Τα παλιά χρόνια τα κύρια επαγγέλματα που εκτελούσε ο άνθρωπος για να διατηρηθεί στην ζωή ήτανε του γεωργού, του κτηνοτρόφου και λίγοι στα γράμματα. Οι γονείς ήτανε εκείνοι που μαθαίνανε στα παιδιά τους ένα από αυτά ή και τα δύο να τα εκτελούν όταν θα μεγαλώσουν. Είχανε την υποχρέωση να τα πάνε πρώτα αν το επιτρέπανε οι συνθήκες της ζωής να τελειώσουν το Δημοτικό σχολείο και μετά κοντά στους γονείς τους να μαθαίνουν ένα από αυτά για να μπορούν όταν θα κάνουν δική τους οικογένεια να εργάζονται για να δημιουργηθούν. Όμως παρά που υπήρχε φτώχεια και δυσκολίες να μεγαλώνουν τα παιδιά τους αυτοί αποκτούσανε πολλά καθότι λέγανε ότι ο Θεός μας τα στέλνει και έχουμε υποχρέωση να τα μεγαλώσουμε. Αυτό συνήθως το εκτελούσανε και το λέγανε όσοι είχανε Μικρασιάτικη καταγωγή. Αφού είχανε περάσει μερικά χρόνια αρχίσανε στην πόλη να εμφανίζονται ορισμένα χρήσιμα επαγγέλματα για την εποχή προς όφελος όλων. Έτσι τα παιδιά τους υποχρεωτικά τα πηγαίνανε να τελειώσουν πρώτα το Δημοτικό σχολείο και μετά οι γονείς τους τα πηγαίνανε σε αυτά αφού πρώτα μένανε ένα ή δύο στο χωριό στο επάγγελμα των γονέων τους τα αγόρια και τα άλλα στην πόλη για να μάθουν ένα από αυτά όπως: κουρέας, ράπτης, μαραγκός, τσαγκάρης, μάγειρας, ζαχαροπλάστης, φούρναρης κλπ. Τα δε κορίτσια μένανε στο σπίτι να τα μάθει η μάνα τους: να κεντούν, να ράβουν και να μπαλώνουν τα ρούχα όλων, να μαγειρεύουν και στο αργαλειό να υφαίνουν τα απαραίτητα σκεπάσματα κλπ.
Έτσι από τα γύρω χωριά της πόλης μας πολλά παιδιά μετά το Δημοτικό πηγαίνανε και μαθαίνανε ένα από αυτά τα επαγγέλματα. Στην πόλη ο πατέρας ενοίκιαζε ένα δωμάτιο να μένει με διατροφή από ότι παράγανε στο χωριό και το Σάββατο με τα πόδια πήγαινε στο χωριό του και την Δευτέρα πάλι στην πόλη στην δουλειά του. Χρόνο με τον χρόνο γινόταν καλοί τεχνίτες και το αφεντικό τους πλήρωνε μεροκάματο και η ζωή τους ήτανε καλύτερη. Όσα όμως δεν προσπαθούσανε να μάθουν το επάγγελμά τους, το αφεντικό τους έλεγε: να πας κοπέλι μου στο χωριό σου να κάνεις το επάγγελμα του αφέντη σου μα εσύ δεν είσαι για άλλα. Και οι επαγγελματίες όταν ήτανε καλοί στο επάγγελμά τους και το εκτελούσανε με όρεξη και ενδιαφέρον είχανε πρόοδο αλλιώς το κλείνανε το μαγαζί τους.
Θα αναφέρουμε ότι μετά την γερμανική κατοχή πολλά παιδιά από τα γύρω χωριά της πόλης μας πήγανε σε όλα τα επαγγέλματα να φύγουν από την στερημένη ζωή του χωριού για ένα καλύτερο μέλλον. Από αυτά τα περισσότερα ήτανε Μικρασιατικής καταγωγής λόγω της φτώχειας που αντιμετωπίζανε. Αυτά δίνανε περισσότερο ενδιαφέρον στην μάθηση και μετά από λίγα χρόνια γίνανε αφεντικά στο μαγαζί που είχανε ανοίξει.
Ένα από αυτά είχε πάει στο πιο επώνυμο ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της πόλης μας και είχε μάθει σε λίγο χρόνο την τέχνη όλων των γλυκών καλύτερα ακόμα και από το αφεντικό του. Αφού πήγε στρατιώτης γύρισε πάλι κοντά του: Αργότερα για να μην φύγει του έδινε περισσότερο μεροκάματο γιατί του έβγαζε πολύ δουλειά και ήτανε τίμιος στο μαγαζί του.
Όμως μια μέρα πήρε την απόφαση αφού είχε μαζέψει πολλά χρήματα από τα μεροκάματα του να ανοίξει δικό του μαγαζί. Αυτός διάλεξε να το κάνει σε προάστιο της πόλης μας στο οικόπεδο του πατέρα του, επειδή προς τα εκεί δεν είχε άλλο ζαχαροπλαστείο. Με γρήγορο ρυθμό και σε μικρό χρόνο ήτανε έτοιμο. Σαν καλός μικρασιάτης νοικοκύρης το οργάνωσε να λειτουργεί από όλα τα γλυκά και περισσότερο με Μικρασιατικής κατασκευής που τα προτιμούσανε όλοι. Μέσα σε λίγα χρόνια δεν είχε που να βάλει τα χρήματα και τα αξιοποιούσε με άλλα ακίνητα. Πολλοί πελάτες από το μαγαζί του αφεντικού του, τον αναζητούσανε και πηγαίνανε στο προάστιο να τον συναντήσουν για να αγοράσουν τα νόστιμα γλυκά του.
Είχανε περάσει αρκετά χρόνια και η κυρία Μαρία που έμενε κοντά στη Μητρόπολη θυμήθηκε τα όμορφα γλυκά του και μια ημέρα είπε στις γειτόνισσες που τον ξέρανε: εγώ θα πάρω το λεωφορείο και θα πάω να φέρω γλυκά από αυτόν και θα σας καλέσω να σας κεράσω. Πράγματι πήγε και έκανε την επίσκεψή της. Πρώτα είδε την γυναίκα του και της λέει μετά τον χαιρετισμό της: φώναξε τον άνδρα σου να τον χαιρετίσω γιατί τον χάσαμε από την γειτονιά μας και αναζητούμε τα όμορφα γλυκά του.
Πράγματι χαρήκανε και οι δύο που ξανασμίξανε μετά από χρόνια. Η κυρία Μαρία μετά του είπε ότι: δεν θα ξεχάσω όσο είμαι στην ζωή τα νόστιμα και τα όμορφα γλυκά που μας έφτιαχνες στην γειτονιά μας και ήρθα να πάρω από αυτά αλλά τα βλέπω ότι είναι ακόμα καλύτερα. Αυτός της απάντησε: Κυρία Μαρία, έχω πολλά χρόνια στο κουρμπέτι και δεν θα είναι τα καλύτερα; Μετά πήρε τα γλυκά και αναχώρησε για να κάνει το κέρασμα που είχε υποσχεθεί. Πρέπει να πούμε ότι με αυτήν τη φράση στην Μ. Ασία χαρακτηρίζανε τους ανθρώπους που εκτελούσανε πολλά χρόνια το επάγγελμά τους και αποκτούσανε μεγάλη πείρα όποτε ήτανε καλύτεροι από αυτούς που είχανε λίγα χρόνια.
Θα τελειώσουμε αφού θα πούμε ότι και σήμερα σε όλα τα επαγγέλματα στις υπηρεσίες και στην πολιτεία ισχύει αυτό και έχουν την ανάλογη προτίμηση τους χωρίς βέβαια να παραλείψουμε τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που από αυτούς πηγάζουν όλες οι συνήθειες και οι παροιμίες.