Όποιος κάνει αληθινό νταλκά - φαίνεται από τη μούρη
που περπατεί χαμογελαστός - και τον ζηλεύουν ούλοι.
Ο ντερβίσικος νταλκάς δεν χαλά - ούτε και δεν παλιώνει
είναι πάντα δυνατός - στο σώμα που φυτρώνει.
Είχα νταλκά και τον έδιωξα - με μια γειτόνισσά μου
γιατί ήθελε να κυβερνά - στα σόγια τα δικά μου.
Ποτέ μου δεν έκανα νταλκά - μα τώρα το μετανιώνω
εδά τσι μύγες από πάνω μου - καθημερινά ζυγώνω.
Οι παροιμίες και οι συνήθειες της παλιάς εποχής με τα βιώματά τους δεν θα σταματήσουν ποτέ να έρχονται στις μνήμες των ηλικιωμένων που τα έχουν ζήσει πριν πολλά χρόνια. Ποτέ δεν προγραμματίζουν την ημερομηνία και τον χρόνο ούτε θα κόψουν εισιτήριο για να κάνουν το ταξίδι τους στις μνήμες τους αλλά σταματούν μόνες τους στο περπάτημα τους ή στον ύπνο τους. Πάντα προτιμούν τον εύχαρο, τον μερακλή και τον ξεκούραστο που είναι σίγουρο ότι θα γίνει καλλιέργεια αυτών και θα γίνει γνωστό το περιεχόμενό τους εις τους νεώτερους. Οι ηλικιωμένοι μόλις έρθει στην μνήμη τους αμέσως τους ενημερώνουν και ακόμα να διορθωθούν αν δεν ακολουθούν αυτά που είναι χρήσιμα για την ζωή τους. Αυτό ακριβώς συνέβη προ ημερών χωρίς να είχε προηγηθεί καμιά συζήτηση που ήρθε στη μνήμη ενός ηλικιωμένου η συνήθεια που λέγανε παλιά και που εφαρμόζανε κυρίως οι νέοι: ο νταλκάς: που σημαίνει ο έρωτας. Όπως παρακάτω: Την περασμένη εβδομάδα ένας ηλικιωμένος πέρασε από ένα ορεινό χωριό του Βρύσινα αλλά και κάθισε για καφέ στη γνωστή ταβέρνα του 60χρονου φίλου του κ. Γιώργου. Λόγω φιλίας και που δεν είχε άλλες παρέες καθίσανε μαζί για να τον απολαύσει.
Όμως κατά τη διάρκεια του καφέ και μετά τις ρακές με τις φρέσκιες τηγανητές πατάτες της δικής του παραγωγής πήρε συγχρόνως και η μεταξύ τους συζήτηση για διάφορα γεγονότα από την κατοχή στα χωριά τους. Όμως δεν πέρασε πολύς χρόνος που ο ηλικιωμένος είπε στον φίλο του και κάτοχο της ταβέρνας:
Γιώργο: να σταματήσουμε και οι δυο για όλα αυτά που λέμε για τα βιώματά μας περισσότερα εγώ και λιγότερα εσύ που είσαι μικρότερος γιατί χωρίς να το περιμένω πριν από λίγο ενώ μιλούσαμε μαζί, μου ήρθε στη σκέψη μου η παλιά συνήθεια που λέγανε τα παλιά χρόνια: ο νταλκάς «ο έρωτας» που έτσι παντρευότανε τότε και όταν οι γονείς της κοπελιάς δεν την δίνανε ορισμένες φορές ο γαμβρός την έκλεβε ή περίμενε ίσως να αλλάξουν γνώμη ή έπαιρνε άλλη. Πιστεύω ότι και εσύ θα το θυμάσαι. Αμέσως πήρε τον λόγο και του είπε: ναι, το θυμάμαι αλλά είχα και ακούσει από τους γονείς μου ότι μια χρονιά δύο οικογένειες στο χωριό μου είχανε κάνει συζεψιά με τις αγελάδες τους να σπέρνουν και να αλωνίζουν τα σπαρτά τους στο ίδιο αλώνι τους ενός. Η μία οικογένεια είχε τέσσερα αγόρια και η άλλη πέντε κορίτσια. Και των δύο σε μικρές ηλικίες κάτω και πάνω των 15 χρόνων όλα. Ο πρώτος γιος έκανε νταλκά με την μεγάλη κόρη της άλλης οικογένειας και δεν το είχανε πάρει χαμπάρι οι γονείς τους. Ο υποψήφιος γαμβρός μετά από δύο χρόνια, έστειλε τον προξενητή να την ζητήσει για να την παντρευτεί αλλά οι γονείς της αρνήθηκαν γιατί ήτανε πολύ φτωχός. Δεν είχε πει ότι ήτανε ερωτευμένοι γιατί η κοπελιά θα είχε αυστηρές συνέπειες από τους γονείς της και ακόμα δεν θα την ήθελε κανείς νέος του χωριού και θα έμενε γεροντοκόρη. Ο γαμπρός όμως που είχε υπερβολικό νταλκά μαζί της δεν ήθελε άλλη και ζούσε με μελαγχολία. Το ίδιο έκανε και η κοπελιά αλλά μετά τα 40 χρόνια της ηλικίας τους παντρευτήκανε και προλάβανε να κάνουν τέσσερα παιδιά. Μετά το μάθανε όλοι ότι ήτανε ερωτευμένοι από όταν αλωνίζανε αλλά αφού έγινε αυτό που επιθυμούσανε δεν δεχότανε καμία τιμωρία.
Ακολούθησε στη συνέχεια και ο ηλικιωμένος κ. Γιάννης να πει και αυτός για ένα δικό του χωριανό την ίδια εποχή που είχε και αυτός υπερβολικό νταλκά με την κόρη του μοναδικού πλουσίου στο χωριό και είπε: η οικογένεια αυτή είχε πολλά χωράφια και καλλιεργούσε από όλα για να πουλά τα εισοδήματά του. Επειδή δεν επαρκούσανε τα μέλη της στις εργασίες έπαιρνε και εργάτες. Ένας εργάτης που ήτανε και ο καλύτερος ερωτεύτηκε τη δεύτερη κόρη του αφεντικού, τη Μαρία. Όταν είχανε περάσει δύο χρόνια το είπε στους γονείς του και επειδή ήτανε πλούσια στείλανε τον προξενητή να την ζητήσει για γάμο. Οι γονείς της δεχθήκανε με την προϋπόθεση του είπανε ότι η κόρη τους θα κάνει κουμάντο στα χωράφια που θα της δώσουνε για να γίνουνε πλούσιοι και αυτοί αλλιώς δεν συμφωνούνε. Ο προξενητής αμέσως ενημέρωσε την οικογένεια και αυτή τον γιο τους. Αμέσως και αυτοί δώσανε την απάντησή τους με την παλιά συνήθεια: είναι και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Η κόρη τους επειδή τον αγαπούσε υπερβολικά γιατί ήτανε ωραίος άνδρας δεν παντρεύτηκε ποτέ ενώ ο εργάτης τους μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκε και πήρε λιγότερη προίκα αλλά έκανε αυτός κουμάντο και είχανε άριστη πρόοδο.
Μετά από όλα τα παραπάνω που είπανε και οι δυο στην ταβέρνα ο κ. Γιάννης σηκώθηκε να φύγει και όπως, ήτανε όρθιος είπε στον ιδιοκτήτη ότι: σήμερα Γιώργο, ο νταλκάς των νέων αρκετές φορές είναι προσωρινός ή ψεύτικος. Μόλις τους καπνίσει τον σταματούν χωρίς σοβαρό λόγο χωρίς να σκέπτονται και οι δυο ότι στα παιδιά τους αφήνουνε αθεράπευτες πληγές και δύσκολα θεραπεύονται και επιπλέον αφήνουν κακά παραδείγματα για το μέλλον των παιδιών τους.