Η παλιά εποχή δεν σταματά να έρχεται στις μνήμες των ανθρώπων που την έχουν ζήσει πριν αρκετά χρόνια και σήμερα την συγκρίνουν ανάλογα με τη νέα και δίνουν τους ανάλογους χαρακτηρισμούς σύμφωνα όμως όπως εμφανίζεται κατά τις ώρες των εκτελέσεών τους σε αυτούς που την εκτελούν.
Λένε μεταξύ τους οι ηλικιωμένοι όταν βρεθούν στις παρέες που εκτελούν συχνά στα καφενεία του χωριού τους στα ΚΑΠΗ τους και απρόοπτα όταν συναντηθούν στις εκκλησίες, στα μνημόσυνα όλες τις παλιές συνήθειες και τα γεγονότα που είχανε συμβεί στην νέα τους ηλικία. Ο καθένας που θυμάται κάποιες από αυτές τις αναφέρει και γελούν ή στεναχωριούνται για το αποτέλεσμά τους.
Θα φανεί τελείως απίστευτο σε όλους για μια παροιμία που θυμήθηκα είπε γελώντας ο μεγαλύτερος της παρέας για τους τεμπέληδες και για τους φαγάδες ότι το επάγγελμα που προτιμούσανε για να σταδιοδρομήσουν ήτανε: του χωροφύλακα ή του παπά.
Τα παλιά χρόνια το κάθε χωριό είχε τον Ιερέα του για να εκκλησιάζονται οι χωριανοί και να εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις αυτών: βαπτίσεις, γάμους, κηδείες κλπ. Το ίδιο και στην χωροφυλακή σε κάθε τέσσερα-πέντε χωριά είχε και τον σταθμό Χωροφυλακής με τον Ενωμοτάρχη και μέχρι πέντε χωροφύλακες για να αστυνομεύουν την περιοχή σε όλα (κλοπές, φασαρίες μεταξύ τους κ.λπ). Για να πάνε σε αυτές τις δουλειές έπρεπε οι νέοι να πάνε πρώτα να τελειώσουν το Δημοτικό σχολείο και μετά όταν θα μεγαλώσουν να φοιτήσουν στις σχολές αυτών «Χωροφυλακής-Ιερατική» και στην συνέχεια διορίζονται να εργάζονται μέχρι να πάρουνε την σύνταξή τους. Οι οικογένειες εκείνης της εποχής αποκτούσανε πολλά παιδιά και παρά την φτώχεια που είχανε τα μεγαλώνανε με την εργατικότητά τους και χωρίς να έχουν προβλήματα υγείας. Στα ρούχα και στα παπούτσια τους το μικρότερο φορούσε του μεγαλύτερου αδελφού ή αδελφής και αν είχανε φθορές η νοικοκυρά μάνα τα μπάλωνε. Τα ρούχα με άλλο ύφασμα τα δε παπούτσια υπήρχε τσαγκάρης που έκανε το ράψιμό τους.
Επίσης, είπε ότι η διατροφή τους προερχότανε από όλα αυτά που καλλιεργούσε ο πατέρας τους, γεωργός και κτηνοτρόφος, όπως το ίδιο και σε όλες τις άλλες οικογένειες. Τα παιδιά τους αφού τελειώνανε το Δημοτικό σχολείο ορισμένα συνεχίζανε τα επαγγέλματα των γονιών τους, γεωργοί και κτηνοτρόφοι και τα άλλα σε διάφορες τέχνες για να δημιουργήσουν τις δικές τους οικογένειες. Ήτανε και ορισμένα από τα παιδιά που δεν θέλανε να μάθουν κανένα από αυτά τα επαγγέλματα, γιατί τα θεωρούσανε ότι είναι πολύ κουραστικά και δεν θα αντέξουνε να τα εκτελούν και θα έχουν αποτυχίες στη ζωή τους. Γι’ αυτό θέλανε να βρούνε κάποιο άλλο επάγγελμα που να έχει λιγότερη εργασία και ας έπαιρναν λιγότερα λεφτά. Αυτή την εποχή ήτανε και τα επαγγέλματα του χωροφύλακα και του παπά. Εκεί λέγανε ότι πηγαίνουν συνήθως μόνο όσα είναι τεμπέληδες και φαγάδες. Οι γονείς τους ενδιαφερότανε έστω εκεί να πιάσουν δουλειά για να ζούνε και να δημιουργηθούν για να μην τους έχουν μέχρι να φύγουνε από την ζωή τους να τους ταΐζουνε. Έτσι τους πηγαίνανε σε αυτές τις υπηρεσίες και επειδή είχανε ανάγκη, τους παίρνανε αλλά τους λέγανε αν δεν δουλεύετε σωστά στην εργασία που θα τους βάζουνε θα φύγουνε αμέσως από την ίδια πόρτα που μπήκανε.
Στο χωριό μου είπε πάλι ότι αυτήν την εποχή πήγανε τρία παιδιά χωροφύλακες και ο ένας από αυτούς ήτανε ο γιος του μεγάλου αδελφού μου. Επίσης και ένα άλλο πήγε παπάς, γιατί ο παπάς του χωριού μας ήτανε γέρος και θα έφευγε σύντομα από την εκκλησία. Εγώ την κατοχή ήμουν μεγάλος και αυτά που σας λέω είναι όλα αλήθεια και θυμάμαι ακόμα και τις οικογένειές τους. Ο γιος του αδελφού μου μόλις έπιασε δουλειά στην Χωροφυλακή άλλαξε τελείως και ήτανε πολύ εργατικός και η υπηρεσία του τον είχε τον καλύτερο από όλους. Στο σταθμό είχανε και συσσίτιο που τρώγανε όλοι τους. Αυτό το έφτιαχνε μια μαγείρισσα από το ίδιο χωριό. Ο ανιψιός μου μέσα σε πέντε χρόνια έγινε αγνώριστος από το πολύ φαγητό που έτρωγε. Το ίδιο και στο σπίτι του ήτανε πολύ φαγάς. Και το παιδί που έγινε παπάς από τα διάφορα που πηγαίνανε οι χωριανοί στην εκκλησία να τα δώσουνε στους εκκλησιαζομένους έτρωγε και αυτός με αποτέλεσμα να παχύνει και το ράσο του ήτανε στενό. Γι’ αυτό λέγανε την παροιμία, ότι ο τεμπέλης και ο φαγάς: χωροφύλακας ή παπάς.
Τελειώνοντας ένας άλλος της παρέας πρόσθεσε: είμαστε σήμερα όλοι μας αρκετά υπερήφανοι που βλέπουμε μπροστά μας να κυκλοφορούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας χωρίς τα βιώματά τους να έχουν καμιά ομοιότητα με αυτά που εμείς ζήσαμε τα χρόνια της κατοχής που πέρασε. Η επιθυμία μας είναι: ποτέ άλλοτε ουδείς άνθρωπος που κατοικεί επάνω στην γη που μας χάρισε η Θεία δύναμις να μην γνωρίσει παρόμοια βιώματα που εμείς ζήσαμε ακόμα και αν είναι ο χειρότερός μας εχθρός.
Όσο για την παροιμία σήμερα δεν εφαρμόζεται όπως την παλιά εποχή αλλά πηγαίνουν στα επαγγέλματα αυτά όσοι επιθυμούν και τα εκτελούν όπως προβλέπεται.