Αυτοί κάθε μέρα είχανε γεμάτα τα στομάχια τους και τα δικά μας ήτανε άδεια γι’ αυτό λέγανε τότε ότι: «ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει ότι πεινά» γιατί δεν έχει τροφή να φάει.
Θα τελειώσω ότι σήμερα οι γενιές που ήρθανε στην ζωή μετά από την κατοχή δεν πιστεύουν ότι εμείς πεινούσαμε αρκετά και γι’ αυτό δεν ξέρουνε τι είναι φτώχεια. Εμείς όλους τους συμβουλεύουμε να προσέχουν τα οικονομικά τους γιατί δεν μπορούν να ξέρουν τι θα συναντήσουν μπροστά τους από τώρα και πέρα.