Πολλές συνήθειες από την παλιά εποχή πάνε να ξεχαστούν και οι νέοι μας ούτε καν τις ξέρουν, αλλά και να τις ακούσουνε από κάποιον ηλικιωμένο δεν τις καταλαβαίνουν και ούτε ρωτούν να τις μάθουν γιατί νομίζουν ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να τις ξέρουν.
Όμως έχουν την υποχρέωση να ρωτούν να τις μάθουν γιατί ίσως κάποτε έχουν την τύχη να βρεθούν κοντά τους άλλοι νέοι από άλλη περιοχή ή από άλλο τόπο, να λέγονται για να ξέρουν να τους απαντούν και για τα οφέλη ή τις ζημιές που θα έχουν προς όφελός τους.
Πριν λίγες ημέρες λόγω του καλού καιρού μια παρέα ηλικιωμένων βρέθηκε στο ΚΑΠΗ της περιοχής τους, αφού είχε γίνει από την προηγούμενη ημέρα συνεννόηση για να περάσει η ώρα τους, πίνοντας τον καφέ τους, αφού αδυνατούν να πάνε για τις δικές τους εργασίες. Όλοι τους ανταποκριθήκανε στην ώρα που είχαν ορίσει και ήτανε παρόντες. Προηγήθηκε ο καφές και με βουτήματα που κρατούσανε ορισμένοι. Η όρεξή τους δυνάμωσε και προχωρήσανε να δοκιμάσουν την καινούρια ρακή που κρατούσε ο ένας από αυτούς. Εύχαροι όλοι λέγανε διάφορα από τη ζωή της παλιάς εποχής αφού είχανε μπροστά τους αρκετό χρόνο.
Μεταξύ αυτών οι δύο πήρανε τον λόγο με την σειρά και αναφέρανε δύο παλιές και πολύ παράξενες συνήθειες που τις λέγανε στο χωριό τους και σήμερα έχουν ξεχαστεί ακόμα και από τα παιδιά τους.
Πρώτος ο κύριος Μάρκος θυμήθηκε και είπε για τον γείτονά του, που έχει φύγει από την ζωή πριν αρκετά χρόνια αλλά μένουνε σήμερα τα παιδιά στο χωριό σε μεγάλη ηλικία. Αυτός είπε εγώ τον θυμάμαι τον πατέρα τους που ήμουνα μικρός και όταν περπατούσε το σώμα του από τη μέση και πάνω σχημάτιζε μια κάμψη «καμπούρα» που δεν πήγαινε επάνω ούτε κάτω και λέγανε ότι από μικρός το παρουσίαζε. Όμως ήτανε δυνατός και είχε συμμετοχή σε όλες τις εργασίες της οικογένειάς του. Όλοι είχανε την απορία πως συνέβη αυτό. Ορισμένοι λέγανε ότι είχε χτυπήσει και επειδή τότε δεν υπήρχανε γιατροί έμεινε έτσι χωρίς να έχει πρόβλημα υγείας, αλλά συνέχεια ήτανε στενοχωρημένος που μειονεκτούσε από τους άλλους χωριανούς. Άλλοι λέγανε ότι από τα βαριά βιώματα της κατοχής που πέρασε βάρυνε το σώμα του και γιατί εργαζότανε συνέχεια σκυμμένος και έμεινε το κορμί του σε αυτήν τη θέση. Οι χωριανοί τον αποκαλούσαν, όχι μπροστά του, από σεβασμό, «καμπούρη» και του έμεινε αυτή η ονομασία σαν παρατσούκλι και την λένε ακόμα και σήμερα στα παιδιά του.
Εγώ είπε ο κύριος Μάρκος τον περασμένο μήνα πήγα στο χωριό και κάθισα για λίγο στο καφενείο να δω κανένα γνωστό μου. Σε λίγη ώρα πέρασε ένας χωριανός αλλά δεν τον γνώρισα. Ρώτησα τον καφετζή ποιος είναι αυτός και μου απάντησε: «του καμπούρη ο γιος είναι δεν τον θυμάσαι;»
Ο δεύτερος, ο κύριος Κώστας θυμήθηκε τον αδελφό του πατέρα του τον «θείο του» που στο χωριό είχε βγάλει κακό όνομα από όσα είχε δημιουργήσει και εξέθετε ακόμα και εμάς είπε που έχουμε και το ίδιο επίθετο. Στο καφενείο του χωριού όταν πήγαινε έπινε καφέ, τσικουδιά, έπαιρνε, τσιγάρα και έλεγε του καφετζή όταν θα πληρωθώ από το γάλα θα σε πληρώσω. Στο άλλο έλεγε, όταν θα πουλήσω τα αρνιά κ.λπ. Επίσης είχε πάρει και δανεικό σπόρο για να σπείρει και δεν τον γύρισε και πολλά άλλα χρέη. Είχε το χειρότερο όνομα στο χωριό και στα διπλανά χωριά. Όταν πήγαινε όπου τον ξέρανε, δεν του βάζανε ποτό αν δεν πλήρωνε. Όλοι τον κοιτάζανε με λοξό μάτι και τον περιφρονούσανε.
Ο κύριος Κώστας πρόσθεσε: ο πατέρας μου και η μάνα μου από όταν ήμασταν μικρά παιδιά μας λέγανε συχνά ότι κάνουμε εμείς θα κάνετε και εσείς, όταν θα μεγαλώσετε και ποτέ να μην λέτε ψέματα σε κανέναν. Ότι υπόσχεση θα δίνετε στους χωριανούς που θα έχετε συναλλαγές και στα επαγγέλματά σας να βγαίνετε στο λόγο σας. Όταν θα παίρνετε δανεικά να τα γυρίζετε το γρηγορότερο. Έτσι μόνο θα βλέπετε τους ανθρώπους να σας κοιτάζουν με καλό μάτι και χαμόγελο και εσείς θα νιώθετε ικανοποίηση ότι έχετε καλό όνομα στην κοινωνία. Θα κυκλοφορείτε παντού με καθαρό κούτελο. Στο κούτελο του προσώπου στον κάθε άνθρωπο φαίνεται αν ανταποκρίνεται σε όλες τις υποσχέσεις και πληρωμές που έχει την υποχρέωση. Όταν συμβαίνει το αντίθετο τότε λένε ότι το κούτελό του είναι λερωμένο και όλοι τους περιφρονούν χωρίς βέβαια αυτοί να το καταλαβαίνουν. Με λίγα λόγια το κούτελο στον κάθε άνθρωπο είναι ο καθρέπτης και με αυτό κυκλοφορεί στην κοινωνία. Αυτή την συνήθεια την κατοχή την λέγανε οι Μικρασιάτες που μένανε στο χωριό μας και την τηρούσανε όλοι τους γι’ αυτό τους αγαπούσανε όπου πηγαίνανε.
Τελειώνοντας ο κύριος Κώστας είπε: Σήμερα αν ήτανε δυνατόν επιβάλλεται να δημιουργηθούν ειδικές σχολές να διδάσκονται όλες οι παλιές συνήθειες και ορισμένες παροιμίες με δασκάλους μόνο από ηλικιωμένους που τις έχουν ζήσει επί πολλά χρόνια να τις διδάσκουν με αποτέλεσμα σε όλους τους νεότερους ανεξαρτήτως ηλικίας γιατί αν φύγουν και οι τελευταίοι ηλικιωμένοι είναι άγνωστο που θα οδηγηθούμε.