Πλούσια ανθοφορία παρουσιάζουν τα ελαιόδεντρα την τρέχουσα περίοδο. Ωστόσο, η ανομβρία και η ξηρασία προκαλούν αγωνία στους ελαιοπαραγωγούς, καθώς είναι δυνατόν οι καιρικές συνθήκες να μην συμβάλουν στην σωστή καρπόδεση της ελιάς και να μην οδηγήσουν στην επιθυμητή παραγωγή. Αυτό τονίζεται από όλες τις πλευρές ειδικών και παραγωγών που παρακολουθούν τις εξελίξεις και επαφίενται να ελπίζουν… σε μια βροχή!
Αυτά σχολίασε μιλώντας στην εφημερίδα μας ο Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ρεθύμνου κ. Γιάννης Γλετζάκης, ο οποίος στάθηκε και στο ζήτημα των τιμών του ελαιολάδου που παρουσιάζουν στασιμότητα με πτωτική τάση. «Οι καιρικές συνθήκες είναι αρνητικές» τόνισε και εξέφρασε την αγωνία του για το πώς θα κινηθεί η επόμενη ελαιοκομική περίοδος, επισημαίνοντας πως μεγάλη σημασία θα παίξει και η σωστή καταπολέμηση του δάκου.
Από την πλευρά του ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων της Κρήτης Δρ. Νίκος Μιχελάκης, σε άρθρο του σημείωσε, ότι «Οι υψηλότερες σχετικά θερμοκρασίες που επεκράτησαν φέτος τον Χειμώνα και στις αρχές της Άνοιξης εξώθησαν, ως ήταν φυσικό, τις ελιές σε αρκετά ενωρίτερη άνθηση, ενώ η συνεχιζόμενη ανομβρία διακυβεύει την εξέλιξη της. Και αυτό βέβαια συμβαίνει στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία και Ιταλία αλλά και τις άλλες Μεσογειακές χώρες.
Στην Ισπανία τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία του χειμώνα ακολούθησαν πρόσφατα αρκετά ραγδαίες βροχές, αλλά όχι σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Ωστόσο, οι Ισπανοί διερωτώνται αν είναι αρκετές να αναπληρώσουν τις μεγάλες απώλειες της περιόδου ξηρασίας που προηγήθηκε. Στην Ελλάδα οι θερμοκρασίες του χειμώνα και της Άνοιξης ήταν επίσης ιδιαίτερα υψηλές. Από την άλλη πλευρά οι βροχές στην Νότια Ελλάδα και στην Κρήτη μέχρι σήμερα ήταν χαμηλότερες του μέσου όρου. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές ήταν συνολικά κάτω από 100mm και επομένως τελείως ανεπαρκείς.
Έτσι, τελικά η συνεχιζόμενη ανομβρία του περασμένου Χειμώνα αλλά και των αρχών της Άνοιξης απειλεί την εξέλιξη της ανθοφορίας και μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την καρπόδεση. Και η απειλή αυτή, είναι οπωσδήποτε σοβαρότερη στους ελαιώνες με μειωμένες βροχοπτώσεις, όπως εκείνες των Ανατολικών περιοχών Κρήτης, Πελοποννήσου και νησιών».
ΟΙ ΤΙΜΕΣ
Σύμφωνα με το δελτίο τιμών του ΣΕΔΗΚ και τις καταγραφές του Δρ Νίκου Μιχελάκη, που δημοσιεύονται στην αντίστοιχη ιστοσελίδα του συνδέσμου ελαιοκομικών δήμων Κρήτης, στην Ελλάδα οι τιμές του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου για την εβδομάδα που πέρασε, κυμάνθηκαν από 7,0 έως 8,90 €/κ . Στην Κρήτη, σημειώθηκε κάποια πτώση 10-40 λεπτά το κιλό και οι τιμές κυμάνθηκαν μεταξύ 8,0-8,90 €/κ, ενώ στην Πελοπόννησο κυμάνθηκαν μεταξύ 7,00-8,55€/κ. Στα νησιά (Κέρκυρα) διατηρήθηκαν στα 8,0€/κ.
Μιλώντας για το θέμα των τιμών ο Δρ Νίκος Μιχελάκης, επισήμανε, ότι «απρόβλεπτες ακόμα εξελίξεις της ερχόμενης περιόδου, δεν φαίνεται να επηρεάζουν αποφάσεις για αξιόλογες αγοραπωλησίες τόσο από την πλευρά των παραγωγών όσο και από την πλευρά των αγοραστών. Έτσι, η παγωμένη από εβδομάδες αγορά εξακολουθεί να παγώνει περισσότερο με το ποσοστό των ελαιοτριβείων που δεν απαντούν ή δεν δίδουν τιμές στο Δελτίο του ΣΕΔΗΚ να φτάνει μέχρι 80% στην Κρήτη και 75% στην Πελοπόννησο, πράγμα που δείχνει ότι δεν υπάρχουν προσφορές από μεγάλους αγοραστές κυρίως εξωτερικού.
Οι μικροί παραγωγοί από την πλευρά τους, όσοι έχουν μικρές ποσότητες εξακολουθούν να τις κρατούν, όπως λένε, για το σπίτι τους και των παιδιών τους.
Οι μεγάλοι παραγωγοί και εκείνοι με μικρές διαθέσιμες για πώληση ποσότητες, αρχίζουν πλέον να σκέπτονται το ενδεχόμενο πτώσης των τιμών και ήδη ζητούν προσφορές για πώληση, χωρίς ωστόσο να αποδέχονται έστω και μικρές πτώσεις!
Τελικά, η περίοδος αυτή επηρεάζεται ισχυρά από τις εξελίξεις στην Ισπανία, όπου οι τελευταίες βροχές που έπεσαν εκεί προκάλεσαν ήδη πτωτικές τάσεις (βλέπε σχετικό άρθρο). Ωστόσο, σημαντικότερη εκτιμάται ότι θα είναι η επίδραση στις τιμές των εξελίξεων στην ανθοφορία και καρπόδεση της ερχόμενης παραγωγής, οι οποίες υπόκεινται στην επίδραση πολλών κλιματικών παραγόντων. Έτσι, αν έλθουν βροχές και βοηθήσουν την άνθηση καρπόδεση, θα επηρεάσουν αρνητικά τις τιμές, ενώ τυχόν καύσωνες θα επηρεάσουν στο χειρότερο την παραγωγή και θετικά τις τιμές. Και όλα αυτά βέβαια ανάλογα με την ένταση και έκταση που θα συμβούν».